Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι, Στον αγαπημένο του εαυτό αφιερώνει ο συγγραφέας αυτές τις γραμμές

Τέσσερις.
Βαριές σα χτυπήματα.
«Τα του Καίσαρος – τα του Θεού».
Κι ένας
σαν κι εμένα.
Που θα πάει;
Πού φωλιάσει βολικά;
Αν ήμουν
μικρούλης
σαν ωκεανός, –
θα στεκόμουν στις μύτες των ποδιών των κυμάτων,
και με την παλίρροια θα χάιδευα το φεγγάρι.
Πού θα βρω την αγαπημένη μου,
που να ‘ναι σαν κι εμένα;
Αυτή δεν θα χωρούσε στον μικροσκοπικό ουρανό!
Ω, αν ήμουν φτωχός!
Σαν εκατομμυριούχος!
Τι να τα κάνει η ψυχή τα λεφτά;
Είναι ένας αχόρταγος κλέφτης γι’ αυτήν.
Της αποχαλινωμένης ορδής των επιθυμιών μου
Δε φτάνει όλο το χρυσάφι της Καλιφόρνιας.
Αχ και να ΄μουν τραυλός
σα το Δάντη
και τον Πετράρχη!
Να φλέγεται για μία η ψυχή μου!
Με στίχους να τη διατάξω να καεί!
Κι οι λέξεις
κι η αγάπη μου –
αψίδα θριάμβου:
από την οποία θα περάσουν
δίχως ν’ αφήσουν ίχνη
με πυκνές γραμμές
οι ερωμένες όλων των αιώνων.
Ω, και να ΄μουν
ήρεμος
σα κεραυνός, –
θα βουτούσα,
τρέμοντας να αγκαλιάσω της γης την γερασμένη σκήτη.
Αν μ’ όλη μου τη δύναμη
ουρλιάξω με φωνή βροντερή, –
οι κομήτες θα δέσουν τα φλεγόμενα χέρια τους,
πέφτοντας κάτω από τη νοσταλγία.
Αν τα μάτια με της νυχτιάς των τύψεων τις αχτίνες –
ω, αν ήμουν εγώ
θαμπός, σαν ήλιος!
Θέλω τόσο πολύ
με τη λάμψη μου να ξεδιψάσω
της γης τον ξερακιανό κόλπο!
Θα πάω
ανέμελος τον έρωτα να ψάξω.
Ποια νύχτα
παράλογη,
άχρηστη
ποιοι Γολιάθ με γέννησαν –
τόσο μεγάλο
και τόσο άχρηστο;

1916

Μαρία Πανούτσου, Timeless


Έργο του ζωγράφου Θωμά Τουρναβίτη

Αφιερωμένο

Τιτιβίζει το κεφάλι μου
το κρατώ να μην σπάσει
ήχοι από ένα βαλς από μακριά

η θάλασσα που αρνήθηκα να με σκεπάσει
τώρα με καλεί για ένα τελευταίο ασπασμό
ξυπόλυτη στην ζεστή άμμο περπατώ και σκέπτομαι

τι είναι ο έρωτας παρά η ανεκπλήρωτη επιθυμία
ή πιότερο η άρνηση με ό,τι η φύση περιπαίζει

και εγώ ως υπεράνθρωπος να ξεγλιστρά μακριά
μοναχικός, καθαρός, αγνός, σαν μια σκιά.

Αθήνα
Τα αφιερωμένα.
13/4/24

Θύμιος Χαραλαμπόπουλος, Όλοι μαζί να θυμηθούμε

Όπου κι αν ρίξουμε τη ματιά μας, θα αντικρίσουμε
εγκλήματίες, τρωκτικά, αχαλίνωτη αλαζονεία,
απύθμενη, αλλεργική υποκριτικότητα και ένα
οργανωμένο συνδικάτο που το ενώνει ο κοινός
του στόχος, η χλιδή και το χρήμα…
Παντού βλέπεις την επαίσχυντη υποκριτικοκρατία,
Τη θεοκαπηλεία και γενικά το απύθμενο θράσος των εξουσιαστών.
Εμείς τι κάνουμε;
Ως πότε θα συντηρούμε τους πιράνχας των λαών;
Τους υποκριτές, διεφθαρμένους δυνάστες της σκέψης,της ελευθερίας και του πνεύματος;
Ως πότε θα ανεχόμαστε τους μπαγάσηδες λαοπλάνους τρομοκράτες;
Πότε θα απαλλαγούμε από τις μυστηριοπαγανιστικές θρησκείες;
Πότε θα πάψουμε να πιστεύουμε τους τσαρλατάνους θαυματοποιούς;
Τους φακίρηδες, τους αρχιτσοπάνηδες,
να μας βατεύουν χυδαία καθημερινά;
Δεν πρέπει να μας ξεγελάνε άλλο πια…!
Φτάνει!
Όλοι τους, δεξιοί, αριστεροί, σοσιαλιστές
και όλα τ´άλλα τα κοπρόσκυλα, συνεργάζονται,
συνδιαλέγονται, συν-τρώνε, συν-πίνουν αρμέγοντας άγρια τον απλό αδύναμο άνθρωπο,
τον καλοπροαίρετο και αφελή πελάτη, της
πολιτικοθρησκευτικής λυστοσυμμορίας…
Όλοι μαζί να θυμηθούμε:
Πέτρινα λουλούδια στους τάφους!
Πέτρινα χρώματα στο χώμα!
Για να θυμόμαστε.
Πέτρα το λιβάδι του πόνου!
Πέτρα ο ουρανός της αγανάκτησης!
Πέτρα στην πέτρα της απελπισίας!
Πέτρα τα πρόσωπά μας!
Πέτρα η φωνή μας!
Για να θυμόμαστε.
Τα γερά μπράτσα που σήκωσαν λίγο τον ήλιο!
Τα γερά μπράτσα που κράτησαν λίγο τον ουρανό!
Τα γερά μπράτσα που ερωτεύτηκαν το δίκιο!
Για να θυμόμαστε.
Τα καστανά και γαλανά μάτια των κοριτσιών που οραματίστηκαν!
Τα ξέπλεκα μαλλιά τους που σφούγγισαν τις πληγές!
Τα κερασένια χείλη που φιλί έδωσαν αλλά δεν πήραν ποτέ!
Για να θυμόμαστε.
Όλες και όλους, που έδωσαν αγάπη και αγάπη δεν πήραν ποτέ!
Που ονειροπόλησαν, που μέθυσαν με πικρό κρασί!
Που γεύτηκαν μέλι πικρό, που γνώρισαν της χολής τη γεύση!
Που αγκάλιασαν το κρύο χιόνι μα δεν κρύωσαν!
Για να θυμόμαστε.
Ποιος έκλεψε το φως!
Πώς βυθιστήκαμε στο σκοτάδι του μεσημεριού!
Για την πικρή γεύση της απάτης!
Για το πώς και γιατί!
Για να θυμόμαστε.
Ποιοι είμαστε!
Τα πολλά που ξεχάσαμε!
Όλα αυτά που δεν πολεμήσαμε…
Ναι!
Δυστυχώς ναι!
Έχουμε καταντήσει – αν όχι όλοι,
να αισθανόμαστε κουτσοί και να πουλάμε μπαστούνια!
Τυφλοί και να πουλάμε καθρέφτες!
Εμάθαμε – μας έμαθαν, ο καθένας μας να παίρνει το δρόμο του και να μην κοιτάζει για τη συγκομιδή
του συνόλου, αλλά για την πάρτη μας…
Αν όλοι μαζί, δεν παλαίψουμε και δεν γίνουμε
συνοδοιπόροι σε όλα αυτά που μας έχουν στερήσει,
κλέψει και επιβάλει, τι θα έχουμε να πούμε στις γενιές που έρχονται ;

Κυπαρισσία, 12 Απρίλη ´24

Δημήτρης Πέτρου, Τριετές

του Κυριάκου
του Χρήστου

Από τότε
ήσυχη βροχή ποτιζει τα περιστέρια
στην πλατεία.
Η πόλη αναπαύεται πάνω σε φιλμ
μακαριότητας
κι εγώ αποφεύγω πια
να επισκέπτομαι τα τρένα.
Αντίστοιχες μικρές τροποποιήσεις.
Παράδειγμα η οδός που έμενες,
πρόσφατα πεζοδρομήθηκε
-απόφαση αρμόδιας υπηρεσίας-
φωτο παρελάσεων πουλήθηκαν πολλές
και μόλις χτες ένα φορτηγάκι ανατράπηκε,
ευτυχώς χωρίς θύματα.
Κατά τα άλλα, όλα καλώς.
Υπογράψαμε και μια διαμαρτυρία.
Σήμερον Τετάρτη
δυο-τρεις γνωστοί μαζευτήκαμε.
Κάποιος, αν κατάλαβα καλά
έθεσε θέμα κυβερνητικης ανυπαρξίας.
Και ο παπάς κάτι ανέφερε,
περί των αγίων ο χορός, πάσης σαρκός
μετά πενυμάτων, δεδικαίωται-

ότι συ εί
και νύν
αιτησώμεθα.

*Από τη συλλογή “Χωματουργικά”, εκδ. Μικρή Άρκτος, 2016.

Ποιητικοί καθρεφτισμοί

Δημήτρης Τρωαδίτης «Γέννες ανέγγιχτες», Εκδόσεις Στοχαστής, 2024

Του Χρήστου Νιάρου*

“Πάρε την λέξη μου, δως μου το χέρι σου” κατέθεσε σε μια ποιητική αποστροφή του ο υπερρεαλιστής ποιητής μας, Ανδρέας Εμπειρίκος. Πάρτε λίγο νερό για το μέλλον, προβλέπεται αρκετά ξερό αποφάνθηκε ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός σε μια του γραφή.

Κάνοντάς τα πράξη, ρεαλιστικά με την δικιά του προσωπική πένα καταγραφής στο τι μα και ό,τι γίνεται έξω από τα όρια των αισθήσεων και των σημείων τους, ο ποιητής και συγγραφέας Δημήτρης Τρωαδίτης, τα δεδομένα, τα παράπλευρα σημαινόμενα της ζήσης, της μοναχικότητας, της μοναξιάς, του Έρωτα, τις όψεις και τους καθρεφτισμούς της καθημερινότητας, τα αποτυπώνει, τα φιλτράρει, τα ξαναγεννάει, κάνοντάς τα ποιήματα. Η μη ομοιοκαταληξία των στροφών και γραμμών τους είναι και αυτό ένα κομμάτι της τεχνικής του.

Το σίγουρο είναι ότι κάθε εποχή γεννά ή φέρνει καινούργια πράγματα, ιδέες φέρνει και θαύματα εικόνων και λέξεων κοιλοπονεί. Το σίγουρο είναι πως ό,τι αλλάζει στα όρια και στο χρόνο της ζωής μας δεν αλλάζει πάντα για καλό ή για κακό. Σχετικά δε και τα οριστικά ή τα μη οριστικά πλαίσια των αλλαγών που ο τροχός και η τροχιά της, μας φέρνουν στην καθημερινότητα, στην μοναχικότητα -κοινωνικότητα μας.

Το σίγουρο είναι ότι και ο καθείς/μία ερμηνεύει, προσεγγίζει το όποιο θέαμα και το όποιο θεαθήναι της ζωής, που είναι γύρω, μέσα και μακριά του, με υποκειμενικά αντικειμενικά, κριτήρια, μέτρα, βιώματα, μα και ταξίδια ψυχής που πήγε ή δεν πήγε το σώμα του. Κάπως έτσι βγαίνουν και τα βιβλία, κάπως έτσι βρίσκονται ή αγγίζονται οι άνθρωποι και τα έργα τους. Τα λόγια μένουν, τα έργα μένουν, ρητορικό το ερώτημα και στις όποιες του πτυχώσεις, έρχονται…τα καλύτερα ή γενικώς έρχονται αυτά που έρχονται.

Στο δε άγγιγμα των αισθήσεων και των παραισθήσεων που φέρνει η ανάγνωσή τους (τα σημεία επαφής), στο τι γεννά ο καιρός τους και ο μη καιρός τους, καταγράφεται και κυκλοφορεί σελίδα τη σελίδα. Αιθεροβατεί σε άλλο σύμπαν, επικρατεί η κριτική ματιά, μα και εκκολάπτεται, γεννιέται σε μια ακόμη εικόνα σε κάτι καινούργιο στη δεύτερη ανάγνωση και ηχώ τους. Κάπως σε αυτές τις συντεταγμένες και με αυτές τις σκέψεις τριπλοξεφύλισσα την καινούργια ποιητική συλλογή του Δημήτρη Τρωαδίτη από τις εκδόσεις “Στοχαστής”.

Ενδεχομένως, μιας και η ποίηση και ο ποιητικός λόγος, γραπτώς ή και ως άγραφος μονόλογος στης μνήμης τα στενά (ανέγγιχτος, αλλά ποτέ στατικός) που δεν βρήκε χαρτί ή τον κατάλληλο αναγνώστη/στρια να είναι ακόμη σε συνεχή εγρήγορση, μιας και ό,τι θα γεννηθεί, ό,τι θα βγει στο φως, ό,τι θα κλάψει ή θα γελάσει, θα είναι μια πρόκληση διαρκείας. Πιθανόν δεν είναι ή δεν θάναι και το έδαφος και ο χρόνος ο κατάλληλος και το ανέγγιχτο του ταξιδιού πιάνει λιμάνι στην σιωπή και σε ένα γιατί. Επισημαίνει καίρια ο ποιητής Δ.Τ. στο βιβλίο, περίπου στα μισά του: “Οι αισθήσεις νησιά απάτητα/ με άγνωστα ονόματα/ πεπαλαιωμένα νεκροταφεία/ματωμένοι οι σταυροί/ μεταμορφώνονται σε ψαράκια/του γλυκού νερού/μακρινά πεφταστέρια/ που εμφανίζονται κάθε χίλια χρόνια”.

Ξεχάσαμε στο ανέγγιχτο σύμπαν του κόσμου μας τον εαυτό μας, τις αισθήσεις μας, σε κλειστό κύκλο (κλειστά σαν χώρος τα νησιά, η γυάλα κλειστή) και περιμένουμε… επανεκκίνηση (γέννα) από την επαφή, την μακρινή των κάθε χιλίων χρόνων από τα πεφταστέρια. Μακραίνουμε δηλαδή ως οντότητες στην τροχιά του χρόνου. Ανέγγιχτοι, γεννάμε απόσταση μεταξύ μας μα και με το εγώ μας.

Αλλά εκεί που λες ή νιώθεις κάπου ότι χωλαίνει η επικοινωνία, εκεί που υπάρχει μια ρωγμή που συνεχώς σε αγγίζει, σε προβληματίζει, έρχεται ο ποιητικός λόγος και δίνει μικρές ή μεγάλες απαντήσεις.

Μιας και όσα τα θαύματά του με την εικονοπλασία τους και με το γιατί τους αλλά και στο πώς της ροής της ιστορίας μας, ενώ ουσιαστικά την περιόρισαν ή μας όρισαν μας κράτησαν ανέγγιχτους, τότευπάρχουν και οι άλλες γραφές, στα ψιλά γράμματα των ποιημάτων και στα χωρίσμαστα των στίχων που ταξιδεύουν με το μήνυμά τους σε ένα άλλο ξέφωτο. Είναι η άλλη πλευρά της μοναξιάς, μα και της αγάπης. Επισημαίνει ο ποιητής Δ. Τρωαδίτης: “Τόσο θλιμμένοι/φταίει η ξηρασία/ η έλλειψη βροχής/τα αυτοκίνητα/οι πλαστικές αισθήσεις/ η αγωνία/ εγώ ο ίδιος”.

Δημήτρης Τρωαδίτης

Από γέννες σε γέννες πάει, προχωράει η ζωή στο τι στράβωσε στον κόσμο τούτο, στο μεταξύ μας, στο μακριά και στο κοντινό πλάνο ζωής και επαφής μα κανείς/καμμία δεν βγαίνει απ’ έξω από το παιγνίδι των σελίδων του ποιητικού αυτού βιβλίου. Είναι το δούναι και λαβείν της ποίησης, είναι το παραλήρημα των λέξεων, όπου και ο δημιουργός του και κρίνεται μα και κρινόμενος, ζει και υπάρχει στην εσωστρέφεια και εξωστρέφεια των πεπραγμένων και της φαντασίας. Εικάζω ότι παίρνει από τα βιώματα, τα μη βιώματα, το κύμα τους και στη δύσκολη εποχή της επιβίωσης (πιθανόν ανέραστης, δυστοπικής, ναρκισσιστικής, τεχνολογικά εύκολης) και στέλνει με τον τρόπο και το έργο του θέαση και θέση του. Λέει, γράφει: “Σχεδόν κάθε μέρα/ κάνει την ίδια διαδρομή /σπίτι δουλειά /δουλειά σπίτι /και τα τραμ/άλλοτε γεμάτα /άλλοτε άδεια / μόνο κάτι σταγόνες βροχής / σπάζουν τη μονοτονία / αν τις συνηθίσει/θα γίνουν ρουτίνα / και αυτές”. Οι ποιητικές εικόνες, η κατάσταση ουτοπίας, τα μεγάλα λόγια, τα λιμνάζοντα νερά της επικοινωνίας των θέλω, τα εκκρεμή θέματα ζωής φυγαδεύονται, εξακτινώνονται στη γραφή του.

Εν κινήσει πάντα γιατί ό,τι είναι ανέγγιχτο ως θαύμα, αλήθεια ή μύθος ποιητικά κατοικείται σε αυτό το σύμπαν. Και από εκεί ξαναγεννιέται. Όπως και οι γέννες με τις γενιές. Τα υπόλοιπα, στις σελίδες του βιβλίου που με τα σαραντατεσσάρων μικρών σε έκταση ποιημάτων, μα αξιολογότατων και σημαντικών, είναι μια εξομολόγηση εξ επαφής. Με πόνο και χαρμολύπη όπως οι γέννες. Όπως και οι λέξεις και η δημιουργία της τέχνης και, κυρίως, οι ανθρώπινες σχέσειςεπαφές που πάντα θα κάνουν και θα έχουν το πρώτο λόγο στα ρήματα, στους στίχους των ποιημάτων. Μα και στης ζωής τα δρώμενα και στις όποιες περιπτύξεις και στα όποια αφηρημένα και συγκεκριμένα σπαράγματα λέξεων, θα στέκουν με παρησσία και θα αγγίζουν το χάδι και την πληγή του χρόνου, της τύχης, των συμφραζομένων τους σε εγρήγορση και με τον δικό τους τρόπο.

Καταλήγοντας, για την ιστορία είναι η δέκατη ποιητική συλλογή του Δ. Τρωαδίτη, ενώ ποιήματά του και στα ελληνικά και στα αγγλικά βρίσκονται σε ιστοσελίδες πολιτισμού και λόγου και στις δύο γλώσσες. Επίσης, ο συγγραφέας διαχειρίζεται το προσωπικό του blog (είναι ελεύθερο και προσβάσιμο σε όλους/ες τους βιβλιόφιλους), στη διεύθυνση http://tokoskino.me

*Δημοσιεύτηκε εδώ: https://www.fractalart.gr/gennes-aneggichtes/

Ασημίνα Κ. Λαμπράκου, Γυρεύω έναν τόπο

Γυρεύω έναν τόπο
έναν ήσυχο τόπο κάτω από ίσκιο πεύκου ή συκιάς
ένα σκαμνί
νερό
γαλήνη να σκεπάζει τη γη κι ένα αεράκι χλωμό να τη σηκώνει
εκεί θα σε ζωγραφίσω μέσα στο πλήθος ονομάτων
το σύκο θα σκάει από λάβρα γινωμένο
και, όπως το μέλι του θα δραπετεύει από τους σπόρους
και το χείλος της πληγής
θα σέρνω τα πινέλα στο χώμα τον άνεμο και το πηγάδι με τα νερά
έπειτα στο χαρτί που θα κάμπτεται από το φορτίο
οι γραμμές σαν κίτρινα κεφάλια βρώμης θα γέρνουν
σε χωράφι της Κωπαΐδας
φίδια θα μπλέκονται στη γάμπα μου
ένα θα με τσιμπήσει
τότε με όλο το δηλητήριο αντλημένο
θα βάλω φωνή στη ζωγραφιά τη δύναμη από το κρώξιμο ενός τσα-
λαπετεινού και μιας φραγκόκοτας
σκούξιμο από γεράκι
το κλάμα της φώκιας
και το αερικό του μπούφου
στα κλωνιά του πεύκου τα δειλινά των καλοκαιριών
που χάθηκαν στον χρόνο
πιστεύω πως τότε θα ησυχάσω κι αμέσως σιγουρεύω πως λέω ψέματα
κι οι δυο μας γνωρίζουμε την αλήθεια:
τώρα πια δεν μας χρειάζεται ο χρόνος
κι είμαστε σβησμένοι στα μάτια των παιδιών και των ερώτων
θόλοι από πέτρες που νήστεψαν όλο τον έρωτα που τους δινόταν
για τον μοναδικό που ποθούσαν να μη συναντήσουν χορτασμένοι
ποτέ μην ακούσεις στη φωνή που θα σε καλεί να επιστρέψεις
θέλω να σ’ αγαπώ ως το θάνατο

*Από τη συλλογή “Solidago”, έκδοση Καλλιτεχνικό Σωματείο Έβδομο Βήμα, Αθήνα, 2018.

Κατερίνα Φλωρά, Το ξύπνημα των αισθήσεων 

Διακριτικές αχτίδες ανοιξιάτικου ήλιου
σαν διστακτικό άγγιγμα
ζεσταίνουν δίχως κόπο και βιάση.

Λαμπυρίζουν στις φυλλωσιές
ξεκλέβοντας λίγο χώρο
για να χαϊδέψουν το στερημένο
απ’ την παγωνιά δέρμα
καθώς τα μάτια σκιρτίζουν στο πέρασμά τους.

Φευγαλέα αίσθηση θερμής απλότητας
το σώμα πλημμυρίζει
στιγμής πληρότητα
πρώτης αγκαλιάς θύμιση.

Κώστας Κωνσταντινίδης, Μάνα 

Στη Μαρία Καρυστιανού

Μάνα, κόρη που έχασες σε τραγικό συρμό μια αποφράδα νύχτα
Σπλάχνο απ’ τα σπλάχνα σου που κήδεψες με φέρετρο κλειστό
Νιότης ανθό ευωδιαστό, της Άνοιξης αγλάισμα
Κομμάτια που στ’ επέστρεψαν, ναύλα να μη χαθούν.

Μάνα, που το κορίτσι σου νυφούλα δε θα ντύσεις
Κι εγγόνια που σου στέρησε γκουβέρνο θλιβερό
Άγρια θεριά στ’ ολοφυρμό σου που ριγήσαν
Και που καημός ασίγαστος σου καίει τα σωθικά.

Τούτου του τόπου των ταγών συνείδηση, δεν τύπτει
Ούτε νεκρό δε σεβαστήκαν το παιδί
Τον τόπο που ξεψύχησε μπαζώσανε με δόλο
Σκοτώσαν το κορίτσι σου για δεύτερη φορά.

Κοχλάζει η οργή σε πνίγει η αδικία
Σθένος αντλείς από αγάπη μητρική
Σκέψη παραίτησης, επ’ ουδενί σε βρίσκει
Κι ας ξέρεις πως για σένα πια δεν έχει απαντοχή.

Εδώ που μαστροπούς ανήλικων, εισαγγελείς καλύπτουν
Στη χώρα που φυλάκισαν τον Γέρο του Μοριά
Σ’ Ευρώπη ανδρεικέλων κι επικίνδυνων λακέδων
Σου εύχομαι, Δαυίδ εσύ κι εκείνοι Γολιάθ.

Χρήστος Ποζίδης, για το ‘Γλωσσικό Αντάρτικο’ 

Το παρακάτω κείμενο είναι η απομαγνητοφωνημένη εισήγησή μου, με μια μικρή επιμέλεια, στη βιβλιοπαρουσίαση του έργου μου ‘Γλωσσικό Αντάρτικο’ που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της Αντιφασιστικής Δράσης Ρεθύμνου (ΑΔΡΕ) στην αυλή της κατάληψης Ρόζα Νέρα, στον Λόφο Καστέλι των Χανίων, στις 13 Ιουλίου 2021.
Η πρόσφατη εκκένωση της κατάληψης έφερε για ακόμα μια φορά στο προσκήνιο την αφήγηση της εξουσίας που θέλει τις καταλήψεις εστίες ανομίας, τρομοκρατίας και πάσης φύσης κοινωνικής μόλυνσης. Όσες προσπάθειες κι αν επιχειρηθούν για να εξωραϊστεί και να δικαιολογηθεί το διπλό σχέδιο αφενός ξεριζώματος των ελεύθερων χώρων από το δημόσιο πεδίο και αφετέρου ανάπλασης, εξευγενισμού και τουριστικής εκμετάλλευσης κάθε σπιθαμής των πόλεων που ζούμε, η αλήθεια για την ομορφιά των καταλήψεων και όλων των ελεύθερων, αυτοδιαχειριζόμενων χώρων δεν θα φθαρθεί ούτε θα ξεχαστεί.
Η Ρόζα Νέρα, αλλά και η γειτονική κατειλημμένη Πρυτανεία που εκκενώθηκαν, όπως και τόσοι άλλοι ελεύθεροι χώροι ήταν και θα είναι χώροι ελεύθερης διακίνησης ιδεών, ισότιμου διαλόγου, κοινωνικού προβληματισμού, στοχασμού και αγώνα για έναν πιο δίκαιο, πιο όμορφο και αξιοπρεπή κόσμο. Η δημοσίευση της ομιλίας μου αποτελεί ένα ελάχιστο τεκμήριο ως προς τι πραγματικά υπήρξε τότε ο κατειλημμένος Λόφος Καστέλι. Ως συγγραφέας που είχα την τιμή να φιλοξενηθώ στη Ρόζα Νέρα, θεωρώ ελάχιστο χρέος μου να εκφράσω την αλληλεγγύη μου, συμβάλλοντας τόσο στην υπεράσπιση της μνήμης αυτού του χώρου όσο και στην εξάπλωση της πραγματικής ομορφιάς των μαύρων ρόδων.


Χρήστος Ποζίδης
Αθήνα 9.4.2024

Παρουσίαση-Ομιλία στη Ρόζα Νέρα (13/7/21)

Ευχαριστώ την ΑΔΡΕ αρχικά, θα ξεκινήσω με αυτό, που μου δίνει την ευκαιρία να είμαι εδώ και να μιλήσω σε αυτόν τον χώρο. Είναι πολύ μεγάλη η χαρά μου που βρίσκομαι εδώ πέρα, ειδικά αυτήν την περίοδο. Νιώθω περήφανος που είμαι εδώ, που είμαστε όλοι κι όλες εδώ πέρα. Να πω και με τη σειρά μου τα χρόνια πολλά στη Ρόζα, να συνεχίζει να μεγαλώνει και να ομορφαίνει την πόλη. Όλο το εγχείρημα στον λόφο είναι πάρα πολύ σημαντικό, νομίζω το καταλαβαίνετε, για όλη την Ελλάδα και για μένα που έχω φύγει από την Κρήτη και το βλέπω και από την Αθήνα που βρίσκομαι. Καλώς ή κακώς οι προβολείς είναι στα Χανιά και ελπίζω να συνεχίζετε να φωτίζετε κι εσείς τον δρόμο πανελλήνια.
Λοιπόν, εγώ θα σας μιλήσω για το βιβλίο, για το ‘Γλωσσικό Αντάρτικο’, το οποίο εκδόθηκε τον Δεκέμβρη του 2020, από τις εκδόσεις Άπαρσις. Είναι μια συλλογή κειμένων που μιλάνε για τη γλώσσα. Ως αφορμή έχουν την επιστήμη της γλωσσολογίας και τη θεωρία της λογοτεχνίας. Είναι μια συλλογή κειμένων που γράφτηκαν επί το πλείστον στο Ρέθυμνο όπου ζούσα τα προηγούμενα χρόνια. Θα σας πω δυο λόγια γι’ αυτά τα κείμενα, για το τι πιστεύω πως είναι το πιο σημαντικό σε αυτά. Μετά θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο για κάτι επίκαιρο και από τη σκοπιά του βιβλίου, που ασχολείται με τη γλωσσολογία και τη λογοτεχνία, τι μπορούμε να αντλήσουμε από αυτές και να εντάξουμε στους αγώνες μας. Θα ήθελα αυτό να το αφιερώσω εδώ, σε όλο το εγχείρημα.
Το βιβλίο, λοιπόν, είναι μια συλλογή κειμένων, κάπως ετερόκλιτων, που στον πυρήνα τους βρίσκεται η σχέση της γλώσσας με την κοινωνία, η πολιτική διάσταση της χρήσης της γλώσσας. Όπως είπε και η Μαργαρίτα [στην εισαγωγή], μπορεί η αφορμή τους να έχει κάποιο ακαδημαϊκό υπόβαθρο, ωστόσο υπάρχει έντονα το στοιχείο της εκλαΐκευσης, της απλούστευσης. Υπάρχουν κάποια σύνθετα ή όχι θέματα με αφορμή τη γλωσσολογία, στόχος όμως είναι να παρουσιαστούν με απλό, κατανοητό, καθημερινό, τρόπο, να υπάρχουν καθημερινά παραδείγματα που να βοηθάνε στη συζήτηση. Αντίστοιχα, παρουσιάζουν ουσιαστικά όλο το εύρος της γλωσσολογίας, που σαν επιστήμη έχει πολλούς κλάδους, πολλά πεδία ανάλυσης, πάντα με παρονομαστή την πολιτική διάσταση της χρήσης της γλώσσας, αλλά δεν θέλουν ούτε να εμβαθύνουν, ούτε να καταλήξουν σε ένα πολύ αφηρημένο αποτέλεσμα. Πάντα με απλά παραδείγματα. Οι αφορμές μπορεί να δοθούν από κάποιο τραγούδι, κάποιους στίχους, κάποια τηλεοπτική διαφήμιση, πράγματα που υπάρχουν στην καθημερινότητά μας, που έχουμε έρθει σε επαφή όλοι κι όλες και μπορεί να μην έχουμε συνδέσει.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό, λοιπόν, είναι η ελαφρότητα στα είδη του λόγου, όπως και στις θεματικές. Στα είδη του λόγου γιατί το βιβλίο, όπως είπα, δεν είναι καθαρά ακαδημαϊκό, ήθελα να υπάρχει και ο πολιτικός λόγος μέσα και ο φιλοσοφικός λόγος, ο ποιητικός και κατά κύριο λόγο ο καθημερινός, παρεΐστικος λόγος. Να αναφέρω ένα παράδειγμα, με αφορμή την εξαιρετική αφίσα που έφτιαξε ο Χρήστος για τη γοργόνα και τον Μαρξ με τη βερμούδα, ένα κείμενο μπορεί να ξεκινά από ένα προσωπικό μου βίωμα, από μια περιπετειώδη αγορά βερμούδας – που ξέρετε πως είναι αυτά τα πράγματα, είναι δύσκολα – περνάμε στη λογική της γλωσσολογίας, στον Ρολάν Μπαρτ, ο οποίος έχει κάνει εκκινώντας απ’ τη γλωσσολογία μία ανάλυση της αισθητικής της μόδας, και από εκεί να φτάσουμε στη μαρξιστική φιλοσοφία και να βγάλουμε και κάτι προταγματικό. Η λογική είναι ότι υπάρχει μια ροή ευλύγιστη μέσα στα κείμενα.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι η αίσθηση του διαλόγου στα κείμενα. Μπορεί, όπως είπα, μέσα από όλη αυτήν τη διαδικασία να βγάζουν ένα πολιτικό πρόταγμα, αλλά δεν θέλω να είναι κλειστό, τετελεσμένο. Θέλω να είναι ανοιχτό προς συζήτηση. Θα δείτε κιόλας πως σε όλα τα κείμενα είναι γραμμένη η ημερομηνία που γράφτηκαν, γιατί για μένα είναι πεδία που δεν τελειώνουν, που δεν μπορούν να καταλήξουν κάπου. Όσο εξελίσσεται η γλώσσα, όσο εξελισσόμαστε κι εμείς σαν άνθρωποι, τα πεδία της γλωσσολογίας, από τη φύση της γλώσσας, είναι εξελίξιμα, ανοιχτά. Δύο χαρακτηριστικά θέματα που έχουν να κάνουν άμεσα με τον τρόπο που γράφουμε και τον τρόπο που μιλάμε είναι – όπως εύκολα μπορείτε να φανταστείτε – ο σεξιστικός και ο αντισεξιστικός λόγος, που αναφέρονται τα κείμενα προφανώς σε αυτόν με κάποιες προτάσεις που είναι φυσικά ανοιχτές, ή η χρήση των κεφαλαίων γραμμάτων στα γραπτά μας κείμενα και ούτω καθεξής.
Αυτά λίγο πολύ για το πώς είναι γραμμένα τα κείμενα. Θα ήθελα να μιλήσω τώρα ουσιαστικά για το νόημα των κειμένων, λίγο συμπυκνωμένα, γιατί είναι μια γενίκευση, όπως και να το κάνουμε, η σχέση της γλώσσας με την κοινωνία. Πώς γίνεται αυτό στην πραγματικότητα, πώς επιτελείται αυτή η σχέση; 

Λοιπόν, ένα βασικό θέμα, μια πολύ βασική αρχή σε ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης γλωσσολογίας είναι η αντίληψη για τη γλώσσα ως έναν μηχανισμό ο οποίος έχει υλικότητα. Ο τρόπος που μιλάμε, οι λέξεις μας, δεν είναι κάτι ουδέτερο, κάτι αφηρημένο, κλεισμένο σε λεξικό. Πάντοτε οι λέξεις μας έχουν υλικά χαρακτηριστικά, αντιληπτά απ’ τις αισθήσεις μας. Τώρα, όπως σας μιλάω, με τον όποιο χρωματισμό έχει η φωνή μου ή από την άλλη τα γραπτά μας κείμενα είναι ενταγμένα σε κάποιο σημείο, ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένα, είναι απτά. Η γλώσσα είναι ένας μηχανισμός που παίρνει αυτά τα υλικά στοιχεία και αυτά τα σημεία της γλώσσας φορτίζονται με νόημα, φορτίζονται με ιδεολογία. Όλοι μας και όλες μας διαθέτουμε αυτά τα υλικά, διαθέτουμε τις λέξεις, και τις νοηματοδοτούμε. Αυτός είναι ο μηχανισμός της γλώσσας: απεικονίζουμε τον κόσμο, όπως τον βλέπουμε, τον περιγράφουμε, εκφράζουμε κι εκφραζόμαστε με τα εργαλεία, τις λέξεις, βάζοντάς τους νοήματα.
Όλοι οι χρήστες μιας γλώσσας μπορεί να έχουν μια σχετική συγγένεια επειδή μιλάνε την ίδια γλώσσα, ωστόσο δεν αποτελούν ταυτόχρονα συμπαγή κοινωνικά σύνολα. Την ίδια γλώσσα μιλάνε όλες οι οικονομικές τάξεις, τα φύλα, άνθρωποι από διαφορετικές θρησκείες, άνθρωποι με διαφορετικές καταβολές, διαφορετικές επιθυμίες, διαφορετικές ανάγκες, συμπεριφορές, ιδεολογίες. Όταν πάμε να περάσουμε την ιδεολογία μας στις λέξεις συμβαίνει μια πάλη με άλλους ανθρώπους με άλλες ιδεολογίες. Τις διαφορετικές επιθυμίες και ανάγκες πάμε να τις περάσουμε στη γλώσσα. Αυτό είναι αναπόφευκτο από τη φύση του μηχανισμού της γλώσσας. Κάτι πάρα πολύ σημαντικό, θα το έχετε σίγουρα σκεφτεί όλες κι όλοι εδώ πέρα, όχι όταν πάμε να νοηματοδοτήσουμε τι σημαίνει ‘μπουκάλι’, τι σημαίνει ‘τάβλι’, τι σημαίνει ‘κινητό τηλέφωνο’, αλλά όταν μιλάμε για τις πιο κρίσιμες λέξεις και έννοιες της ζωής μας, οι οποίες τυχαίνει να είναι και οι πιο αφηρημένες, δηλαδή όταν μιλάμε για ‘δημοκρατία’, όταν μιλάμε για ‘ελευθερία’, για ‘υγεία’, όταν μιλάμε για τον ‘λαό’. Ποιος είναι ο ‘λαός’; Ακούμε πολύ για την ‘πατρίδα’. Τέτοιες λέξεις πώς νοηματοδοτούνται από όλες τις κοινωνικές τάξεις; Ποιος επιβάλει το κυρίαρχο νόημά τους; Αυτόματα, θα ήθελα να κρατήσετε σε αυτό το σημείο, ότι το ίδιο πράγμα δεν ισχύει μόνο για τις λέξεις καθαυτές, αλλά και με μια λογική αναγωγής σε οποιοδήποτε κείμενο. Κρατήστε, για παράδειγμα, τα λογοτεχνικά έργα.
Πέρα από τις λέξεις – δεν μιλάμε με λέξεις, έτσι; Μιλάμε με συνδυασμούς λέξεων, μιλάμε με προτάσεις, με κείμενα, μιλάμε έχοντας σύνταξη – ένα άλλο βασικό θέμα του βιβλίου είναι πώς μπορούμε να συνθέτουμε. Είναι πολύ κρίσιμο, ειδικά σήμερα, πάλι ξεκινώντας από τη γλώσσα κι επεκτείνοντας προς την κοινωνία, τώρα πάμε λίγο ανάποδα, μέχρι τώρα ανέφερα πώς η κοινωνία επηρεάζει τη γλώσσα, αλλά από την ίδια τη γλώσσα και τη λογική της σύνταξης μπορούμε να δούμε την αξία και τη δυναμική της σύνθεσης και της ένωσης στη ζωή μας.
Τα κείμενα του βιβλίου, με τη μορφή τους και το περιεχόμενό τους, υπερασπίζονται όπως είπα νωρίτερα την ελαφρότητα, μια ευλυγισία ανάμεσα στις ιδέες, στις λέξεις μας, μπορούμε να πούμε μια ποιητικότητα στον τρόπο που κινούμαστε στον λόγο, που σκεφτόμαστε, που γράφουμε. Αυτήν την ‘ελαφρότητα’ σαν λέξη πρέπει να την ξεκαθαρίσουμε από την αφαίρεση, από την αοριστία που πολλές φορές μαστίζει τις ανθρώπινες σχέσεις και την επικοινωνία μας. Δεν καταλαβαινόμαστε μιλώντας αόριστα: είναι ένα φαινόμενο που εμφανίζεται έντονα στις σημερινές κοινωνίες. Δεν πρέπει να γενικολογούμε τις έννοιές μας, αλλά να ελαφρύνουμε τους δεσμούς τους, τους δεσμούς μας. Ένα παράδειγμα που υπάρχει και στο βιβλίο είναι μια αναλογία – γιατί όλα τα κείμενα ξεφεύγουν από τη γλώσσα – είναι μια αναλογία με αφορμή την πόλη και θέλω να το επισημάνω αυτό το παράδειγμα γιατί το βρίσκω πολύ επίκαιρο εδώ που είμαι τώρα, με τη λογική τον αγώνα που εξελίσσεται εδώ στον λόφο. Υπάρχει μια αναλογία της δομής των πόλεών μας με τη δομή μίας γλώσσας. Το λεξιλόγιο της πόλης είναι τα κτήρια, τα μέρη, οι άνθρωποι, οι συλλογικότητες… Τι είναι αυτό που μας προβληματίζει, μας κάνει να μην χωράμε στις πόλεις; Με μια λογική αναλογίας που επιχειρώ με τη γλώσσα καταλήγω στην ανάγκη για πιο ευλύγιστες σχέσεις ανάμεσα στα σημεία. Η λύση είναι η ευλυγισία, η ελαφρότητα.
Έχοντας όμως φτάσει να μιλάμε για κάτι καθαρά κοινωνικό, ενώ το θέμα μας είναι η γλώσσα, επιστρέφω στο πραγματικό ζήτημα όλων των κειμένων που είναι η γλωσσική επιτέλεση, τα εκφωνήματα που λένε οι γλωσσολόγοι. Πώς τα εκφωνήματα είναι στην ουσία πολιτική πρακτική; Δηλαδή πώς αυτό που πραγματικά λέγεται, που λέω εγώ ή ο καθένας, αυτά που λέμε ως συλλογικότητα, που λέει η εξουσία, οι δημοσιογράφοι, οτιδήποτε, πώς αυτό είναι εντέλει μια πολιτική πράξη. Κι εδώ είναι το όλο νόημα του βιβλίου, του ‘Γλωσσικού Αντάρτικου’. Το γλωσσικό Αντάρτικο, όπως και κάθε κοινωνικό Αντάρτικο έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά – θα μου επιτρέψετε τώρα, λόγω του βιβλίου, να βάλω μπροστά το επίθετο ‘γλωσσικό’ μπροστά: το ένα, λοιπόν, είναι η ‘γλωσσική’ κριτική του υπάρχοντος και το άλλο η ‘γλωσσική’ χειραφέτηση. Όλα τα αντάρτικά, όλα τα κινήματα βασίζονται σε αυτά τα δύο, στην αποδόμηση του εχθρού, της εξουσίας, που πρέπει να ξεπεραστεί και στην ταυτόχρονη δημιουργία μιας καινούργιας, επιθυμητής οντότητας.
Ως προς τη γλώσσα. Αρχικά, για τη γλωσσική κριτική, οφείλουμε να είμαστε σε πολύ μεγάλη εγρήγορση για τις αφηγήσεις, τις επίσημες αφηγήσεις, πώς δηλαδή νοηματοδοτούνται, όπως είπαμε νωρίτερα, οι λέξεις. Δηλαδή, όταν οι εξουσίες μιλάνε για τον ‘λαό’, για την ‘ελευθερία’ ή, ένα αγαπημένο παράδειγμα για εμένα που είμαι εκπαιδευτικός, που ακούγεται πολύ έντονα, το ‘αυτόνομο σχολείο’ που λέει η Κεραμέως, το οποίο ως ιδέα, ως πρόταγμα έχει ξεκινήσει από Ισπανούς Αναρχικούς πριν από 120 χρόνια κι έχει καταλήξει να είναι η παντιέρα του νεοφιλελευθερισμού και της Δεξιάς, για όλα αυτά πρέπει να είμαστε σε μια εγρήγορση στα πλαίσια της γλωσσικής κριτικής, ώστε να μπορούμε να τα αναδεικνύουμε συνέχεια. Το ίδιο βέβαια ισχύει για τον γλωσσικό σεξισμό, ο οποίος ξαφνικά γίνεται κομμάτι της κυρίαρχης πολιτικής ορθότητας, μπαίνει στα πανεπιστήμια, στα μέσα ενημέρωσης… Δεν είναι ανακουφιστικό που χειρίζεται το θέμα του γλωσσικού σεξισμού η εξουσία, θα πω εγώ.
Το δεύτερο κομμάτι είναι η γλωσσική χειραφέτηση, η δημιουργία μιας δικιάς μας γλώσσας, η ανάγκη για ένα δικό μας λαϊκό, διεκδικητικό, αγωνιστικό ιδίωμα. Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό το πράγμα; Με τα πολύ βασικά κοινά προτάγματα που έχουμε στους κοινωνικούς μας αγώνες, στη λογική της συνδιαμόρφωσης, τη λογική της αλληλεγγύης, τη λογική της αυτό-οργάνωσης. Πρόκειται για μια γλωσσική αυτό-οργάνωση ουσιαστικά, η οποία θα έχει ως εργαλεία τη διάθεση για πειραματισμούς, μια παιχνιδιάρικη, οικεία, φιλική διάθεση, έναν συνεχή, συλλογικό, συνδιαμορφωτικό αναστοχασμό για το τι λέμε και πώς το λέμε. Και το τι και το πώς αλλά και το λέμε έχει σημασία. Το λέμε είναι πρώτος πληθυντικός, είναι το εμείς. Διαρκώς πρέπει να υπερασπιζόμαστε τα εμείς μας – γλωσσικά και κοινωνικά, απλώς το δικό μου μετερίζι είναι η γλωσσολογία, οπότε σας λέω τουλάχιστον γλωσσικά, γλωσσολογικά, να προσέχουμε τα εμείς μας, τους δεσμούς μας, από δύο άτομα και πάνω φτιάχνουμε εμείς.
Θα ξεφύγω τώρα λίγο, να μου επιτρέψετε, νιώθω ότι τα τελευταία χρόνια, με την ασίγαστη επεκτατικότητα του καπιταλισμού, πόσο μάλλον με την πανδημία, δέχονται μια τεράστια επίθεση οι συλλογικότητες, τα εμείς. Ζούμε σε μια εποχή που η κοινωνία τεμαχίζεται περισσότερο από ποτέ. Εμείς αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να επιμείνουμε στην έννοια της συλλογικότητας, στην έννοια του μαζί, στο εμείς.
Αυτά σχετικά με το κομμάτι της γλώσσας και το πώς η γλώσσα αλληλεπιδρά με την κοινωνία. Θα ήθελα τώρα να μιλήσω για το δεύτερο σκέλος, ας πούμε, του βιβλίου που η αφορμή μπορεί πάλι να είναι η γλωσσολογία, αλλά μιλάμε και για τη θεωρία λογοτεχνίας, για τη λογοτεχνία. Θα το δημιουργήσουμε μαζί. Είναι κάτι που δεν υπάρχει ακριβώς στο βιβλίο, αν και οι αφορμές και τα εργαλεία με τα οποία θα το κουβεντιάσουμε υπάρχουνε, είναι αυτά που σας ανέφερα ήδη.
Υπάρχει ένα εύλογο ερώτημα γιατί να μελετάμε τη λογοτεχνία. Γιατί να υπάρχει λογοτεχνική κριτική; Τι μας δίνει, τι μας προσφέρει ο αναστοχασμός πάνω στη λογοτεχνία; Θα ήθελα να πω δυο λόγια, πολύ συνοπτικά. Η λογοτεχνία ξεκίνησε να μελετάται με συστηματικότητα και μέθοδο, άρχισε να τείνει να γίνεται ‘επιστημονική’ μια περίοδο που συνδυάστηκε με τη βιομηχανική επανάσταση, με την άνοδο του καπιταλισμού και την άνοδο των εθνών-κρατών. Οπότε ‘μπήκε’, δημιουργήθηκε σαν μελέτη, σαν στοχασμός πάνω στη λογοτεχνία, καθαρά από τον καπιταλισμό. Ήταν κάτι πολύ σύγχρονο, πολύ μοντέρνο, για την εποχή κι έγινε καθαρά από τα πάνω. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη από τα κράτη να έχουν εθνικές λογοτεχνίες, να δημιουργούν πολιτιστικά, πολιτισμικά ιδεώδη για να τονώνουν την ταυτότητά τους. Ταυτόχρονα άρχισε να στήνεται μια τεράστια αγορά και με τη μαζικοποίηση της τυπογραφίας και με την επικράτηση του καπιταλισμού, που το κοινό που απευθυνόταν αυτή η αγορά ήταν, πολύ κρίσιμα, η μεσαία τάξη. Οπότε έπρεπε και να πουλάμε πολύ αλλά και να επηρεάσουμε την ιδεολογία στη μεσαία τάξη. Με αυτήν τη λογική, αλλά και με την άνοδο του θετικισμού, εκεί στα τέλη του δέκατου ενάτου, αρχές εικοστού αιώνα, όπου τα πάντα επιστημονικοποιούνται και απολιτικοποιούνται, ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για να φτιαχτεί θεσμικά κάτι που τονώνει τα κράτη, τις πατρίδες, την εθνική συνείδηση των ανθρώπων, πουλώντας ταυτόχρονα. Τώρα αυτό που περιγράφω μπορούμε να πούμε πως ίσως έχει περάσει λίγο ή πολύ σε άλλες μορφές τέχνης, πιο εμπορικές, στον κινηματογράφο για παράδειγμα, αλλά εκείνη ήταν η εποχή της λογοτεχνίας. Η οποία πήγαινε μονόμπαντα.
Ταυτόχρονα, με την άνοδο των κοινωνικών κινημάτων, με την άνοδο και σιγά σιγά την εφαρμογή του μαρξισμού ξεκίνησε να υπάρχει και μια άλλη μπάντα, να μπαίνει μέσα και σε αυτό το πεδίο. Από τη στιγμή που υπάρχει μια θεωρία που σχετίζεται με πολιτισμική σφαίρα, με μια αισθητική, καλλιτεχνική σφαίρα, εμφανίστηκαν στοχαστές πάρα πολύ σημαντικοί στην Ευρώπη, όπως ο Γκράμσι που μίλησε για την ηγεμονία και την ιδεολογική πάλη μέσα σε πολιτισμικές σφαίρες, αντίστοιχα πολλοί Σοβιετικοί γλωσσολόγοι, όπως ο Μπαχτίν και ο Βολόσινοφ, με τους οποίους ξεκίνησε να εμφανίζεται η άλλη όψη του νομίσματος της λογοτεχνίας. Μια κινηματική, κοινωνική όψη που την κατέστησε κι αυτήν εντέλει πεδίο μάχης. Όπως είπα νωρίτερα ότι η γλώσσα είναι από τη φύση της πεδίο αντιπαράθεσης, τώρα, σε άλλο επίπεδο, η θεωρία της λογοτεχνίας, η ίδια η λογοτεχνία, η λογοτεχνική πράξη και η λογοτεχνική ανάλυση, γίνονται πεδίο διαμάχης.
Αλλά και πάλι πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι είναι η λογοτεχνία. Γιατί αν δεχόμαστε τη λογοτεχνία ως πεδίο πάλης, γιατί δεν είμαστε όλοι συγγραφείς και ο καθένας να λέει τις απόψεις του μέσα από λογοτεχνικά έργα και να δούμε… ποιοι θα πουλάνε περισσότερο; Ποιοι θα ακούγονται περισσότερο; Σε κάθε περίπτωση, η λογοτεχνία, τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα έχουν δύο όψεις. Η πρώτη όψη θέλει ένα έργο να είναι κοινωνικό γεγονός. Εδώ έχει σημασία το ‘νόημα’ του κάθε έργου, δηλαδή είναι σημαντικό σήμερα να γραφτούν έργα που μπορεί να σχετίζονται, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, με την πανδημία, με την οικονομική κρίση, με τη στάση της εξουσίας. Με βάση αυτό, χρειαζόμαστε όντως περισσότερη λογοτεχνία κινηματικά. Από θεωρητικά κείμενα από ακαδημαϊκά, πολιτικά, φιλοσοφικά κείμενα έχουμε πάρα πολλά, χρειαζόμαστε περισσότερα στο αισθητικό κομμάτι της γραφής. Γιατί η δεύτερη όψη της λογοτεχνίας είναι η αισθητική, πάνω στην οποία πρέπει να υπερασπιστούμε συγκεκριμένες αξίες.
Οπότε εγώ θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτήν την παρουσίαση μιλώντας για αισθητικές, λογοτεχνικές αξίες, τις οποίες κάποιος που ασχολείται με τη λογοτεχνία όντως αξίζει να τις αναδεικνύει, αλλά και με πολιτικό κριτήριο. Έχοντας στο μυαλό πως ταιριάζουν στους αγώνες μας, στους κοινωνικούς αγώνες μας, και μπορούν να δώσουν έμπνευση και όραμα για τη συνέχεια.
Μια πολύ βασική λογοτεχνική αξία είναι η ακρίβεια, η σαφήνεια. Χαιρόμαστε, απολαμβάνουμε να διαβάζουμε ένα λογοτεχνικό βιβλίο όταν νιώθουμε ότι καταλαβαίνουμε απόλυτα τι θέλει να πει, όταν φτιάχνουμε καθαρά τις εικόνες στο κεφάλι μας. Αυτή είναι μια λογοτεχνική αξία. Αυτή όμως την ακρίβεια και τη σαφήνεια τη χρειαζόμαστε στους κοινωνικούς μας αγώνες, στα προτάγματά μας. Χρειαζόμαστε να είμαστε ξεκάθαροι στο λεξιλόγιό μας – με βάση και αυτά που είπα για το πώς νοηματοδοτούνται οι λέξεις, από την εξουσία και από εμάς, και το πώς εμείς χτίζουμε το δικό μας ιδίωμα, το αγωνιστικό ιδίωμα – δηλαδή όταν μιλάμε για αυτό-οργάνωση, για αυτοδιαχείριση, όταν αναφερόμαστε στο ‘κίνημα’ πρέπει να είμαστε σαφείς, να έχουμε στο μυαλό μας ακριβώς τι θέλουμε και να το εκφράζουμε. Δύσκολο ή όχι, οφείλουμε να το παλεύουμε συνεχώς.
Το δεύτερο είναι η πολυφωνία, ο πλουραλισμός. Η λογοτεχνία, τα μυθιστορήματα, είναι το κατεξοχήν είδος στο οποίο συνυπάρχουν πολλές διαφορετικές φωνές, πολλοί κι ετερόκλιτοι χαρακτήρες, μια μεγάλη ποικιλία, υπάρχει η προσπάθεια του συγγραφέα να αφαιρέσει όσο μπορεί τον εαυτό του και να αφήσει τους ήρωες να μιλάνε. Ο συγγραφέας, από τη φύση του μυθιστορήματος, έχει εξουσία απέναντι στους χαρακτήρες που δημιουργεί. Αλλά αυτό που πραγματικά απολαμβάνουμε – στο οποίο λένε πως κορυφαίοι ήταν οι Ρώσοι συγγραφείς, παράδειγμα ο Ντοστογιέφσκι – είναι όταν οι συγγραφείς αφήνουν τον εαυτό τους, θυσιάζουν τη φωνή τους για να ακουστούν πολλές φωνές. Στους κοινωνικούς μας αγώνες χρειαζόμαστε πολυφωνία, να αφήνουμε όσο περισσότερες φωνές γίνεται να μιλάνε, να λειτουργούμε προς μια μεγάλη σύνθεση. Κι αυτό όχι μόνο για τις φωνές μας, αλλά για τις ιδέες μας, για τις κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές μας. Χρειαζόμαστε ποικιλία, να μην πηγαίνουμε μονόχνοτα. Χρειαζόμαστε ένα γιορταστικό, ένα πλούσιο στοιχείο στους αγώνες μας. Ως προς αυτό, είμαι πολύ χαρούμενος με όσα συμβαίνουν μέχρι τώρα κι εδώ στον λόφο. Ελπίζω να συνεχίσει έτσι.
Ένα άλλο στοιχείο, πολύ κοντά στην πολυφωνία, είναι η ελαφρότητα που ανέφερα και νωρίτερα: η αυτοσχεδιαστικότητά μας. Πέρα από την πολυφωνία και την πολυμορφία, χρειάζεται μεγάλη αυτοσχεδιαστικότητα, ευλυγισία στις πρακτικές, στους τρόπους, στις μεθόδους μας, στις συνάψεις μας με την πόλη.
Και ένα τελευταίο, η μεθοδικότητα και η συνέπεια. Λογοτεχνικά, οι συγγραφείς μεθοδικά χτίζουν την αφήγησή τους, τον κόσμο τους, τους χαρακτήρες, τις ιδέες, με υπομονή. Το μυθιστόρημα μπορεί να περνάει κρίση σήμερα γιατί βρισκόμαστε σε μια εποχή ταχύτητας. Διαβάζουμε γρήγορα πράγματα, ανοίγουμε συνέχεια καινούργιες καρτέλες στο διαδίκτυο και δεν επιμένουμε, σπάνια εμβαθύνουμε. Αυτό χρειαζόμαστε, όμως. Όπως και στους κοινωνικούς αγώνες χρειαζόμαστε συνέπεια, υπομονή, χρειαζόμαστε μέθοδο.
Θα τα επαναλάβω επιγραμματικά. Η ακρίβεια και η σαφήνειά μας, η πολυφωνία και ο πλουραλισμός μας, η ελαφρότητα και η ευλυγισία μας, η μεθοδικότητα και η συνέπειά μας. Ελπίζω να συνεχίσουμε σε αυτό το μοτίβο. Τουλάχιστον αυτή είναι η δική μου κατάθεση. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Φωτεινή Τσέτογλου, Δύο ποιήματα

ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ ΟΧΤΩ

Μετά τη δεύτερη δεκαετία της ζωής μου ανέπτυξα τον δεύτερο ομφάλιο λώρο μου.
Σε αντίθεση με τον πρώτο, αυτός δεν κόβεται
και έχει γλυκιά γεύση.
Έχει τυλιχτεί μια δυο φορές γύρω απ’ τον λαιμό μου κατά λάθος,
αλλά έχει γλυκιά γεύση
και του το συγχώρεσα όλες.

Το όνειρο που έσπαγε η μύτη μου στα δύο μπροστά απ’ τον καθρέφτη
με έκανε να καταλάβω δύο πράγματα.
Το ένα,
πόσο δύσκολο μου είναι να κοιτάω εμένα.
Το άλλο,
ότι όσο πιο κοντά είναι κάτι στη μούρη σου,
τόσο πιο πολύ πονάει αν σπάσει.

Ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα
και πέφτω άδεια, μήπως και γεμίσω κάπως στη διαδρομή του γυρισμού.

Φέτος θα σπάσω διαφορετικά από πέρυσι.
Θα κάνω παραπάνω φασαρία και θα το μάθει όλη η πόλη.
Από τα σάλια που θα ρίξουν πάνω μου, θα διαλέξω τα χειρότερα και θα κολυμπήσω μέσα.
Μέχρι να γλιστράω τόσο που να μην ξανακολλήσω πουθενά.

Ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα
και τα γεμάτα είναι πάντοτε γεμάτα σκατά.

*

ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ

Όσο λιγότερο τόσο πιο λίγο
και όσο περισσότερο τόσο πιο πολύ.
Κάτι να κουνήσει τα γρανάζια σου
προς αποφυγή της μάλλον επιθυμητής ακινησίας.
Και σαφώς,
η λέξη που μόνο η φίλη σου τόλμησε να πει
–και με καμάρι μάλιστα–
γιατί εσύ όταν την είπες αρρώστησες και δεν γινόσουνα καλά,
μέχρι να την πάρεις γράμμα γράμμα όλη πίσω.
Το είχες πει και πιο παλιά, το πιγούνι σταμάτησες να το στηρίζεις στο παράθυρο.
Όχι γιατί δεν έχεις τι να δεις,
αλλά για να μη δεις αυτό που έχεις.
Και άλλωστε,
όσο λιγότερο τόσο πιο λίγο
και όσο περισσότερο τόσο πιο πολύ.
Και μπράβο και στη φίλη σου
και σ’ εσένα κρίμα.

*Από το teflon.wordpress.com