Άννα Αχμάτοβα, Δύο ποιήματα

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Λες νάναι κι αυτό εργασία,
η ξέγνοιαστη τούτη ζωή,
από τους ωραίους τους ήχους
να πλάθεις τους στίχους εσύ.

Κι από κάποιο χαρούμενο σκέρτσο
να γράφεις στροφές που να λεν
πως η πονεμένη καρδιά μας
και μέσ’ στ’ ανθηρά περιβόλια βογγά.

Κι ακόμα ν’ ακούσεις το δάσος,
τα πεύκα και τ’ άλλα φυτά,
όταν ομίχλη σκεπάζει
τους κάμπους και τα βουνά.

Παίρνω δεξιά κι αριστερά μου,
δεν νοιώθω καμιάν ενοχή,
λίγο απ’ τη ζωή την πλανεύτρα
κι όλα απ’ της νύχτας τη σιωπή.

*

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Έσβησε η ανεπανάληπτη φωνή του
μας εγκατέλιψε της φύσης ο συνομιλητής
Έγινε κι αυτός ζωή που δίνει στάχια
ή και ψιλή βροχή όπως το είχε πει
Κι όλα τα άνθη ης οικουμένης
ανθήσαν αντικρύζοντας το θάνατο αυτό
κι η σιγαλιά κάλυψε τον πλανήτη
που φέρει τ’ απλό όνομα της Γης

*Από το βιβλίο “Άννα Αχμάτοβα – Εκατό χρόνια από τη γέννησή της”. Έκδοση και απόδοση: Ελένη Δημητρίου, 1989.

Μιχάλης Κατσαρός, Η

Ήττα λαϊκών αρσενικών
των άνομων κι στατικών ήττα.
Τυμπανισμένοι Ναπολέοντες
μηδαμινοί στην ήττα βατερλώ
και ο Νέυ με νέα ήττα.

Ήττα παλαιά λιθική γεφυρών
με παιδικές σμίλες και έρωτες
νωπούς
με ήττα δυνατών χωμάτων
πτώση.

Όρμησε σού δίνουν ήττα
σού παίρνουν νίκη
όρμησε Ελένη των λουμπαρδιανών
για να κερδίσεις με κοντάρια
Σπάρτες και Τροίες.

Ο Νικητής ζητάει την ήττα
για την δική του νίκη.

Ο ηττημένος πάντα ηττημένος
αλλάζει θέση θεσμό και αγρύπνια
ξάνοιξε μέσα σ’ εκκλησίες
τα εξαπτέρυγα και τις μαντίλες
των ηττημένων δάκρυα.

Όρμησε τού παίρνουν τη νίκη
όρμησε εσύ η ήττα εσύ.

Ο Νικητής φτερά έχει στην κεφαλή του
και στέμματα χρυσά στο σώμα
και στέφανα στις θήκες του ψηλά
ανάβαν τα σιδερένια κανδήλια.

Όρμησε με άλογα και με φουσάτα
στο πεδίο της νίκης για πάντα.

Ωραίος ψηλός αετόματος εσύ
της νίκης το στέφανο έχεις.

Ο ηττημένος να μιλήσει να προβεί
να φωνάξει τη μάνα του να ανεβεί
Ο ηττημένος να βρει το κεχριμπάρι
φαγωμένο στα σπήλαιά σου.

Ηττήθηκε ηττήθηκε και κλαίει
ο Χριστός
και υπέρ της ήττας
της ολοσχερούς και της άλλης.

Ηττήσου παραγγέλει ο Χριστός
την ήττα του εαυτού σου
ντύσου την και ταπεινά προχώρα.

Όρμησε την νίκη των σπαθιών να πάρεις.

Ηττήσου ηττήσου ο Χριστός
σου παραγγέλει όρμησε
εσύ εδώ στη μάχη στο πεδίο
κρύψε-κρύψε τη ήττα σου
νενικημένε.

Νίκος Α. Κατσικάνης, Μαύρο αίμα

Ένα μολυβένιο σύννεφο στα μάτια
δυο σταγόνες μελάνι για δάκρυ
και δεν είναι νωρίς ποτέ για μας
αφού ο χρόνος μας προλαβαίνει
διυλίζοντας τη μαρμαρυγή του έρωτα
και τα παυσίλυπα δευτερόλεπτα
που μόνο περνάνε,
όλο περνάνε
τεθλασμένα χρονολόγια ασυμπλήρωτα.
Έλα, με του ήλιου το νέο χρυσάφι,
φίλα με πάνω σε παπαρούνες
που ματώνουν’
έχω για σένα βιβλία γραμμένα
έχω τραγούδια ψελλισμένα τη νύχτα.
Πάρε την καρδιά μου
και σπάσε της τα κόκαλα
μαζί να γιορτάσουμε του έαρος
το άναρχο σκίρτημα.
Δεν είναι νωρίς’
άκου
τα χυμώδη φιλιά των σκύλων
των πουλιών το αβαρές φτερούγισμα
είναι για σένα –
και δε σταματώ
να θρομβώνομαι από το μαύρο σου αίμα
που το δίψασα ως την αγάπη.

*Από τη συλλογή “Εγχειρίδιο μικρών θανάτων”, εκδ. Γαβριηλίδης 2017.

**Στη φωτογραφία: Marina Camargo, Letters in perspective

Μαντώ Αραβαντινού (1923-1998), Γραφή Α’

1

σαφής είναι η μνήμη εκείνης της μέρας, ασαφής παραμένει η αίσθηση, εντελώς δεν την κατέχω. Κατέχω τον χώρο.
Ο χώρος είναι ο δικός μου, γνωστός χώρος, ελάχιστα ελεύθερος, το χρώμα στο τοίχο άσπρο σπασμένο, άσπρη ήταν νομίζω όλη η κάμαρα^ απόγευμα ήταν, αυτό το θυμάμαι, αποπνικτικό και ζεστό. Αγαπημένα πρόσωπα δύο, είχαν ζήσει δύο βδομάδες στο δικό μου γνωστό λευκό χώρο.
Στην ανάμνηση ο χώρος ευρύνεται ελευθερώνει την κίνηση, πλαταίνει σε μάκρος, απλώνεται, προδίδεται λίγο.
Τα υπόλοιπα χάνονται στο ασαφές και εναλλασσόμενο γύρισμα επιθυμίας, ζέστης πολλής, υγρασίας, αφής.
Επιθυμία είναι κυρίαρχη αίσθηση,
Υπάρχει ακόμα κλίμα ευεξίας^ μάλλον υπερδιέγερση ευεξίας και καλύπτει μόνο τον ένα, ενώ ο άλλος παραμένει στην άκρη του κύκλου, μόλις, αμυδρώς φωτιζόμενος, ωστόσο υπάρχων, κατ’ αυτό το ποσοστό της συμμετοχής συμμετέχων^ ίσως διαστάζων, σαφώς υπολειπόμενος του άλλου.
Στο κέντρο του δεύτερου κύκλου βρίσκω ξανά και του δύο, το ίδιο σκληρά φωτισμένους, σε ισοδύναμο πάθος, στην πιο πλήρη γνώση του σώματος που στο ρυθμό τους συμπλέκονται τέλεια.
Εν μέρει υποψιασμένοι, πιθανώς έκπληκτοι^ παραμένουν στο εκτυφλωτικά φωτισμένο κέντρο του κύκλου, αισθησιακοί και αναμένοντες.
Αυτό δεν θα αλλάξει^ είναι σαφής η ανάμνηση.
Η αίσθηση πάλι διαφεύγει της μνήμης. Σύντομα θα περάσω στο τρίτο και τέταρτο κύκλο.Απαιτώ την ακριβή αίσθηση. Ξαναρχίζω.
Ζεστό απόγευμα, καλοκαίρι, επιθυμία, διακεκομμένη αφή, έρωτας. Στην επιστροφή της η μνήμη και τώρα αφήνει οξύτατο πόνο.
Κυριαρχώ της αισθήσεως. Μνήμη και γεγονός απολύτως ταυτίζονται. Εμπεριέχω τον άλλον.
Εγκλείω τον άλλον στην πλήρη παραδοχή του, η παραδοχή του καθορίζει την αίσθηση, η εκ των προτέρων ανεπιφύλακτη παραδοχή του, στην υποψία καθώς και στην άρνηση, στην προσφορά και κατάφαση. Παραδοχή, είπα και είμαι σαφής, όχι ταύτιση αγαπημένου, ιδιαιτέρως αγαπημένου προσώπου.Συγκεκριμένου προσώπου του υπαρκτού/Συγκεχυμένης, πιθανώς αβεβαίας, εν πολλοίς παραμορφωτικής μυθολογίας, όμως εκ των προτέρων παραδεδεγμένης και απολύτως χαριστικήςΕν τέλει αγαπημένης μυθολογίας. Ιδιαιτέρως αγαπημένου προσώπου.
Αυτό καθορίζει την μνήμη, αυτό καθορίζει την αρχή, όχι το τέλος της ιστορίας.
Αυτός ήταν ο χώρος και οι άνθρωποι δύο, και ο λόγος ο μεταξύ τους υπαρκτός, ευρύς, αναγκαίος, όπως εγγράφεται σε έρωτα, με διάρκεια μεγάλη.Και οι δύο εξ ίσου το νόμιζαν.
Ο τρίτος κύκλος κατέχει στην μνήμη μικρότερο χώρο. Τον χώρο ακριβώς μόνου και όρθιου ανθρώπου που ψάχνει κάτι στην μέση της κάμαρας. Είπα μόνο ανθρώπου.
Η υποψία τομής που θα διχάσει τον κύκλο και την ανάμνηση, αποπέμπτεται αδίστακτα, δεν υπάρχει ακόμα κανένας ιδιαίτερος λόγος.
Εκτός απ’ το ειδικό βάρος στην αίσθηση, πουθενά δεν αισθάνομαι να υπάρχει εγκοπή, πλατειασμός ή έστω και χάσμα. Το ειδικό βάρος στην αίσθηση ενοχλεί την αντίληψη των υπολοίπων πραγμάτων.
Επανέρχομαι στο τρίτο μικρότερο κύκλο, αποφασισμένη να εξακριβώσω τις ακριβείς του διαστάσεις. Εδώ κατέχω πλήρως την μνήμη και καθόλου την αίσθηση.
Ξαναβρίσκω το δικό μου γνωστό ελεύθερο χώρο, το άσπρο σπασμένο των τοίχων, τον άνδρα της κάμαρας γυμνό με πλούσια άσπρη περούκα.
Βλέπω τον τρίτο κύκλο μέσα από ένα γυάλινο μάτι.
Στο κύκλο υπάρχει δυλισμένος αέρας και δεν απέμεινε χώρος για ερωτηματικά, αμφιβολίες ή τύψεις. Στον κύκλο δεν υπάρχει αέρα, υπάρχει όμως πεποίθηση και πλήρης βεβαότης. Το γυμνό σώμα του άνδρα το καλύπτουν ωραία φτερά παγωνιού.
Ο χώρος ηυξήθη σε έκταση, εγώ όμως έχασα τις αληθινές του διαστάσεις.
Ο άνδρας κερδίζει σε απόσταση, ματαιοδοξία και έπαρση. Χάνει τα ακριβή μέτρα του κύκλου, καλύπτει όλο τον χώρο, ερωτά, απαντά, απαιτεί, εξηγεί, επανέρχεται στην προηγούμενη λέξη, κατακρίνει, διδάσκει, ειρωνεύεται, απομακρύνεται από το κέντρο της αίσθησης, απομονώνεται στο κέντρο του κύκλου.
Ο τρίτος κύκλος είναι όλος δικός μου. Στα υπόλοιπα ο ρυθμός καθόλου δεν άλλαξε^ τα χέρια μόνο του άνδρα ξέχασαν την πρώτη τους κίνηση. Ξαναβρήκαν την κίνηση.
Γεγονός δεν υπάρχει. Το γεγονός αν υπάρχει δεν έχει εγγράψει στην μνήμη κανένα σημείο. Το γεγονός υπάρχει στην αίσθηση. Η αίσθηση είναι γεγονός. σ’ αυτήν βρίσκω πλήρη και ακριβή σηματογραφία.
Ο τρίτος κύκλος δεν διχοτομήθηκε. Στο τρίτο κύκλο υπάρχει ευρύτατο άνοιγμα.
Περνώ ευκολότερα στον τέταρτο κύκλο.
Ο τέταρτος κύκλος κυριαρχείται από φόβο, από την απουσία του άλλου και την γεύση του φόβου. Το ένα του τμήμα καλύπτεται με πηχτή λευκή ασβεστώδη ουσία. Το άλλο τμήμα του κύκλου ογκούται από θριαμβευτική μεγαλοστομία και ογκώδη παράνοια.
Το θριαμβεύον τμήμα του διχοτομημένου τέταρτουΚύκλου έχει στο κέντρο ένα και μόνο πυρήνα. Πυρήνα κυττάρου. Κυττάρου διαφορετικού σε ουσία. Παραδοσιακώς μόνον υπάρχοντος. Κυττάρου ουσιαστικώς αντιπάλου. Καταχρηστικώς παραδεδεγμένου. Κυττάρου σφετεριστού εξουσίας. Κυττάρου μη επιτρέποντος καμμιά άλλη πραγμάτωση πλην της αποκλειστικά ιδικής του. Κυττάρου αποκλείοντος εκ των προτέρων στο διάλογο. Κυττάρου επί αιώνες θρεμμένου με παρδαλές συρραφές υπεροχής και εξουσίας του μύθου.
Στην ανάμνηση μπλέχτηκε η γεύση η τωρινή η άλλοτε. Ασαφώς διαγράφεται όλη η περιοχή του δικού μου χώρου.
Οι όγκοι διαλύθηκαν^ πιθανώς δεν υπάρχουν .
Ο θόρυβος του ανεμιστήρα στη γωνιά του χαρτιού που ξεφεύγει, εντείνει την στιφή γεύση μετάλλου γύρω απ’ τα δόντια.

2
η μαρτύρια είναι προδοτική. Η ανάμνηση όχι. Η αίσθηση αμβλύνεται^ ο χώρος πλαταίνει. Ο χρόνος δεσμεύεται.Ο πόνος παραμένει ο ίδιος. Η αίσθηση διαφεύγει ακόμη των πραγμάτων.Η αίσθηση το βράδυ εκείνο. Η αίσθηση δεν καλύπτει τον χρόνο.
Η μνήμη αριθμεί χρόνια δύο. Ο πόνος καλύπτει τον χρόνο. Ο τωρινός άμεσος πόνος. Η αίσθηση είναι χωρίς μνήμη, η αίσθηση είναι χωρίς χρόνο. Το ίδιο στο όνειρο εκείνο, του κίτρινου μπεζ χρώματος. Του χωρίς αέρα ονείρου. Του αχανούς και ατέρμονος. Η ίδια γεύση της άμμου.
Γεύση θανάτου. Γεύση απόντος.
Γεύση γνωρίμου απόντος.Θα τον εύρισκα στο κίτρινο μπεζ ατέρμονα χρόνο.Έτσι άρχισε το όνειρο, κι αυτή ήταν η γεύση, στο όνειρο μέσα πονούσα, στο χρώμα δεν μπορώ παρά να επιμένω. Η αρχή και το τέλος.
Ήταν λοιπόν ένα κίτρινο μπεζ θαμπό , ανύπαρκτο χρώμα. Δεν ήταν χώρος^ ατέρμων επαναλαμβάνω. Πουθενά δεν έβλεπα τέλος.
Εγώ αίσθηση πραγματική και σαφώς πεπερασμένη. Εγώ που εκ των προτέρων γνωρίζω, πριν αρχίσει το όνειρο, το θάνατο και τον Απόντα. Ο Απών και ο θάνατος εξ ίδιων καθορισμένοι.
Τον χώρο, την γεύση της άμμου, την έλλειψη χρώματος, την ερημιά, όλα εκ των προτέρων τα επεδίωξα, τα δέχτηκα και τα ηθέλησα. Τον θάνατο και τον Απόντα. Όλα επαναλαμβάνω τα γνώριζα και τίποτα δεν περίμενα, όπως δεν περιμένει ο κόκκος της άμμου, όπως δεν μπορεί να φοβάται ποτέ η άσπρη λειχήνα. Που ξαφνικά απέκτησε μνήμη και μαζί με την μνήμη την γεύση του πόνου. Όλες οι άλλες ιδιότητες της άσπρης λειχήνας εντελώς τις κατέχω^ ακόμα εμπεριέχομαι και εμπεριέχω την άσπρή λειχήνα.
Κατέχω την μνήμη, την τωρινή και την άλλοτε.
Αυτήν που αφορά και τις δύο, τον Απόντα και μένα. Επίσης αυτό το ασφαλές και συγκεκριμένο.
Ο Απών κινείται στον χώρο. Πουθενά δεν διαγράφεται. Εν τούτοις υπάρχει κάπου πλησίον. Απ’ το όνειρο εξέλιπε η αμφιβολία.
Αναζητώ τον Απόντα.
Απαιτώ την εύρεσή του. Εγώ η χωρίς καμμιά υπόσταση, εγώ η χωρίς άλλον όγκο παρά αυτόν, της άσπρης λειχήνας, μέσα στο μπεζ κίτρινο ατέρμονα χρόνο.
Κατοικείται ο χώρος από χιλιάδες πολλές παρουσίες. Ο χώρος παραμένει ατέρμων.
Παρίσταμαι, δεν διαγράφομαι σε σχήμα.Κανείς, δεν διαγράφεται στο ασχημάτιστο χρώμα.Ο Απών είναι πλησίον.Ευρέθη. Αυτό το γνώρισε πρώτη η μνήμη της άσπρης λειχήνας. Ο χώρος είναι ιδιαιτέρως οικείος. Αγωνιώδης, εφιαλτικός και οικείος, μισώ την υπόστασή μου εκείνη την πρώτη.
Μισώ την μορφή της λειχήνας. Απαιτώ να υπάρξω στην μορφή μου την άλλη. Την μορφή που ο Απών καθορίζει. Την μόνη που ίσως ακόμα θυμάται.
Την πρώτη μορφή μου, όχι αυτήν της λειχήνας. Ο Απών ελέγχει, νομίζω ακόμη την μνήμη. Η αγωνία ογκούται, ο Απών είναι πλησίον, σχεδόν τον αγγίζω.
Αγνοώ την μορφή μου.Αποκτώ κινήσεις πνιγμένου. Διαγράφω αόρατος κύκλους.Αιωρούμαι στο χώρο.Διαπερνώ τις μορφές χωρίς ύλη.Αποκτώ την πλήρη μορφή μου.
Ο Απών είναι πλαισιωμένος από δύο σιλουέττες, σε απόσταση, τεσσάρων βημάτων. Η κατεύθυνση, η δική μου ευθεία συγκλίνει με αυτήν του Απόντος. Η αμφιβολία η πρώτη. Ο Απών δεν ελέγχει. Ο Απών δεν κατέχει καμμιάν, απολύτως καμμιάν μνήμη. Αποκλείνω της ευθείας της μνήμη. Εμπίπτω στη γραμμή τη δική του, γραμμή του Απόντος.
Εγώ στην πλήρη τώρα μορφή μου, εκείνη την άλλη, τη μορφή και των δύο. Ο Απών είναι έμπλεως ύλης. Ο Απών έιναι ακραιφνής παρουσία. Ο Απών εστερήθη της μνήμης.
Τα δύο πρώτα γράμματα του ονόματος μόλις συνδέω, μόλις ψελλίζω. Τώρα προδίδω. Ψευδής μαρτυρία.
Δεν άκουσα, δεν είδα, δεν ήταν. Ήταν μόνο η ερημιά και ο ατέρμων ο χρόνος. Ο Απών αρνούμενος πάσα μνήμη. Ο Απών αρνούμενος τον άμεσο χρόνο. Ο Απών με ηρνήθη. Όχι, εκ των προτέρων ήταν καθορισμένος ο κλήρος. Ο Απών δεν ηρνήθη.

3
μετακινούμαι κρατώντας στο λαιμί την πάλευκη μπέρτα του οίκου, σημείο καλύψεως. Σήμα του οίκου.
Πρόσωπα ιδιαιτέρως χλωμά με αβέβαιο περίγραμμα τοποθετημένα σε επάλληλους κύκλους, παραμένουν ώρες ακίνητα, ατενίζουν την γραμμή των κατόπρων. Το δέρμα των προσώπων αβρό, τεντωμένο προσεκτικά στις γωνίες, κρύβει πονηρά και καλαίσθητα τους τρέμοντες γηρασμένους ιστούς του. τα πρόσωπα που δεν τα γνωρίζω αποπνέουν μυρωδιά από φράουλα και ξυνισμένο αγγούρι. Χαμογελώ στα διπλά περιθώρια των επαναλαμβανόμενων κατόπρων και στα ολόσωμα πορταίτα των γυμνών καλλονών που καθορίζουν τα όρια του χώρου. Τα πρόσωπα παραμένουν ακίνητα με προτεταμένην την γραμμή του λαιμού τους. Τα χέρια των Χερουβείμ μαλακά και ευαίσθητα μετακινούνται με γρηγοράδα πουλιών, πολλαπλασιάζονται στις γραμμές των κατόπρων. Στην παραμικρή μετακίνηση η άψογη γραμμή του λαιμού αναδιπλώνει τους τρέμοντες γηρασμένους ιστούς του. τα δάκτυλα επανέρχονται φυλακίζουν την γραμμή του λαιμού, ελαφρύνουν την πίεσι, κατεβαίνουν ως την καμπύλη του στήθους, χαϊδεύουν την χλώμη τρέμουσα σάρκα.
Απαιτώ απ’ τα Χερουβείμ, που τεχνικά με μαλάζουν την ίδια αβρότητα που συνήντησα στα περιθώρια των επαναλαμβανομένων κατόπρων, την ίδια αρωματισμένη με φράουλα μάλαξι. Η μάλαξι προχωρεί σε απολύτως ευαίσθητα κέντρα.
Ικανοποιημένη, ασφαλής και περίπου ιστότιμη, απολαμβάνω την ροζ ευδαιμονία του οίκου και την παχειά μυρωδιά της ώριμης φράουλας.
Ήταν αποσπασματικοί, τρίτης φιλολογίας ψιμμυθίων και ευγενών εσωρρούχων, γλώσσας περίπου άγνωστης , ερμητικής και απορρήτου, πανικοβάλλει την ακοή και την μνήμη μου.
Λάουρα… Λάουρα. Άουρα Λαύρα… Λόρο Λάουρα Λαύρα, Λόρο, Λάουρα, Άουρα Λάουρα Λόρο Όρο Άουρα Λαύρα ΛαουραΑουραΛαύρα. ΛορόΛαϊ ΛαϊΛοροΛαούρα…
Τα πρόσωπα των γυναικών μετατίθενται στα περιθώρια των επαναλαμβανομένων κατόπρων. Ψιθυρίζουν Λάουρα. Προφέρουν Λάουρα. Επιμένουν Λάουρα, Τα Χερουβείμ έψαλλαν Λάουρα. Ψελλίζω Λάουρα, προσπαθώ Λάουρα, Επαναλαμβάνω Λάουρα, Χαμογελώ Λάουρα. Τα Χερουβείμ έφερα πρώτα το μήνυμα, πλήθος μηνύματα απ’ όλες τις Λάουρες σ’ όλες τι Λάουρες. Μετακινούμαι κατά την φορά των κατόπρων. Τοποθετούμαι στην γραμμή των γυμνών ολόσωμων πορτραίτων. Δοκιμάζω Λάουρα. Συλλαβίζω Λάουρα. Ψελλίζω Λάουρα. Αρθρώνω Λάουρα. Κραυγάζω Λάουρα., ‘Απθρα. Λαύρα.
Οι άντρες σταυρώνουν τα πόδια, σε μια κίνηση ιδιαιτέρως αβρή που πολύ μου αρέσει, τα πόδια των ανδρών πιάνουν ελάχιστο χώρο.
Είναι επίσης ο δρόμος. Αυτός υπάρχει έξω απ’ το χώρο. Συνεχής πυκνός στο ρυθμό του, ακολουθεί την τροχιά την δικιά του, αυτή των Προ – πο, του εσπρέσσο του Νάκυ. Επικρατεί μυρωδιά από φρέσκο κρεμμύδι, συνδυασμένη με καφέ και σουβλάκι. Σιωπώ και ακούω. Ο ρυθμός, η απλυσιά, η νοσταλγία του δρόμου.
Στο χώρο με τον κίτρινο ήλιο και τις κόκκινες βελουδένιες κουρτίνες, εκεί που τώρα υπάρχω, διαπιστώνω νοσταλγία φωτός στους τρεις αγνώστους άνδρες. Ψεύδος, τους άνδρες δεν τους γνωρίζω.
Είμαι καθισμένη στην άκρη του χώρου, βλέπω τους τρεις αδύνατους άνδρες κατά το ημίσυ μόνο.Καθέτως το ήμισυ.Κάθονται σε τρία χωριστά καφετιά τετραγωνισμένα τραπέζια/Η διάταξη ανδρών και αντικειμένων είναι μόνον κατά μήκος εμού και του χώρου.Παρακολουθώ και εποπτεύω. Ο δρόμος απαιτεί συνεχή κίνηση.Ο χώρος ο εντός, στοιχειώνει την κίνηση. Ο δρόμος έχει αέναη κίνηση. Στο χώρο η κίνηση καθηλώνεται.
Τα μισά πρόσωπα των αντρών μου αρέσουν. Είναι χλωμά με μαύρο μουστάκι, φορούν κίτρινα μυτερά μοκασίνια. Δεξιά μου κινείται ρυθμικά η κόκκινη βελουδένια κουρτίνα. Ακουμπά στο βρώμικο κίτρινο τοίχο.
Ο χώρος δεξιά μου είναι αβέβαιος, οδηγεί σον εξώστη. Πρόβλημα 2.
Οι άνδρες δεν καπνίζουν, δεν πίνουν, δεν μιλούν μεταξύ τους, κυττάζουν ίσια μπροστά τους.
Πάνω σε κάθε τραπέζι υπάρχουν βάζα με ψεύτικα ροζ πλαστικ λουλούδια. Η κουρτίνα δεξιά μου αλλοιώνει τον ρυθμό εκατοντάδων βημάτων.
Κινούμαι σε παράλληλη γραμμή με τους άνδρες. Διασχίζω κατά μήκος τον χώρο. Περνώ μπος από τους τρεις αγνώστους άνδρες. Καπνίζω. Βλέπω το υπόλοιπο κάθετο ήμυσι του προσώπου τους. Οι άνδρες φορούν αδιαφανείς νάυλον μάσκες.
Επιστρέφω, καλύπτω τον χώρο στο παράλληλο μήκος. Σταματώ ανάμεσα από δύο κατειλημμένα τραπεζάκια. Απ’ το τζάμι διακρίνω το δρόμο, βλέπω τον δρόμο. Ο ήχος από τα τρένα των τρόλλεϋ πέρασε πάνω απ’ τα πέταλα έσπασε πάνω στα ροζ πλαστικά λουλούδια.
Ο δρόμος εστερήθη των ήχων. Ο χώρος εστερήθη των ήχων. Ο αέρας του χώρου εκενώθη των ήχων.
Το δάπεδο του χώρου εκαλύφθη από διαφανή νάυλον φύλλα. Βουλιάζω.
Ώρα 2.30 περνώ στον αβέβαιο δεξιά ευρισκόμενο χώρο. Στο χώρο της κόκκινης βελουυδένιας κουρτίνας. Ακουμπώ στο βελούδο. Μυρίζει τσιγάρα και σκόνη.Ββρέθηκα στο σκοτάδι της κόκκινης βελουδένιας κουρτίνας. Περπατώ στο επικλινές του διαδρόμου. Είμαι στο εξώστη κινηματογραφικής σάλλας. Σκοντάφτω. Δεξιά μου υπάρχουν πολλές άδειες θέσεις. Ησυχία. Σκοτάδι. Πιθανόν και ασφάλεια. Κυττάζω ίσια μπροστά μου.
Ψεύδος με ενδιαφέρουν όλα τα γύρω.Ψίθυροι, χαρτιά τσαλακωμένα πετιούνται, μυρωδιά από κρεμμύδι και λίπος^ ξανά το σουβλάκι.Στο λαιμό μου έχω τη γεύση του λίπους. Καταπίνω. Το σκοτάδι διακόπτεται μόνο για λίγο.Τρίζουν καθίσματα πίσω από μένα. Κάποιος μετακινείται. Αποστώμαι για λίγο, παρακολουθώ ίσια μπροστά μου.Οι τριγμοί των καθισμάτων αυξάνουν. Κάποιος ανάβει λαθραία τσιγάρο. Μπροστά ου κάθονται δυο νέα αγόρια. Μετακινούνται. Αλλάζουνε θέση, στο τέλος βολεύονται μισοξαπλωμένα.Η θέση δεξιά μου δεν είναι πια άδεια.Αριστερά του διαδρόμου, στην σειρά το δική μου περίπου, μια κοπέλλα με πράσινη φούστα ακουμπάει και τα δύο πόδια στην ράχη της καρέκλας που είναι μπροστά της.Συνήθισα εντελώς στο σκοτάδι. Βλέπω το ύψος της κάλτσας, το μηρό της κοπέλλας και την πράσινη φούστα. Το αγόρι που κάθεται μπρός από μένα σκύβει κάτι να πάρει κάτι από χάμω. Αισθάνομαι μια μικρή κίνηση πλάι και δεξιά μου. Παρακολουθώ ένα χέρι που χαϊδεύει τον μηρό της κοπέλλας, βλέπω τα πόδια της σ’ όλο το μάκρος. Διαπιστώνω πως είναι το δικό της το χέρι.Το αγόρι που ψάχνει Δε βρήκε τίποτε κάτω. Απ’ τη γωνιά που το βλέπω, το πρόσωπό του είναι στενό, τραβηγμένο. Δεν ψάχνει τίποτα γύρω. Κυττάζει της κοπέλλας τα πόδια.Ο σύντροφός του πλάι κοιμάται.
Η καρέκλα δεξιά μου κουνιέται αργά και αβέβαια. Ο άνδρας δεξιά μου είναι μονόχειρ. Το πρόσωπο του αγοριού μοιάζει ενοχλητικά γηρασμένο.
Το σκοτάδι αυξάνει και οι μονοσύλλαβοι ψίθυροι επίσης. Διακρίνω καλά την σειρά αριστερά και δεξιά μου. Σηκώνομαι. Όρθια αντικρύζω όλο τον χώρο.Υπάρχουν άδειες καρέκλες και μονόχειρες άνδρες. Τα μάτια των ανδρών δεν γυαλίζουν. Τα μάτια των ανδρών δεν με βλέπουν. Τα μάτια των ανδρών είναι άδεια. Δεν υπάρχει η κοπέλλα με την πράσινη φούστα.
Είμαι μάρτυρας μοναδικό του φύλου μου. Μάρτυρας μοναδικός και αυτόκλητος. Μάρτυρας αδιάφορος. Μάρτυρας μόνος. Μάρτυρας που δεν εζητήθη. Μάρτυρας που δεν ερωτήθη. Ο Μάρτυρας εμποδίζει την θέα. Να φύγει ο Μάρτυς.
Περνάω ξυστά απ’ την κόκκινη βελουδένια κουρτίνα., ξαναβρέθηκα στο χώρο με τον κίτρινο ήλιο. Ο χώρος είναι ολότελα άδειος κατεβαίνω επτά σκαλοπάτια. Ο δρόμος είναι γκρίζος και άδειος. Ο δρόμος είναι πλατύς και ωραίος.Ο δρόμος είναι άδειος κτιρίων. Ο δρόμος δεν κατοικείται. Ο δρόμος είναι άδειος ανθρώπων. Ο δρόμος είναι μόνο δικός μου.

*Σχετικός σύνδεσμος: http://www.poiein.gr/2006/06/08/iaioth-anaaaioeiiy-1923-1998-anaoth-a/

Γιάννης Πετράκης, Τρία ποιήματα

ΜΙΣΓΑΓΓΕΙΑ

Στου βιβλίου τη μισγάγγεια μπορεί να βρεις κρυστάλλινο νερό να ξεδιψάσεις. Όμως, συχνά βούρκο θα βρεις και θα βουρκώσεις κι άπειρα απορρίμματα σωρούς και θα απορήσεις. Κι άλλοτε πάλι αυτόπτης θα ‘σαι όταν μπάζα αξεδιάλεχτα τις λέξεις φορτηγά θα ξεφορτώνουν, ενώ πιο πέρα τα ερπυστριοφόρα των οικοπεδοφάγων της λογοτεχνίας αμετροεπώς θα μαρσάρουν την κακοφορμισμένη αυταρέσκειά τους.

*

ΔΕΙΞΕ ΜΟΥ

Δείξε μου τις νύχτες σου, να σου πω τα όνειρά σου. Κι ακόμα, αν θες, δείξε μου τους φόβους σου, να σου πω για τις πληγές σου. Αν μου δείξεις και τα πάθη σου, θα μπορώ να σου μιλήσω σε χρόνο μέλλοντα. Σε χρόνο μέλλοντα συντεκεσμένο.

*

Ο ΠΟΛΙΤΕΥΤΗΣ

“Η λήθη είναι που κάνει τους ανθρώπους ηλίθιους”, είπε σε μιαν αποστροφή του λόγου του ο πολιτευτής και προχώρησε προς την αίθουσα υποβολής υποψηφιοτήτων.

*Από τη συλλογή “Ηλιόλουστο Χάος”, ΑΩ Εκδόσεις, 2023.

Δημήτρης Α. Δημητριάδης, Τρία ποιήματα

ΠΝΙΓΜΟΣ

Κάθε φορά που φεύγω από μέσα μου
νιώθω αιχμάλωτο πουλί
φύλλο στον τρελαμένο άνεμο.

Πιάνω σχοινί για να σωθώ
δε σώνομαι
πιάνω γραφή να γράψω
και ξεγράφεται

ένας πνιγμός
δε μ΄ αφήνει ν’ ανασάνω.

*

ΜΑΖΙ ΣΟΥ ΜΑΥΡΙΖΕΙ ΚΙ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ

Τι μέρες παράξενες
δρόμοι κουβάρι
βήματα χωρίς ίχνη
λόγια που τινάζονται στον αέρα.

Άλλαξε ο εαυτός πετώντας ανέμελα
και δεν το παίρνεις χαμπάρι.

Μιλάς
και μαυρίζεις αργά-αργά στα μαλλιά
στα χέρια
στο πρόσωπο
μαζί σου μαυρίζει κι η ψυχή μου.

*

ΞΑΝΑΡΧΙΖΩ

Ξοδεύοντας ότι μου απόμεινε
λέω να τελειώνω εδώ με τα ποιήματα
τα πεζά
την αλήθεια που πονά
την τρέλα που με ζώνει

μα δεν μπορώ
κάπου βαθιά
μια καινούργια αρχή θέλει να σηκωθεί
μια μικρή σπίθα μου κλείνει το μάτι

κι απ’ τα ερείπια της φωνής μου ξαναρχίζω.

*Από τη συλλογή “θύλακες”, εκδ. 24γράμματα 2022.

Δημήτρης Βούλγαρης, Ένα χαλίκι στη σκέψη του κοιμισμένου

Σκέφτομαι
Σημειώματα ενός περασμένου καιρού
Ένα παρθένο δάσος χωρίς πανίδα
Τα παιδιά που δεν ζουν
Τα αφόρετα παπούτσια σε αποθήκες στοκατζίδικων
Τα σπασμένα παιχνίδια στις χωματερές
Το δέρμα μου που φεύγει
Το δικό σου που επιμένει πάνω μου.
Σκέφτομαι ακόμα
Τη στοίβα με τα αδιάβαστα βιβλία
Τα μακάρια αδέσποτα που αλυχτούν
Τα τόσα ονόματα
Τις ζεστές μέρες του παρελθόντος
Τα φαγωμένα νύχια των νευρωτικών
Τους ανόητους καυγάδες
Τα αδιέξοδα πρωινά
Τις αιώνιες καούρες
Τις εκρηκτικές συναυλίες
Τους ανεμπόδιστους αποχωρισμούς
Τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες
Τα γέλια των μεθυσμένων
Τα όνειρα των φοιτητών
Τις προσδοκίες των πατεράδων
Τα μετέωρα απογεύματα των Κυριακών.
Σκέφτομαι και τις αχνοφώτιστες κουζίνες
Τα μισοτελειωμένα ποιήματα
Τα ιδρωμένα σεντόνια των ξενοδοχείων
Τα φαντάσματα των τρελών
Τα επαρχιακά καφενεία
Τις αλλαγές των εποχών
Τις αναπάντητες κλήσεις
Τους σταθμούς των τρένων
Τις γυναίκες που έφυγαν
Και τους άντρες που χάθηκαν
Τα μυαλά που επιμένουν
Τα λόγια που ξεχάστηκαν
Τη θάλασσα των πνιγμένων
Την καρδιά που συνεχίζει να χτυπά
Τη σκόνη σε έναν χαμένο ορίζοντα.
Σκέφτομαι μια γέννα.
Σκέφτομαι το τίποτα
Που ακτινοβολεί
Και ξεβράζει από μέσα του τον κόσμο
Σαν ένα μπερδεμένο παιδί σε σώμα γέρικο.
Σκέφτομαι πως
Μήτε θ’ αρχίσει ή θα τελειώσει
Κι εμείς παλεύουμε μανιωδώς με την κρεμάλα
Ν’ αγκιστρωθούμε σε ένα τώρα άφταστο
Εδώ
Που όλα είναι επιεικώς δανεικά και ρημαγμένα.

Πασχάλης Κατσίκας, Τρία ποιήματα

ΟΙ ΘΛΙΒΕΡΟΙ ΧΕΙΜΩΝΕΣ

Δένουν με κάτι σύρματα τα χρόνια
εμπρός σ’ έναν καθρέφτη
με μαύρο μίνιο βάφουν τα μαλλιά
Όμως τα σύρματα σκουριάζουν
Μπαίνουν βαθιά στα μάγουλα
Δεν τριγυρνούν πια στο κρεβάτι τα φιλιά
Κ’ οι πεταλούδες που έσπρωχναν
τα σώματα στον έρωτα γίνονται νυχτερίδες
να σκεπάσουν το φεγγάρι

*

ΝΕΚΡΑ ΠΛΟΙΑ

Με κάθε ρουφηξιά πυρώνει
το βλέμμα σου στα δάχτυλα
Το τραγούδι μου γλιστρά
Πίσω απ’ την ομίχλη γαντζώνεται
σε φτερούγες αποδημητικών πτηνών
Οι νεφέλες στενάζουν
Λικνίζουν τα νεκρά πλοία
Κι εσύ, σ΄ ένα λιμάνι χιονισμένο,
σφυρίζεις τον σκοπό
που πέφτει από τα δέντρα

*

ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΟΥΛΙΑ

Μια ζοφερή νύχτα ονειρεύτηκες κόκκινα πουλιά
μέσα σε παραλήρημα
σκέπασαν άξαφνα με κρότους έναν ακάνθινο ουρανό

Από τότε κοιμάμαι μ’ εκείνα τ’ αγκάθια
καρφωμένα στον φάρυγγα
ουρλιάζω στα φλαμίνγκο σου ν’ αποδημήσουν.

*Από τη συλλογή “Τα κόκκινα πουλιά”, εκδ Δρόμων, 2022.

Giampero Neri, Φιγούρα

Στο αποδώ κομμάτι του χωραφιού
δίπλα από την ξυλαποθήκη
ανέβαινε ψηλά μια φιγούρα αδιευκρίνιστη,
κάτι σαν κηλίδα μαύρη, σκοτεινότερη όμως
μες στης εσπέρας το μούχρωμα,
κι έμοιαζε σκυλί που πάνω στις στέγες
πέταγε.

*Από το βιβλίο “Τα μάτια σου δυό πυροβολισμοί στα τυφλά – Αναγνωστικό υπερρεαλιστικών ποιημάτων”, εκδ. Ρώμη, 2019. Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Γιώργος Κοζίας, Η καρδιά κυνηγάει εντελβάις

Πέρασε ὁ ἄνθρωπος
ποὺ πουλοῦσε τὸ Αἰώνιο Λουλούδι.
Κοίταξε τὸ ἀπέραντο πλῆθος,
ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά,
ἐργάτες ὑπαλλήλους, κερδοσκόπους…

Πῶς τὴν μεγάλη, τὴν θορυβώδη
συνάθροιση νὰ ἐξηγήσει
μὲ βλέμμα ταπεινοῦ πραγματευτῆ;

Ἕνα ἀγόρι φιλοῦσε ἕνα κορίτσι.
Γιατὶ μόνη ἡ καρδιὰ δὲν μποροῦσε.
Γιατὶ ἔρημη ἡ καρδιά μας κυνηγάει.

Πέρασε πάλι αὐτὸς ποὺ διαλαλοῦσε:
«Ἐντελβάις, τὸ Αἰώνιο Λουλούδι».
Κοίταξε τὶς σιλουέτες τῶν ἀνθρώπων.

Τὸ κορίτσι φιλοῦσε τώρα τὸ ἀγόρι.
Τὰ πάντα καὶ τίποτα ποθοῦσε.
Τὸ Ἐντελβάις, τὸ Αἰώνιο Λουλούδι ἀναζητοῦσε.

*Από την συλλογή «Πολεμώντας υπό σκιάν… Ελεγεία και σάτιρες», εκδ. Περισπωμένη 2017.