Νίκος Καχτίτσης, Ο Ήρωας της Γάνδης 

“Ο αναγνώστης θα θυμάται ότι στην εισαγωγή ενός πρόσφατου βιβλίου μας, με το οποίο δώσαμε στη δημοσιότητα, μεταφρασμένες από τα φλαμανδικά, τις τελευταίες σελίδες κάποιου Σ.Π., που είχε να δώσει λόγο για τις πράξεις του, αναφέραμε μ’ απογοήτευση πως στάθηκε αδύνατο ν’ ανακαλύψουμε το πραγματικό όνομα του συγγραφέα, παρ’ όλες τις ενέργειες που κάναμε, απευθυνόμενοι σε διάφορες αποικιακές αρχές της Αφρικής και της Ευρώπης. (…)

Βρισκόμαστε τώρα σε θέση να πληροφορήσουμε το φιλόμουσο ελληνικό κοινό, που με καταφανή αδημονία θα περιμένει να εκπληρώσουμε την υπόσχεσή μας, πως στο μεταξύ οι αγώνες μας καρποφόρησαν.”

Ήδη από το εισαγωγικό σημείωμα -που αποδίδεται στον εκδότη-, ο Καχτίτσης επιχειρεί να δημιουργήσει την απαραίτητη ένταση και να εξάψει την περιέργεια του αναγνώστη. Δε φείδεται μέτρου αναφερόμενος στην επιτυχία που γνώρισε η έκδοση του Εξώστη και τις έντονες συζητήσεις που προκάλεσαν οι αποκαλύψεις σχετικά με τις τελευταίες μέρες του Σ.Π. στην Αφρική. Υπό τις παραπάνω συνθήκες, ο εκδότης καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να ανακαλύψει λεπτομέρειες γύρω από τον συγγραφέα του ημερολογίου και τελικώς δικαιώνεται. Μέσω ταχυδρομείου λαμβάνει πολύτιμα στοιχεία για τον ήρωα καθώς επίσης ανέκδοτα χειρόγραφα και αποκόμματα από εφημερίδες, με τα οποία και ολοκληρώνεται σε μεγάλο βαθμό η ιστορία του Σ.Π.

(Ο ήρωας της Γάνδης αποτελεί τη συνέχεια του Εξώστη και δύσκολα στέκει σαν αυτόνομη ανάγνωση. Αναπόφευκτα η παρουσίαση περιέχει αρκετά στοιχεία που είναι πιθανό να στερήσουν μέρος της απόλαυσης από τον επίδοξο αναγνώστη -εδώ μπορείτε να βρείτε την ανάρτηση για τον Εξώστη- οπότε συνεχίζετε με δική σας ευθύνη!)

Το κουβάρι των στοιχείων αρχίζει να ξεδιπλώνεται με την αποκάλυψη του ονόματος του ήρωα που κρυβόταν πίσω από τα αρχικά Σ.Π., Στοππάκιος Παπένγκους.

Ο συντάκτης της επιστολής έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στο πλευρό της οικογένειας Παπένγκους. Ο πατέρας του δούλευε για χρόνια ως αμαξάς και του είχε παραχωρηθεί ένα μικρό σπίτι, για εκείνον και την οικογένειά του, δίπλα στην έπαυλη των Παπένγκους στη Γάνδη. Το στοιχείο αυτό προσδίδει αξιοπιστία στη μαρτυρία σχετικά με τη ζωή του Στοππάκιου και τις αιτίες που τον ανάγκασαν να φύγει κυνηγημένος στην Αφρική.

Ο Στοππάκιος, γόνος πλούσιας οικογένειας της Γάνδης, υπήρξε, σύμφωνα πάντα με τον αφηγητή, χαρακτηριστικό παράδειγμα κακομαθημένου νέου εξαιτίας της αδυναμίας που έτρεφε η μητέρα του, Σολάνζ, στον μονάκριβο υιό της. Κάθε επιθυμία του αποτελούσε διαταγή, το κόστος δε στάθηκε ποτέ εμπόδιο για τα καπρίτσια του. Φύση ανικανοποίητη, χαρακτηριζόταν από την τάχιστη απώλεια του όποιου ενδιαφέροντος του προκαλούσαν αρχικώς πρόσωπα, καταστάσεις ή πράγματα. Δημιουργούσε με τη φαντασία συνθήκες πρόσκαιρης ευτυχίας, ιδίως στον αισθηματικό τομέα. Σε νεαρή ηλικία θα αρρωστήσει βαριά και θα αναγκαστεί να περάσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα σε κάποιο ελβετικό σανατόριο. Καταλυτικό ρόλο στη ζωή του θα διαδραματίσει κατά τα φαινόμενα η σχέση του με το Χέλμουθ που υπήρξε παιδικός του φίλος. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ο αφηγητής δε θα σταματήσει λεπτό να αφήνει αιχμές σχετικά με το ρόλο του Στοππάκιου στον πόλεμο και την πολιορκία της Γάνδης από τον εχθρό.

Όμως, στη σκιά του “ήρωα” στέκει ο αφηγητής. Περισσότερο θεατής της ζωής του Στοππάκιου, παρά κύριος της δικής του. Η καταγραφή της παρούσας επιστολής αποτελεί τη μεγάλη του στιγμή, την ευκαιρία του να βγει στην κεντρική σκηνή και να εκφράσει ελεύθερα και δίχως φόβο την άποψή του για τα γεγονότα, να ορίσει εκείνος για μια φορά τη ζωή του Στοππάκιου. Καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να κρύψει τα ποταπά συναισθήματα που τρέφει για το πρώην αφεντικό του καθώς τη μεγάλη αυτή στιγμή δε χωρούν μικρότητες, έχει το ύψιστο καθήκον να αποκαλύψει την αλήθεια, να φέρει στο φως τις σκοτεινές εκείνες σελίδες της ιστορίας του τόπου του.

Στο κείμενο είναι διαρκής η αίσθηση της συγγραφικής φάρσας, του κωμικού. Ο Καχτίτσης φροντίζει να ανανεώνει διαρκώς την αίσθηση ετούτη, κάτι το οποίο απουσίαζε εντελώς από τον Εξώστη ή τουλάχιστον κρυβόταν καλά πίσω από το μετα-καφκικό αίσθημα τρόμου που απέπνεαν οι νοτισμένες σελίδες από το ημερολόγιο του Σ.Π. Στον Ήρωα της Γάνδης αρκετά στοιχεία της υπόθεσης αποκτούν άλλη βαρύτητα και φλερτάρουν πότε με την παραβολή και πότε με την υπερβολή. Θα ήταν νομίζω ελλιπές να προσεγγίσει κάποιος το βιβλίο μόνο υπό το πρίσμα της προσωπογραφίας ή να μείνει πιστός στα όρια της ιστορίας.

Στον Ήρωα της Γάνδης δεν ολοκληρώνεται απλώς η ιστορία του Στοππάκιου, αλλά παίρνει και τελική μορφή το αρχικό όραμα του συγγραφέα. Σαφέστατο δείγμα μοντερνισμού, με μια υποβόσκουσα διάθεση ειρωνίας απέναντι στον αυστηρό ρεαλισμό. Ανοιχτό σε πολλαπλές αναγνώσεις και ερμηνείες πέραν της κεντρικής ιστορίας του Στοππάκιου, αναδεικνύει την ικανότητα του συγγραφέα στην υποβολή. Ιδιοφυώς προσωπικό παρά τη φαινομενική διάθεση του Καχτίτση να παραμείνει μακριά από την εμβέλεια του φωτός.

Η επανέκδοση του Εξώστη από τις Εκδόσεις Κίχλη αποτέλεσε την αφορμή να γνωρίσω αυτόν τον πραγματικά ξεχωριστό συγγραφέα. Ο Ήρωας της Γάνδης, σε άκοπο τόμο των Εκδόσεων στιγμή, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη στη βιβλιοθήκη αγαπημένου συγγενικού προσώπου που δε δίστασε στιγμή να μου το εμπιστευτεί!

Εκδόσεις Στιγμή

*Σχετικός σύνδεσμος: https://no14me.blogspot.com/2013/03/blog-post_18.html?m=0&fbclid=IwAR2XuXRpt5pRYw9nsYeYONAMZShTyrcuzT-cVHh67J6EX_kH5Uozauu7jlo

Γιάννης Μανιάτης, Έμπα Εξόδου Εντός

Όπως σε χωνί χιόνι, ως λευκά βωβά πέρασαν χρόνια τόσα ιδιωτικά. Γωνίες γεμάτα γοητείες, ικανά πια βυθίσουν ό,τι πιο αμφιβολίας εις πυθμένα του όλα Τώρα. Τηλεφώνησα. Επέλεξα προβώ σε κάτι απροσδόκητο. Επέλεξα το απροσδόκητο να είσαι εσύ.
Μ’ ακούς; Γελάς ακόμη; Μπορείς; Κι εγώ, συμπληρώνω, δεν έπαψα να μπορώ γελώ … ίσως μάθαμε και οι δυο τον χορό μαρς στην πορεία ενός τόσο έκλυτου βίου… ίσως εκείνη η αρχικά συγχρονισμένη μας ταύτιση με το κέφι, εκείνη να πάτησε την απάντηση στο κάλεσμά σου, απαντάς σεμνά, σχεδόν σοβαρά.

  • Οπότε κουνιέται η κουβέντα, για πες. Υγεία και Κυρία καλά;
  • Τα δυο μας απαλά σε μια ήπια κατάθλιψη. Χάπι επάνω στο ψυγείο. Χάπι εντός λουτρού. Αλλά καλά. Οι γάτες γνωστά, μάσα και νύστα. Εσύ τους μετράς; Κάθησα μέτρησα τους μέχρι τώρα νεκρούς φίλους… πόσοι λες; 14! Άντρες – Γυναίκες.
  • Ναι ε; ποιοι δηλαδή;
  • Δεν θυμάμαι όνομα ουδέν. Τα ‘χω σβησμένα. Πες κάποιο γκρουπ εποχής και θα θυμηθώ.
  • Με δουλεύεις;
  • Καθόλου φίλε, τα χάπια είναι γόμα. Τι νόμισες… άσε τα νυχτικά σου ρομαντικά τώρα, για πες θυμάσαι τότε τις πεζοπορίες μας στην ολόφωτη Πατησίων ίσα πέρα μέχρι την Αλεξάνδρας, Εξάρχεια μέσα μετά, ίσα πάνω Κολωνάκι… Τσάρκες τάχα για μικροκλοπές …μινιατούρες αυτοκινήτων διπλοκλειδωμένες, άπιαστες στην Σκουφά κάπου γωνία θυμάσαι. Με άδεια χέρια πάντοτε, άφραγκοι, αποκαμωμένοι. Στάση κλασικά στα σκαλιά πολυκατοικίας ενός. Λόγια γέλια πειράγματα…
  • Ναι βέβαια, το μετεφηβικό δώμα των τελικών χαρακτήρων μας …
  • Πες το όπως θες ποιητά. Γι αυτό όμως απάντησα να ξέρεις, για τα παλιά. Με θες και κάτι άλλο;
  • Όχι μωρέ! Ζωές συμπίπτουν. Ζωές αποκόπτονται. Σκάφθηκα απλώς απροσδόκητα. Μηχανικά. Από τους τότε τόσους και τόσους είμαστε πια μόνον οι δυο. Σωστά;
  • Ορθά, ευθέως και πλαγίως. Λοιπόν. Σκασ’ το!!
  • Να, γελάω με ήχο καμιά φορά όταν τα σκέφτομαι όλα αυτά τα εκείνα. Τόση προσήλωση σε μια χρυσή αθώα αλητεία. Τι περιστατικά, εικονικές αυτοκτονίες, δακρύων διωγμοί. Μάγμα αγαλμάτων στα πάρκα. Πάρτι, σαλόνι, κουζίνα, μπάνιο. Παλτά στο Διπλό. Εραστές με πικάπ προστασίες. Ευθύνες ξενοιασιάς ρουτίνες κουπιά, ριπές ονείρων. Τα μωβ λάμπουν πλάι στα σκοτεινά, θυμάσαι; Στέκια παντού Τέντες μπαρ γειτονιάς κι εσύ πάντοτε ο θλιμμένος κλόουν … πνιγμένος στην κοδείνη των σιροπιών βήχα και στις ζεστές μπύρες του θλιμμένου ούζου.
    Να ρε, γελάω με ήχο ξανά … ‘συ να κλαίς στην αρχή και το τέλος – κάθε μα κάθε – βραδιάς. Να ξερνάς όσο οι άλλοι χορεύουν χουφτώματα φιλιά. Ο Μονήρης Ρωμαίος τού Σέξπυρ. Ωμό καβλόσπυρο ενοχών και οικογενειακής διαταραχής. Τα περνούσα αψηφητά, πάντα ήσουν ο γελαστός, συμπαθής, οξύνους ψίθυρος…
  • Πες με όπως θες. Πέρασε ο καιρός. Με προσπέρασα. Έσχισα τα Χίτλερ. Κάπα κάπα ψηφίζω τώρα. Ξεστραβώθηκα, από λαβυρίνθους γλύτωσα. Λαβώθηκα βέβαια, ακόμη κρυφοπίνω κανένα ζεστό δηλητήριο αλλά μέχρις εκεί. Ίσα να σταθώ… τζουρίτσες.
    «Πάνε τα πετάγματα, τα ανοίγματα και τα
    χάη αυλαίας χωρατά.
    Πάνε οπίσω μου βαθιά για βαθιά»
    Ρε Μανία Της, μήπως και γράφεις τίποτα νέο και ψαρεύεις υλικό, παλιολουκουμά; Τέτοιος πάντα, κρυψίνους λωποδύτης ψυχών. Λέγε, ετοιμάζεις κάτι μ’ όλα αυτά τα φαιδρά πού αδρά ενθυμούμαι – αλήθεια αδρά; Τολμάς να σκαλίζεις σκατά; Λέγε – Πες μου πως τολμάς.
  • Θα σού πω. Όταν η τελεία με κλειδώσει έξω από την Ιστορία, όταν μετά την υπογραφή … θα σού πω :
    «μπες εξόδου εντός»
    [πρόγευση του επικείμενου]
    Α ν α β ο ή

© γ-Μ
_ορμής Αρμοί

                                                                                       __2023

Richard Brautigan, Castle of the Snow Bride / Τὸ κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ

… ὅ,τι λεί­πει ἐ­δῶ εἶ­ναι πο­λὺ σπου­δαι­ό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ,τι ἀ­κο­λου­θεῖ, δι­ό­τι αὐ­τὸ ποὺ ἀ­που­σιά­ζει εἶ­ναι τὸ φι­νά­λε μιᾶς ἰ­α­πω­νι­κῆς τσόν­τας μὲ τί­τλο Τὸ κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ. Ἡ ται­νί­α ἦ­ταν ἀ­πί­στευ­τα αἰ­σθη­σια­κή. Ἔ­πει­τα ἀ­π’ τὴν πα­ρα­κο­λού­θη­ση λί­γων μό­νο σκη­νῶν, ἡ στύ­ση μου ἔ­μοια­ζε μὲ τὴ στύ­ση ἐ­φή­βου. Ἦ­ταν φλο­γε­ρὴ καὶ ἀ­κα­νό­νι­στη, τρε­μό­παι­ζε ὅ­πως το­πί­ο στὴν καυ­τὴ ἔ­ρη­μο.
Οἱ ἠ­θο­ποι­οὶ στὴν ται­νί­α ἦ­ταν ἡ προ­σω­πο­ποί­η­ση τῆς ἀ­πό­λυ­της ὀ­μορ­φιᾶς, χά­ρης καὶ ἡ­δο­νῆς. Ἔ­κα­ναν πράγ­μα­τα ὁ­λο­έ­να πιὸ πο­λύ­πλο­κα, ὁ­λο­έ­να πιὸ εὐ­φάν­τα­στα.
Ἡ πί­ε­ση τῆς στύ­σης μου εἶ­χε φτά­σει στὸ ση­μεῖ­ο σχε­δὸν νὰ μὲ πε­τᾶ πρὸς τὰ πί­σω, κόν­τευ­α νὰ ἐ­κτο­ξευ­θῶ ἀ­π’ τὴ θέ­ση μου καὶ νὰ προ­σγει­ω­θῶ στὰ γό­να­τα τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ κα­θό­ταν πί­σω μου.
Τὸ κορ­μί μου παλ­λό­ταν ἀ­π’ τὸν ἴ­λιγ­γο τοῦ σὲξ σὰν δί­νη σὲ τρο­πι­κὴ θά­λασ­σα καὶ ὁ νοῦς μου πη­γαι­νο­ερ­χό­ταν σὰν τὸ χτύ­πη­μα πόρ­τας ποὺ δὲν στα­μα­τᾶ ν’ ἀ­νοι­γο­κλεί­νει.
Ἡ ται­νί­α προ­χω­ροῦ­σε ὅ­λο καὶ βα­θύ­τε­ρα σὲ πιὸ πε­ρί­τε­χνο καὶ φαν­τα­σμα­γο­ρι­κὸ σέξ, στὸ τα­ξί­δι αὐ­τὸ μὲ προ­ο­ρι­σμὸ τὴν πλέ­ον αἰ­σθη­σια­κὴ ἐμ­πει­ρί­α πού ’­χα δεῖ ἢ φαν­τα­στεῖ πο­τέ μου. Λί­γο ἀ­κό­μη καὶ ὅ­λη ἡ προ­η­γού­με­νη ἐμ­πει­ρί­α μου στὸ σὲξ θά ’­μοια­ζε λὲς κι εἶ­χα πε­ρά­σει ὅ­λη μου τὴ ζω­ὴ νὰ δου­λεύ­ω λο­γι­στὴς σὲ μι­κρὴ ἑ­ται­ρεί­α ποὺ φτιά­χνει τοῦ­βλα καὶ πον­τι­κο­πα­γί­δες σὲ μιὰ πό­λη τό­σο ζο­φε­ρὴ καὶ μο­νό­το­νη, ποὺ δὲν ἔ­χει κὰν ὄ­νο­μα. Οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ ζοῦν ἐ­κεῖ ὅ­λο τὸ ἀ­να­βάλ­λουν καὶ πά­νω ἀ­πὸ ἑ­κα­τὸ χρό­νια δὲν τὴν ὀ­νο­μα­τί­ζουν.
«Θὰ πρέ­πει νὰ ὀ­νο­μα­τί­σου­με τὴν πό­λη αὐ­τὴ τοῦ χρό­νου», ἔ­τσι κά­πως τὸ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν κι ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς θά ’­μοια­ζε ἡ σε­ξου­α­λι­κή μου ζω­ὴ συγ­κρι­νό­με­νη μὲ τὸ φι­νά­λε τῆς ται­νί­ας.
Εἶ­χαν μεί­νει ἐν­νέ­α λε­πτὰ γιὰ τὸ φι­νά­λε τῆς ται­νί­ας. Εἶ­χα συγ­κρα­τή­σει τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α ἀ­π’ τὸ γκι­σέ. Ἡ ται­νί­α θὰ τε­λεί­ω­νε στὶς ἑ­φτὰ καὶ ἐν­νέ­α λε­πτὰ καὶ τὸ ρο­λό­ι τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου ἔ­δει­χνε ἑ­φτὰ ἀ­κρι­βῶς. Σὲ λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ δέ­κα λε­πτὰ ἡ σε­ξου­α­λι­κή μου ζω­ὴ θὰ περ­νοῦ­σε στὴν ἀ­φά­νεια, θὰ γι­νό­ταν μου­σεια­κὸ εἶ­δος.
Οἱ ἐ­ρω­τι­κὲς πε­ρι­πτύ­ξεις τῶν γυ­ναι­κῶν μπρο­στὰ στὰ μά­τια μου ἄρ­χι­σαν τώ­ρα νὰ με­τα­τρέ­πουν τὰ κα­θί­σμα­τα τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου σὲ ἀ­τμό. Ἦ­ταν ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα καὶ εὐ­χά­ρι­στη ἐμ­πει­ρί­α νὰ νι­ώ­θω τὸ κά­θι­σμά μου νὰ ἐ­ξα­τμί­ζε­ται ἀ­π’ τὴν ἡ­δο­νή.
Τό­τε συ­νέ­βη κά­τι ποὺ μ’ ἔ­κα­νε νὰ ση­κω­θῶ καὶ νὰ βγῶ στὸ φουα­γιέ. Ἡ δου­λειὰ ἦ­ταν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ση­μαν­τι­κή. Ἔ­πρε­πε νὰ γί­νει. Δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ τὴν ἀ­πο­φύ­γω. Ἐ­κεῖ τα πράγ­μα­τα ἄρ­χι­σαν κά­πως νὰ πε­ρι­πλέ­κον­ται μὲς στὴν ἀ­σά­φειά τους.
Ἴ­σως ση­κώ­θη­κα νὰ πά­ρω ἀ­να­ψυ­κτι­κὸ θε­ω­ρών­τας πὼς ἔ­χω ἀρ­κε­τὸ χρό­νο νὰ τὸ κά­νω καὶ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψω στὴν αἴ­θου­σα προ­τοῦ ἀρ­χί­σει ἡ τε­λευ­ταί­α ἐ­ρω­τι­κὴ σκη­νή, μπο­ρεῖ ὅ­μως καὶ κά­τι ἄλ­λο νὰ μὲ σή­κω­σε ἀ­π’ τὴ θέ­ση μου.
Μπο­ρεῖ νὰ θέ­λη­σα νὰ πά­ω στὴν του­α­λέ­τα ἢ νά ’­πρε­πε νὰ δώ­σω σὲ κά­ποι­ον ἕ­να πο­λὺ ση­μαν­τι­κὸ γράμ­μα κι εἴ­χα­με συμ­φω­νή­σει νὰ συ­ναν­τη­θοῦ­με στὸ φουα­γιὲ καὶ δὲν εἶ­χα ἰ­δέ­α πό­τε ξε­κι­νᾶ ἡ ται­νί­α ποὺ ἐ­πρό­κει­το νὰ μοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τὴν πιὸ θε­σπέ­σια ἐ­ρω­τι­κὴ σκη­νὴ ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν.
Τέ­λος πάν­των, ἔ­κα­να αὐ­τὸ πού ’­χα νὰ κά­νω στὸ φουα­γιὲ —ὅ,τι κι ἂν ἦ­ταν— κι ἔ­τρε­ξα μὲ φό­ρα στὴν αἴ­θου­σα γιὰ νὰ δῶ τὴν αὐ­λαί­α νὰ πέ­φτει στὸ τέ­λος τῆς ται­νί­ας μὲ τὸ μα­κρι­νὸ πλά­νο ἑ­νὸς κά­στρου τὴ δύ­ση πε­ρι­στοι­χι­σμέ­νου ἀ­πὸ κο­ρά­κια.
Τὰ φῶ­τα ἄ­να­ψαν γιὰ τὴν ἀ­νά­παυ­λα κι ἡ αἴ­θου­σα ἦ­ταν γε­μά­τη λι­πό­θυ­μους ἄν­τρες. Ὁ­ρι­σμέ­νοι ἦ­ταν σω­ρι­α­σμέ­νοι στοὺς δι­α­δρό­μους. Ὅ­λοι τους εἶ­χαν μιὰ ἔκ­φρα­ση εὐ­δαι­μο­νί­ας ζω­γρα­φι­σμέ­νη στὰ πρό­σω­πά τους, λὲς κι ὁ ἄγ­γε­λος τῆς ἡ­δο­νῆς τοὺς εἶ­χε ἀγ­γί­ξει ὅ­σο ἔ­κα­να ὅ,τι ἔ­κα­να.
Ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α προ­βο­λὴ τῆς ται­νί­ας τὴ νύ­χτα ἐ­κεί­νη, εὐ­τυ­χῶς ὅ­μως τὸ ἔρ­γο θὰ παι­ζό­ταν ἄλ­λη μιὰ μέ­ρα. Πῆ­γα στὸ σπί­τι ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος ζών­τας τὴν κό­λα­ση ἐ­πὶ γῆς. Ἡ νύ­χτα κύ­λη­σε σὰν πα­γω­μέ­νο νε­ρὸ ποὺ πέ­φτει στα­γό­να-στα­γό­να σὲ μιὰ πυ­ρέσ­σου­σα στύ­ση ποὺ κρά­τη­σε ὅ­λο τὸ βρά­δυ στὸν ὕ­πνο μου, πα­γι­δεύ­ον­τάς με σ’ ἕ­να κα­θε­στὼς τρο­με­ροῦ πό­νου.
Ἡ πρώ­τη προ­βο­λὴ τοῦ Κά­στρου τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ ἦ­ταν προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη γιὰ τὸ με­ση­μέ­ρι στὶς δώ­δε­κα καὶ ἕ­να λε­πτό. Τὸ πρω­ῒ πέ­ρα­σε σὰν μα­ϊ­μοὺ ποὺ πα­λεύ­ει νὰ χο­ρέ­ψει στὸν πά­γο.
Ὅ­ταν πῆ­γα στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο στὶς δώ­δε­κα πα­ρὰ τέ­ταρ­το, ὁ κι­νη­μα­το­γρά­φος εἶ­χε ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ. Στὴ θέ­ση του ἦ­ταν ἕ­να μι­κρὸ πάρ­κο μὲ παι­διὰ ποὺ παί­ζουν καὶ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νους κα­θι­σμέ­νους σὲ παγ­κά­κια νὰ δι­α­βά­ζουν.
Ἐ­πι­χεί­ρη­σα νὰ ρω­τή­σω γιὰ τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο, ὅ­μως κα­νεὶς ἐ­κεῖ δὲν μι­λοῦ­σε ἀγ­γλι­κά. Μό­λις βρέ­θη­κε ἐ­πι­τέ­λους κά­ποι­ος ποὺ γνώ­ρι­ζε ἀγ­γλι­κά, μοῦ ’­πε μὲ ὕ­φος ἀ­πο­λο­γη­τι­κὸ ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλὸς του­ρί­στας ἀ­π’ τὴν Ὀ­σά­κα, ἐ­πι­σκέ­πτε­ται πρώ­τη φο­ρὰ τὸ Τό­κιο καὶ δὲν ξέ­ρει τί­πο­τε γιὰ τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο, ὅ­μως τὸ πάρ­κο εἶ­ναι πα­νέ­μορ­φο. Τοῦ ἄ­ρε­σε πο­λὺ πού ’­χε τό­σα δέν­τρα.
Ἀρ­γό­τε­ρα συ­νάν­τη­σα ἀν­θρώ­πους μὲ κα­λὴ γνώ­ση τοῦ ἰ­α­πω­νι­κοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου. Τοὺς ρώ­τη­σα γιὰ τὸ Κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ. Δὲν τὸ εἶ­χαν ξα­να­κού­σει πο­τέ τους καὶ μὲ ρώ­τη­σαν ἂν εἶ­μαι σί­γου­ρος γιὰ τὸν τί­τλο.
Ναί, ἤ­μουν σί­γου­ρος. Δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὑ­πάρ­χει πα­ρὰ μό­νο ἕ­να Κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ. Δυ­στυ­χῶς δὲν μπό­ρε­σαν νὰ μὲ βο­η­θή­σουν. Ἰ­δοὺ λοι­πόν: Ὅ­λα εἶ­ναι ἐ­δῶ πέ­ρ’ ἀ­π’ αὐ­τὸ ποὺ λεί­πει.

*Πηγή: Richard Brautigan, The Tokyo-Montana Express, Λονδίνο, Picador (Pan Books), 1982 [πρώτη έκδοση: Νέα Υόρκη, Targ Editions, 1979].

**Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

***Μετάφραση ἀπό τὰ ἀγγλικά:
Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).

****Από εδώ: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2023/09/03/richard-brautigan-to-kastro-tis-nyphis-tou-chioniou/#like-16230

Γιάννης Ε. Μανιάτης, Το Γάμμα* και η Θάλασσα

Αυτός που αγόρασε το τρεχαντήρι του Παφ είχε μόνον την ευκαιρία και το αντίτιμο. Κι ήταν μία η διαδρομή πού εκ των προτέρων γνώριζε. Σ΄αυτήν γνώρισε τον πρώτο ιδιοκτήτη, τον κάπτεν Πάφ. Έναν καθόλου ναυτικό και καθ’ όλα απρόβλεπτο κι ευχάριστο άνδρα.
«το νησί είναι μικρό κι η θάλασσα μεγάλη»
«ο παππούς μού ‘μαθε μόνο να ξεκινώ, να σταματώ, να στρίβω, να ψαρεύω»
«όλα στα μαθαίνουν οι επιβάτες κι οι διαδρομές»
Τέτοια φώναζε, γεμάτος ευθυμία σαν έβλεπε μπουρινάκι να ζυγώνει και χαμογελώντας, μού πάσερνε το πηδάλιο, δαγκώνοντας την σβηστή του πίπα.
Ο Παφ έδειχνε περισσότερο ενδιαφέρον για την καλή κατάσταση της βάρκας, παρά για τις φουρτούνες πού ηθελημένα και πανάκριβα διάβαινε, ικανοποιώντάς τους όλους.
«όπως πάντα, πάντα ό,τι κι ο πελάτης επιθυμώ»
Ο νέος ιδιοκτήτης είχε στη διάθεσή του ένα σκαρί από
«ξύλο, διαμάντια και σχοινιά, στην πένα ούλα»
Στην πρώτη του εγγραφή στο ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ είχε γράψει.
«Κατάφερα ν’ αποκτήσω επιτέλους την ΜΑΙΣΣΑ, αυτήν που πόθησα τρελά όταν ο κάπτεν Πάφ μού ζήτησε, στην τελευταία μας βόλτα εκείνου του καλοκαιριού, να κρατήσω το τιμόνι στην επιστροφή. Μεταφέραμε σφουγγάρια και πατάτες.
-Τι όνομα είν’ αυτό; ρώτησα.
Ο Παφ έλυνε κι έσφιγγε τα σχοινιά απ’ το φορτίο, η θάλασσα όλο και φούσκωνε, με κοιτούσε έντονα ευθεία στα μάτια χωρίς να μιλά.»
Ο νέος ιδιοκτήτης ξεφόρτωνε τις δερμάτινες αποσκευές τού μοναδικού του επιβάτη. Τις δικές μου.
«Αυγάτισαν για τα καλά πιά, τα πλεούμενα βλέπω, αλλά όποτε έρχομαι, πάντα ψάχνω το τρεχαντήρι του Παφ…» του είπα.
-Αλήθεια είναι, παραγίναμε πολλοί. Τον ήξερες;
«Τον είχα γνωρίσει, ναι. Και χωρίς να κάνει κάτι το ιδιαίτερο, μού έκανε αυτός ο άνθρωπος. Τι κάνει, πού είναι τώρα;»

-Πνίγηκε. Πάνε χρόνια.
«Πνίγηκε ο Παφ; Ατύχημα;»
-Δεν ξέρω. Μερικούς μήνες αφού μού είχε πουλήσει την ΜΑΓΙΣΣΑ, πεθύμησε τις διαδρομές και γύρισε πάλι πίσω. Αρχές χειμώνα…
«ΜΑΪΣΣΑ δε τόλεγε;»
-Θα σου πω. Ήρθε λοιπόν και με βρήκε για να του δώσω κάτι πού είχε ξεχάσει σε μια καβάντζα της πλώρης. Εκεί πού είχε τα σύνεργα ψαρικής και τ’ άδεια μπουκάλια τσίπουρου.
«τα φυλάω, είναι το ταχυδρομείο των ναυαγών»
«Τι είχε ξεχάσει;»
-Το ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ. Με βρήκε λοιπόν στον ΣΚΥΛΟ, το μικρό ουζάδικο στο μώλο και με ρώτησε αν το είχα κάπου κρατημένο. Τά ‘παμε, τά ‘πιαμε και κάποια στιγμή πετάχτηκα μέχρι την βάρκα για να του το φέρω. Είχε ψοφόκρυο, ψιλόβρεχε. Όταν γύρισα, άφαντος. Είχε πάει συντροφιά πληρώματος με κάτι παλιούς φίλους του ψαράδες ένα αγώι σφουγγάρια απέναντι.
«Αυτό το απέναντι του Παφ. Το θυμάμαι…»
«τ’ απέναντι δεν το φθάνουν τα χέρια, μονάχα ο Παφ κι ο νούς»
-Ναι, κάπου τόχω διαβάσει στο ΒΙΒΛΙΟ. Το απέναντι. Πνίγηκε. Είχε ζητήσει να τον δέσουν στο κατάρτι. Δεν ήξερε κολύμπι. Αυτά.
«Μάλιστα. Και τώρα εσύ έχεις την ΜΑΪΣΣΑ.»
-ΜΑΓΙΣΣΑ ήταν τ’ όνομα, αλλά είχε σβηστεί το Γάμμα. Ναι την έχω και δε ξέρω τι να την κάνω. Άλλα είχα στο μυαλό όταν την αγόρασα.
«Πάντως δεν ήταν μεγάλος…»
-Όχι.
«τα χρόνια μου τα κρύβω στις διαδρομές»
«Το έχεις;»
-Τόχω. Γράφω, με μολύβι πού και πού, μη και το χαλάσω. Αλλά πελάτες, επιβάτες και διαδρομές…Όλα πλέον μοιάζουν κι εγώ έχω βαρεθεί να μην μπορώ.
«Να μην μ π ο ρ ε ί ς;»

-Ναι. Να μην μπορώ να δω, ν’ αγγίξω, να γράψω στο ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ για το απέναντι. Βαρέθηκα.
«Κατάλαβα. Μού την πουλάς; Η κόρη μου θέλει με κάτι ν’ ασχοληθεί και δεν ξέρει με τι.»
-Γράφει;
«Όλοι γράφουν.»
-Γυναίκα πάνω στην ΜΑΓΙΣΣΑ! Μπαινοβγαίνω σ’ ένα ασφαλές δίπορτο αλλά δε βγάζει πουθενά…Δηλώνω αυτούσιο θύμα συνθηκών και ψυχικής ισορροπίας. Ναι την πουλάω, τη θες;
«Μαζί και το βιβλίο.»
-Δε πάει έτσι. Τον τρόπο προς την θάλασσα. Αυτόν βαρέθηκα, αυτόν πουλάω.
«λέξεις και θάλασσα, δεν πωλούνται»
«Δικαίωμά σου, όμως τι θα την κάνεις, τώρα πού όλες τους μοιάζουν; Έλα.»
-Όχι θες;
«Ναι θέλω» και γέλασα.
-Εγώ όμως μ’ όχι την αγόρασα την ΜΑΓΙΣΣΑ. Όχι πολλά. Άκου τι γράφει ο Παφ στο ΒΙΒΛΙΟ…
«αγκύλωμα ενός επανάληψη πολλών
δοκιμάζεις με την ακραία περίπτωση πρώτα
μετά βρίσκεις εύκολα τον δρόμο
«πιστεύω θα βρω διέξοδο»
«θ’ αφήσω χάρτη πίσω μου»
τίποτε όμως δεν συμβαίνει πιά εδώ-τι άλλο να συμβεί
η γραμμή ζωής μια τελεία απ’ τον θάνατο‘’
«Μάλιστα με τη ΜΑΓΙΣΣΑ. Κράτα την λοιπόν φίλε μου. Τ’ όνομά σου;»
-Όλοι με φωνάζουν Πούφ.
«Από το Παφ;»
-Όχι. Απ’ το ούφ.
© γ-Μ _ 2017
*Ο παράγοντας γ στην ειδική θεωρία της σχετικότητας
**Ο Γιάννης Ε. Μανιάτης γεννήθηκε το 1963 στη Στουτγάρδη. Το 1981 φτιάχνει τους METRO DECAY, όπου συμμετέχει σαν ντράμερ και στιχουργός στον δίσκο «ΥΠΕΡΒΑΣΗ» το 1984. Το 1993 κυκλοφορεί σε αριθμημένα αντίτυπα την ποιητική συλλογή «ΤΑ ΜΙΑΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ». Ακολουθεί μια συλλογή αφηγημάτων με τίτλο «ΕΚΑΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ». Το 2016 κυκλοφορεί το «Ειπωτά Τυπωτά Τίποτα». Tο 2018 το ποιητικό αφήγημα Κυανής Άμμου Κύβος. Ζει στην Αττική. Διατηρεί το giannismaniaths.blogspot.gr

Λεωνίδας Καζάσης, Εξαπίνης διαπίστωση – ομολογία

Ξεκίνησα από το πανδοχείο, όπου διέμενα έξω από την, Μονεμβασία, την συνηθισμένη ( μετά την κολύμβηση στη θάλασσα ), πεζοπορία, προς, την Μονεμβασία, προς ανεύρεσιν τροφής και, κατόπιν,την ανάβαση προς το κάστρο. Το απόγευμα εκείνο, το Σεπτεμβριάτικο, έτεινε προς το τέλος.

Η Μονεμβασία, με την άγρια, ατίθαση, μα γητευτική αρμονία της, παντεπόπτης καιρών, εποχών, διακυμάνσεων αλός αλαλαγμών, εθώπευε ιδιόρρυθμα την πλάση! Της θεάσεως ερωμένη αναντικατάστατη! Κι εγώ φιλόδοξος, υποψήφιος εραστής της, προσπαθούσα, με όλη την δύναμη των αισθήσεών μου, που, την νόηση δελέαζαν, να εισχωρήσω μέσα της, αφομοιώνοντας, μα τι λέω ; Αφομοιωνόμενος, αφομοιωμένος από αυτήν.

Καθώς αγνάντευα, πεζοπορώντας, ατενίζοντας ορίζοντες ουράνιους, θαλάσσιους, ορεσίβιους, μα ορεογράφους, απογειονώμενος από την ευτελή – αβίωτη του άστεως πραγματικότητα, από απόλαυση φτερουγίζοντας! Φθάνοντας στα πρώτα σπίτια, τής Μονεμβασίας, αντικρίζω ένα νεογέννητο γαλής χρώματος καφετή, αποχρώσεως ανοιχτής, ματωμένο στο πρόσωπο, να σπαρταρά στην μέση του ασφαλτοστρωμένου δρόμου. Συγκλονισμένος από το θέαμα τής ζωής που σπαρταρούσε, προσπαθώντας, από κάπου να κρατηθεί – αλλά, πάντα, θωρακισμένος, όπως ευθύς θα αποδειχθεί από την άστοργη – ανήλεη υπεροψία προς το ζωϊκό βασίλειο, με την οποίαν οι πολιτισμένοι γαλουχούνται – περπάτησα προς την μέση του δρόμου, ζυγώνοντας το ματωμένο νεογνό που ψυχορραγούσε. Έτσι, βλέποντας εμένα αποσβολωμένο, οι οδηγοί τών διερχομένων αυτοκινήτων ελάττωναν ταχύτητα, για να δουν τι είχε συμβεί, φεύγοντας αμέσως, με της λυπημένης περιέργειας την συγκαλυμμένη αδιαφορία.

Με μία δεύτερη σκέψη, και, παρατηρώντας την υπέρμετρη ταχύτητα των οδηγών, αντελείφθην, ότι, εάν παρέμενε το ψυχορραγούν γατάκι στην μέση του δρόμου, θα το αποτελείωναν οι οδηγοί των αυτοκινήτων που έτρεχαν – ελπίζοντας στης ταχύτητος τον ίλιγγο, για να βγουν στην έξοδο τής αδιέξοδης πραγματικότητος, που, επέλεξαν να ζουν – σβήνοντας και τις ελάχιστες ελπίδες ζωής, που, το νεογέννητο γατάκι είχε.
Πιάνοντάς το λοιπόν από την ουρά – η πρώτη απόδειξη τής σκληρής, απόμακρης διαθέσεώς μου, ενώ θα μπορούσα, να το πιάσω ζεστά από την ραχοκοκαλιά του μικρού σώματός του – σήκωσα της γαλής την γέννα, μεταφέροντάς την, από την μέση του ασφαλτόδρομου, στην γειτονική, χωμάτινη γη, και, αναίσχυντα ευφησυχασμένος, συνέχισα την πεζή πορεία μου, προς, την Μονεμβασία, επικοινωνώντας διά της περιττής, επιβλαβούς κινητής τηλεφωνίας με την εξαδέλφη μου, συνδιαλεγόμενος αρκετή ώρα μαζί της. Κατόπιν, ίσως, ασύνειδα, λόγω εντάσεως της συνδιαλέξεως με την εξαδέλφη μου, αλλά, και λόγω της συναισθηματικής φορτίσεως, τής εκπορευομένης τού προ ολίγης ώρας δραματικού συμβάντος, του οποίου μάρτυρας αυτόπτης υπήρξα, άλλαξα το πρόγραμμά μου, κατευθυνόμενος προς το κάστρο, διανύοντας μία διαδρομή συναισθηματικής – πνευματικής εγρηγόρσεως, όπως η ανάβασις έως την είσοδο του κάστρου την καθιστά.

Φθάνοντας στην είσοδο, την διέβην. Μπαίνοντας στο κάστρο, και, ατενίζοντας από τα διάφορα σημεία του τους εμπνευστές ορίζοντες, βγήκα από αυτό, κατηφορίζοντας, προς την νεώτερη Μονεμβασία, προς αναζήτησιν τροφής και κορεσμού της πείνας μου.

Καθώς κατέβαινα, σκέψεις οχληρές, αιχμηρές άρχισαν, να κεντρίζουν την συνείδησή μου: “Εάν το νεογέννητο αυτό πλάσμα προερχόταν από ανθρώπινο θηλυκό, θα το εγκατέλειπες, μεταφέροντάς το στο χώμα, αφήνοντάς το, αιμόφυρτο να ψυχορραγεί; Σε ερωτώ, θα το εγκατέλειπες; Ασφαλώς όχι! Θα έτρεχες σαν τρελός, παίρνοντάς το στην αγκαλιά σου, και, θα ζητούσες, επίμονα, και, εάν χρειαζόταν, αγρίως, απειλητικώς, βοήθεια.
Όμως, αυτό το πλάσμα προέρχεται από μία γαλή και όχι από άνθρωπο, γι’ αυτό, πολύ του είναι, που, το τράβηξες από τον βέβαιο θάνατο του ασφαλτόδρομου, ρίχνοντάς το στο χώμα, αφήνοντάς το!
Ο υπεροπτικός, εγκληματικός ρατσισμός μου σε όλο το μεγαλείο του!
Άλλο ο άνθρωπος, άλλο το ζώο! Η ανθρώπινη ζωή αξίζει πολύ περισσότερο από την ζωή ενός ζώου, γι’ αυτό άλλωστε με κοιτούν, απορώντας – εάν όχι μειδιώντας μέσα τους – όταν λέγω, ότι εδώ και ένα χρόνο διατρέφομαι αναίμακτα, δίχως αίμα και πόνο ζώων”.

Δυστυχώς, αυτή η σκέψη υποτιμήσεως της ζωής και της παρουσίας των συνοίκων μας – μελών του ζωϊκού βασιλείου στον πλανήτη που, σε ιδεολογία έχει αναχθεί, με κατηύθυνε ακόμη, και, όταν η συνείδησή μου επενέβη, ώστε να αποφασίσω, να επιστρέψω στο γατάκι, διακομίζοντάς το.

Θα επέστρεφα στο γατάκι, αφού πρώτα απολάμβανα το φαγητό, και τα εύγευστα παγωτά ζαχαροπλαστείου στο κέντρο τής εκτός κάστρου Μονεμβασίας, και, αφού, θα είχαν περάσει, τουλάχιστον, τρεις ώρες από την στιγμή που βρήκα το γατάκι ετοιμοθάνατο.

Η εγκληματική – ρατσιστική ολιγωρία τής ανθρωπιάς μου!

Είχα βέβαια τής αντιφάσεως το θράσος, αφού έφθασα στο κέντρο τής Μονεμβασίας, πριν καθίσω να φάω, να ρωτώ στα φαρμακεία και τους περαστικούς, εάν υπάρχουν προϋποθέσεις ιατρικής περιθάλψεώς του, στην Μονεμβασία.

Όταν εγεύθην τα παγωτά, εξιστορώντας το περιστατικό στην εργαζόμενη στο ζαχαροπλαστείο, της εζήτησα μία χάρτινη σακούλα, μέσα στην οποία θα έβαζα το γατάκι – εάν το εύρισκα και, εφ’ όσον παρέμενε ζωντανό – την ρώτησα επίσης, εάν μπορούσε και, εάν ήξερε, να του προσφέρει τις πρώτες βοήθειες. Εκείνη μου είπε, ότι θα προσπαθούσε, να βρει κάποιον που να ξέρει, να το φροντίσει, ότι λυπόταν πολύ το γατάκι, αλλά δεν ήταν έτοιμη η ίδια, ώστε να σταθεί κοντά του, φροντίζοντάς το.

Έτσι παίρνοντας την χάρτινη σακούλα και έχοντας, για την καθημερινή, νυχτερινή πεζοπορία επιστροφής στο πανδοχείο, πάντα, φακό μαζί μου, ξεκίνησα για το σημείο, όπου το απόγευμα, είχα αφήσει το πληγωμένο, αιμόφυρτο, ψυχορραγούν γατάκι.

Η ένοχη ολιγωρία μου τώρα ανησυχούσε, τρόμαζε εμπρός στο αμείλικτο ερώτημα, εάν, και σε ποιά κατάσταση θα εύρισκα το γατάκι.

Μετά από αργό, ανιχνευτικό μέσα στη νύχτα περπάτημα μισής ώρας, βρήκα το γατάκι να ψυχορραγεί, όπως το είχα αφήσει.

Άφωνος από χαράς συγκίνηση ένοχη, το έβαλα στην χάρτινη του ζαχαροπλαστείου σακούλα και, κοιτώντας επίμονα στον σκοτεινό ουρανό, άρχισα, να βαδίζω προς το ζαχαροπλαστείο. Όταν έφθασα, είπα στην ζαχαροπλάστησα ζωηρά: “Το βρήκα ζωντανό ευτυχώς! Μήπως υπάρχει κάποιος που μπορεί, να το βοηθήσει;” Η εργαζόμενη μου έδειξε μία κυρία που καθόταν στις εξωτερικές καρέκλες του ζαχαροπλαστείου,συνομιλώντας με δύο γνωστούς της, λέγοντάς μου: “Αυτή η κυρία έχει για κατοικίδιο, γάτα, και, ασφαλώς, μπορεί, να βοηθήσει”.

Πλησίασα την κυρία, και της είπα, όσα συνέβησαν, δίνοντάς της την σακούλα, όπου είχα βάλει το ψυχορραγούν γατάκι.

“Σας φαίνομαι αστείος, που κλαίω για ένα γατάκι”, αποκρίθηκα, όταν ο ένας από τους δύο ομοτράπεζους τής κυρίας έκρυψε το πρόσωπό του, γελώντας με την φωνή μου, που, από τις εντάσεις, τής ενοχής μου από την μία, και τη λύτρωση από την χαρά που βρήκα το γατάκι ζωντανό από την άλλη, έχασε την πεποίθησή της και, αδύναμη παρέπαιε. Την ίδια στιγμή, η κυρία Νίκη, ψηλαφώντας το κεφάλι του νεογνού, είπε ότι είχε κρανιοεγκεφαλική κάκωση, και, πιθανόν, σε μερικές μέρες να κατέληγε. Προθυμοποιήθηκε, να το κρατήσει λίγες μέρες, παράσχοντας σε αυτό τις πρώτες βοήθειες, και, έπειτα, να το έστελνε στον κτηνίατρο, που είχε την έδρα του, στην γειτονική Νεάπολη.

Την ευχαρίστησα, και, μείναμε σύμφωνοι, να πάω την άλλη μέρα, να το δω. Την επομένη πήγα στον εργασιακό χώρο, της κυρίας Νίκης, και είδα το γατάκι, καθαρισμένο από τα αίματα, μέσα σε ένα χάρτινο “υποστατικό”, όπου εντός του υπήρχαν κούπες με νερό και τροφή. Η κυρία Νίκη, καθάρισε με οξυζενέ το πρόσωπο του νεογνού από τα αίματα, του έδωσε υγρή αντιβίωση, νερό διά σύριγγος, πολτοποιημένη τροφή και κορτιζόνη, για να μην πονά. Μου είπε δε, ότι θα κρατούσε το γατάκι στον εργασιακό χώρο της, αφού, πρώτα θα το εξέταζε ο κτηνίατρος.

Μετά από δύο μέρες μετέφερε το γατάκι, στην Νεάπολη, όπου ασκούσε το λειτούργημά του ο κτηνίατρος. Ο κτηνίατρος συμφώνησε με την εξ αγάπης φροντίδα προς τα ζώα, πείρας γνωμάτευση, της κυρίας Νίκης, περί κρανιοεγκεφαλικής κακώσεως, η οποία αιμάτωμα προκάλεσε. Έδωσε στο γατάκι και αυτός αντιβίωση, αφού του έβαλε ορό ενδοφλεβίως, αλλά το γατάκι κλυδωνιζόταν εκ νέου από υποθερμία’ ήταν ημερών, ζήτημα, εάν είχε κλείσει μήνα σε αυτή την ζωή, που δεν την άντεξε.

9/2022

“Ted 2”

(from Peter Dahlstrand, The Home Depot, Human Side Press, 2020)

Ted was telling us about his previous employment as a secret government agent. He had been at every major conflict of the last twenty years: the first Iraq war, the Yugoslav wars, Kosovo—he was there when the Blackhawk helicopters went down in Somalia. He knew those Delta guys. He was there gathering intel. He was once in Africa on safari and got lost from his guide. Follow the river is what you are supposed to do and that is what he did. Clans of bushmen attacked Ted and he repelled their attacks. He followed the river for days and back to civilization. Did we know that he laid 100 girls during spring break 1992? No, we did not. A young blond with a huge ass walked by us toward Garden and Ted stopped talking. I laid her when I was in high school, he whispered. But Ted, she’s in her twenties and you’re almost forty? What does that got to do with anything, he replied.

Μετάφραση: Νικόλαος Τρακάκης

Ο Τεντ μας εξιστορούσε την εμπειρία του ως πρώην μυστικός κυβερνητικός πράκτορας. Ήταν εκεί σε κάθε μεγάλη σύρραξη των τελευταίων είκοσι ετών: στον πρώτο πόλεμο στο Ιράκ, στη Γιουγκοσλαβία, στο Κόσοβο—ήταν εκεί όταν τα ελικόπτερα Blackhawk κατέπεσαν στη Σομαλία. Γνώριζε εκείνα τα παιδιά της ομάδας Δέλτα. Ήταν εκεί συλλέγοντας πληροφορίες. Ήταν κάποτε στην Αφρική για σαφάρι και έχασε τον ξεναγό του. Σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει να ακολουθήσεις το ποτάμι και αυτό έκανε. Πατριές βουσμάνων επιτέθηκαν στον Τεντ και εκείνος απέκρουσε τις επιθέσεις τους. Ακολούθησε το ποτάμι για μέρες και επέστρεψε στον πολιτισμό. Το γνωρίζαμε ότι πήδηξε 100 κορίτσια στις φοιτητικές διακοπές της άνοιξης του 1992; Όχι, δεν το γνωρίζαμε. Μια νεαρή ξανθιά με τεράστιο κώλο μας προσπέρασε οδεύοντας προς το τμήμα κήπου και ο Τεντ σταμάτησε να μιλάει. Την πήδηξα όταν ήμουν στο λύκειο, ψιθύρισε. Μα Τεντ, είναι στα είκοσί της κι εσύ σχεδόν σαράντα. Τι σχέση έχει αυτό; απάντησε.

*Ο Peter Dahlstrand είναι συγγραφέας και εκδότης με έδρα το Ντάλας του Τέξας. Η συλλογή διηγημάτων του, The Home Depot, πήρε το όνομά του και έμπνευση από το κατάστημα λιανικής με είδη βελτίωσης κατοικιών όπου εργάστηκε για λίγο.

**O Νικόλαος Τρακάκης διδάσκει Φιλοσοφία, και γράφει και μεταφράζει ποίηση.

[Σημείωμα του μεταφραστή: Οφείλω ευχαριστίες στις Dr Konstantina Georganta και Dr Kelly Pasmatzi για την βοήθειά τους με την μετάφραση.]

Κασσάνδρα Αλογοσκούφη, Γκουλάγκ και Νταλστρόϊ

Είχαν αποφασίσει τον περιορισμό του στη φυλακή για κάτι μικρό, όπως οι αντιρρήσεις ιδεολογίας. Το επόμενο πρωί γκρέμισαν την πόρτα του σπιτιού. Τον σήκωσαν με τα σώβρακα και τη φανέλα. Έξω, είχε χιόνι μέχρι το γόνα κι εκείνος ανυπόδητος. Με κάποιον περίεργο τρόπο παρά τα βάσανα του, κατάφερε να επιβιώσει στα σιβηρικά στρατόπεδα, που διαχειριζόταν η Γκουλάγκ, τα προϊόντα εργασίας της οποίας εκμεταλλευόταν η Νταλστρόϊ. Μετέφερε βράχους ενός όρους προς τα δυτικά του στρατοπέδου. Όταν τελείωνε, τον ανάγκαζαν να μεταφέρει ξανά τους βράχους ανατολικά στην αρχική θέση του βουνού και το μαρτύριο του Άτλαντα ήταν διασκεδαστική ασχολία για τους αργόσχολους αξιωματούχους του Κόμματος. Έτσι, τον είχαν ονομάσει: Άτλαντα, που κουβάλαγε τους ουρανούς και τα ταβάνια του σοβιετικού συστήματος. Αν ο Άτλαντας έπεφτε, θα κατέρρεε και η ίδια η ΕΣΣΔ. Το γεγονός ότι ο αντιρρησίας συνείδησης τα κατάφερνε, ενώ όλοι οι προκάτοχοί του σωριάζονταν νεκροί ικετεύοντας λίγα ακόμα δευτερόλεπτα ζωής, δεν ήταν σημάδι μεταμέλειας, αλλά σπίθα ελπίδας. Θα τον τσάκιζαν στ’ αλήθεια.

Στην αρχή του πέταξαν κάτω από τη σιδερένια πόρτα του απομονωτηρίου ένα εγχειρίδιο με το θεωρητικό πλαίσιο του συστήματος. Με ένα πρόχειρο ξεφύλλισμα ανακάλυψε μία φωτογραφία του παιδιού του. Τότε μόνο, ο θάνατος άρχισε να ξεπροβάλλει σαν κρανίο στα ζυγωματικά του. Γέρασε μια ώρα αρχύτερα και η καμπούρα του, βουνό, που υψώθηκε νεκρός τιτάνας σε αιώνια θλίψη. Μα, πάλι, αν κοίταζες τα μάτια του είχαν μια μελένια ζέση και ψυχή σαν την καλοσύνη του Ηρακλή και τη δικαιοσύνη του Θησέα. Αυτό εξόργισε τους αξιωματούχους του συστήματος. Σύντομα, ο γέρος άρχισε να παραλαμβάνει φρικτά δέματα. Ανοίγοντας τα κουτιά ανακάλυπτε φωλιές από τυλιγμένα κομμάτια ρούχων. Μέσα στο αίμα ξεπρόβαλλαν μέλη του σώματος. Στην αρχή, τα μαλλιά της θυγατέρας με την κορδέλα των μαθημάτων πιάνου. Λίγες μέρες μετά, ακολούθησαν τα κουτιά με τις τρομερές οσμές. Τα δάκτυλα του σολφέζ, τα αυτιά της μουσικής, τα χείλια του τραγουδιού, τα παΐδια της αναπνοής. Ο γέρος -άψυχος- ένωνε τα κομμάτια του παιδιού του με στοργή πάνω στο λερό πάτωμα με τους αρουραίους και τα ζωύφια του Κόμματος. Προσπαθούσε -σαν να ήταν κάποιο λαϊκό παραμύθι η ζωή του- με γόους και δάκρυα στα μάγουλα να το επαναφέρει στη ζωή.

Κι όταν εν τέλει ασπάστηκε με τη βία την ιδεολογία του αίματος. Είδε για πρώτη φορά το παιδί ντυμένο με αυστηρή καπότα και δερμάτινα άρβυλα. Τίναζε από τους βραχίονες τη σκόνη του παρελθόντος. Στεκόταν μπροστά του τούμπανο και κλαρίνο, υποβάλλοντας αυτοματοποιημένο χαιρετισμό στη μαμά-κράτος.

Το μάτι ψυχρό, που ήταν το μόνο που δεν του είχαν στείλει με κουτί, δεν έβλεπε καν μπροστά του το ερείπιο του τρελού πατέρα…

Σάββατο 8/5/2021

Θύμιος Χαραλαμπόπουλος, Ο Νικόλας (μια αληθινή ιστορία)

Το μουντό Φθινοπωριάτικο απόγευμα που ο καυτερός ήλιος αποχαιρετούσε με τις χλιαρές αχτίνες του τη μεγαλούπολη Μελβούρνη, ο Νικόλας ανέβαινε με κόπο, ένα-ένα τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας που έμενε, για να μπει στο φτωχό διαμέρισμα, που του είχε -λόγω αναπηρίας- παραχωρήσει η κρατική υπηρεσία οικισμού, να ξαπλώσει στον καναπέ του, να ξεκουραστεί. Ο Νικόλας, κουραζότανε εύκολα, έστω κι από μια βόλτα στα μαγαζιά της γειτονιάς του.

Ήταν περί τα είκοσι ταλαίπωρα άτομα, που μοιράζονταν τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας αυτής. Ο Νικόλας έμενε στον δεύτερο όροφο και ήταν κοπιαστικό το ανέβασμα. Κουβαλούσε πολύ βάρος πάνω του, που τον δυσκόλευε στην αλλαγή των βημάτων του και στις κινήσεις του.
Ήταν κοντά πάνω από ένα και ενενήντα, φαρδύς και πλατύς, με αδύναμα πόδια λόγω κάποιας δυσμορφίας από ατύχημα, που με κόπο κρατιόταν όρθιος για πολλή ώρα. Σχεδόν σε κάθε σκαλοπάτι κοντοστεκόταν και έπαιρνε βαθιές ανάσες ακουμπώντας στους τοίχους.

Εκείνο το απόγευμα, ανεβαίνοντας, κοίταζε δεξιά κι αριστερά, πάνω-κάτω, μπροστά- πίσω, με αργές κινήσεις, σαν να ´βλεπε για πρώτη και τελευταία φορά όλα τα πράγματα: ανθρώπους που φλυαρούσαν στο δρόμο, τα δέντρα που ´ριχναν τους ίσκιους τους στη γη, τα πουλιά που φτερούγιζαν, τ’ αυτοκίνητα στο δρόμο και όλα λες και τα αποχαιρετούσε. Σαν να ´λεγε αντίο στην αδιάφορη γειτονιά, που τα τελευταία είκοσι χρόνια τον ήξερε και συχνά τον συναντούσε.

Έβγαινε αραιά και που, από το διαμερισμά του, για προμήθειες και για άλλες αναγκαίες υποχρεώσεις του, κι όταν τελείωνε, γρήγορα-γρήγορα επέστρεφε στο σπίτι του, στην πολύχρονη μοναξιά του, να ξαπλώσει, να ξεκουραστεί.

Μια λερωμένη κι άστατη κουζινίτσα, ένα ξεφτισμένο σαλονάκι κι ένα σκουρόχρωμο δωματιάκι, ήταν το μίζερο κονάκι του. Δυο παλιές τηλεοράσεις, η μια πάνω στην άλλη, που δυσλειτουργούσαν με βαρείς άχαρους ήχους, ένα παλιό ράδιο, που έφερνε βραχνιασμένο το ελληνικά τραγούδια, ένας βουλιαγμένος καναπές και μια βρώμικη πολυθρόνα, ήταν τα έπιπλά του.

Τα δυο μεγάλα παράθυρα του καθιστικού του, ήταν πάντα με τα στόρια κατεβασμένα και λίγο φως έμπαινε μέσα. Οι τοίχοι, απ´ άκρη σ´άκρη ήταν καλυμμένοι με εικόνες βλοσυρών Αγίων και διάφορες αφίσες παλαιοημερολογίτικου θρησκευτικού περιεχομένου, που όλα μαζί σάλευαν απελπισμένα στις αμυδρές κιτρινιάρικες φλογίτσες του σκουριασμένου καντηλιού, που πάντα έκαιγε σε μια αραχνιασμένη γωνίτσα του σαλονιού.

Εκεί ήταν το ασκηταρειό, όπου ο Νικόλας, αποξενωμένος και διωγμένος από τη γυναίκα του και την πολυμελή οικογένεια των τεσσάρων παιδιών του, περνούσε τον καιρό του, με συντροφιά τη μοναξιά, τα τελευταία είκοσι χρόνια του. Δεν είχε φίλους και ούτε έκανε παρέα με κανέναν. Ήθελε να ζει μόνος.

Πριν καλά-καλά κλείσει τα 17 χρόνια, στο τέλος του 1964, άβγαλτος, άπειρος, έπαιρνε το δρόμο τον αγύριστο της ξενιτιάς. Ήτανε λεβεντόπαιδο ο Νικόλας. Πρώτο ανάστημα, μεγάλα κι όμορφα καστανά μάτια, κυματιστά μαλλιά και μελαχρινή επιδερμίδα. Χαρούμενο, γελαστό, αγνό παλικάρι της ελληνικής υπαίθρου, γόνος μιας αυταρχικής οικογένειας και παιδί μιας κλειστής κοινωνίας. Δοκίμαζε την τύχη του στη Μελβούρνη κάπου εκεί στο Richmond.

Παντρεύτηκε γρήγορα-γρήγορα, απέκτησε τέσσερα παιδιά αλλά λόγω ατυχήματος δεν μπορούσε να δουλέψει όπως θα ήθελε για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και τις ανάγκες της πολυέξοδης οικογένειάς του. Γι’ αυτό και είχε παραιτηθεί και είχε αφήσει την τύχη του, στα χέρια της κρατικής φροντίδας…

Δεν ήταν και πολύ μεγάλος ο Νικόλας. Μόνο 56 χρονών ήταν, αλλά ήταν πολύ άρρωστος. Χοληστερίνη, σάκχαρο, μεγάλη πίεση, αρθριτικά και άλλες αρρώστιες, τον βασάνιζαν και τον είχαν καταβάλει. Δεν πολυνοιαζόταν για την υγεία του και άφηνε, όπως συνήθως έλεγε, τον εαυτό του και την τύχη του στα χέρια του Θεού.
Πριν μερικές εβδομάδες, τον είχα επισκεφτεί να του κάνω συντροφιά και να μιλήσουμε για θέματά του λόγω της δουλειάς μου. Του είχα αγοράσει και γνήσιο λιβάνι από ελληνικό μαγαζί. Είχε καταντήσει να είναι πολύ θρήσκος ο Νικόλας. Είχαν εισχωρήσει παλαιοημερολογίτες και τον είχαν κατακτήσει.

Σε συζητήσεις μας, πάντα μου μιλούσε με ζέση για τη ματαιότητα της ζωής, για τον παράδεισο των ουρανών, την αιώνια ζωή και την επικείμενη Δευτέρα παρουσία, που δεν την έβλεπε και πολύ μακριά…

Εκείνο το βράδυ, ο Νικόλας, είχε την αίσθηση ότι κάποιος ανεπιθύμητος παρείσακτος θα ερχόταν στο διαμέρισμά του, κάποιος θα τον επισκεπτόταν τη νύχτα. Κάτι σημαντικό θα του συνέβαινε, κάτι που δεν θα μπορούσε να προβλέψει. Φοβήθηκε και προσπάθησε ν ´αμυνθεί με ό,τι του ήταν μπορετό. Διπλοκλείδωσε την πόρτα του, έβαλε πίσω της και την αυτοσχέδια μπάρα που ο ίδιος είχε φτιάξει.

Κοίταξε πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά, έψαξε κάτω από το κρεβάτι του και σ´ όλα τα απόκρυφα μέρη που μπορούσαν να κρύψουν κάποιον. Εκτός από μερικές θρασόμυγες στο λεκιασμένο ταβάνι, δεν υπήρχε μέσα τίποτα άλλο, καμία ζωντανή ψυχή. Έφτιαξε μια μεγάλη κούπα, νες καφέ και κατάκοπος σωριάστηκε στον φθαρμένο καναπέ του…

Έκλεισε τα κουρασμένα μάτια του και αμέσως παρουσιάστηκε σαν άγγελος φτερωτός μπροστά του, η πονεμένη μάνα του. Άπλωσε το ανάλαφρο χέρι της, του σκούπισε με το τσεμπέρι της τον ιδρώτα και του χαϊδεψε το μουσκεμένο μέτωπό του. Να και το φτωχόσπιτο του πατέρα του και πιο πέρα στον βαθύ ίσκιο της μεγάλης μουριάς τ´αδερφάκια του, να ρίχνουν χορτάρι και να ποτίζουν με τον κουβά, τις δυο τρεις γυδούλες και εκείνον τον τσινιάρη γάιδαρό τους. Να και η Δευτέρα Παρουσία πάνω απ´το κεφάλι του κι ο δίκαιος θεός με τον Υιόν του και τους αγγέλους τους, με τη ζυγαριά του, να ζυγίζει αμερόληπτος τα κρύματα των ψυχών, να τις χωρίζει δεξιά και αριστερά, άλλες να ανταμείβει και άλλες παραδειγματικά να τιμωρεί, στέλνοντάς τες στην κόλαση.

Άξαφνα, πάνω, αριστερά στον ώμο, αισθάνθηκε ένα θόρυβο, σαν κλέφτες να προσπαθούν να παραβιάσουν την πόρτα του. Δεν πρόλαβε καλά-καλά να συνέλθει από την ταραχή και δέχτηκε μια γερή γροθιά στο στήθος του και, προτού προλάβει να πάρει ανάσα, δέχτηκε κι άλλες δυο πιο δυνατές.

Είπε να φωνάξει τη μάνα του: «Μάναααα, έλα με σκοτώνουνε! Γλύτωσέ με… έλα…», μα φωνή δεν έβγαινε από το ξερό λαρύγγι του. Έκανε να απλώσει το χέρι του, να πιάσει τα χέρια της που ήταν απλωμένα και τον γύρευαν, μα το χέρι του είχε παραλύσει και δεν κουνιόταν…

Ένα άλλο χτύπημα, πιο δυνατό αυτή τη φορά απ´ τα προηγούμενα, στο πάνω κορμί του αριστερά, τον αναδίπλωσε και τον πέταξε στα μπρούμυτα κάτω στο πάτωμα. Από δίπλα, στο καντηλάκι είχε σωθεί το λαδάκι του και η κίτρινη φλογίτσα τρεμόσβηνε, μέχρι που έπαιξε κανά-δυο φορές ανόρεξα. αποχαιρετώντας τα βλοσυρά πρόσωπα των Αγίων κι απότομα έσβησε μες στης νύχτας το σκοτάδι…

Προχώρησε, χωρίς να νοιάζεται η νύχτα. Οι τηλεοράσεις η μια πάνω στην άλλη, έσκουζαν βραχνιασμένες και το ράδιο έπαιζε παλιούς σκοπούς του Βαμβακάρη. Ήρθε εννιά η ώρα το πρωί και η γλυκιά φωνή της Ρένας Φραγκιουδάκη, (παραγωγός και εκφωνήτρια του 3XY Ράδιο Ελλάς), έβαλε το τραγούδι με το Νίκο Παπάζογλου «Εδώ κανείς δεν τραγουδά».

Οι συγκάτοικοι ξέγνοιαστοι ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες, οι γείτονες περνούσαν αδιάφοροι. Γέλια, φωνούλες παιδιών που πήγαιναν σχολείο, θόρυβοι και φρεναρίσματα αυτοκινήτων που έτρεχαν κάτω στο δρόμο, μα του Νικόλα, δεν του καίγονταν καρφί, κάτω στο λερωμένο πάτωμα…

Πέρασε μια μέρα, ήρθε και η άλλη κι η παρ´ άλλη, μέχρι που έγιναν έντεκα τον αριθμό. Γέμισε το σπίτι από την αποφορά της σήψης, ξεχείλισε, μέχρι που δεν τη χωρούσε άλλο κι από τις χαραμάδες της πόρτας και των παραθυριών, έβγαινε με ζόρι έξω, να λευτερωθεί απ´ την κλεισούρα του σπιτιού…

Οι γείτονες πανικόβλητοι, ειδοποίησαν την αστυνομία, που με τη σειρά της ειδοποίησε την πυροσβεστική και όλοι μαζί, βρέθηκαν μπροστά σε μακάβριο θέαμα. Από σημειώματα και διευθύνσεις, βρήκαν και ειδοποίησαν την πρώην γυναίκα του, που πήγε για αναγνώριση του πρώην άντρα της, που αδίκως και σκαιώς είχε διώξει από το σπίτι τους.…

Για είκοσι ολόκληρα χρόνια, πολύ σπάνια δεχόταν επισκέψεις ο Νικόλας. Μόνον από μια κόρη του κι αυτή στη χάση και στη φέξη. Ο γιος του και τα αλλά κορίτσια του, ποτέ δεν τον είχαν επισκεφθεί και ούτε ήθελαν να ξέρουν για την ύπαρξή του. Ίσως να ´φταιγε ο ίδιος ο Νικόλας, για την απομάκρυνσή του γιου του και των άλλων παιδιών του, που φαίνεται να ζητούσαν από τον πατέρα τους, όλα όσα είναι υποχρεωμένος ο κάθε πατέρας να προσφέρει στα παιδιά του. Ο Νικόλας όμως λόγω αναπηρίας, δεν μπορούσε, γι’ αυτό στερήθηκε την αγάπη τους, αφού αναγκάστηκε να μένει μακριά τους…

Οι αρχές είπαν, ότι θα ταφεί σε κοινό τάφο, με τρεις-τέσσερις άλλους αζήτητους, λόγω έλλειψης χρημάτων.
Ω του θαύματος όμως.… Η αστυνομία, είχε βρει $7.865 μετρητά στο πορτοφόλι του Νικόλα. Ο Νικόλας, είχε προνοήσει για τα στερνά του. Σε σημείωμά του που βρήκαν μαζί με τα χρήματα έγραφε:
« … να δοθούν από χίλια δολάρια στο κάθε παιδί μου.»

Ήτανε αρχές Μαγιού του 2007, που ´ρχονταν τα χελιδόνια στην πατρίδα, που οι κάμποι πρασίνιζαν, που χαρούμενα τα πουλιά κελαηδούσαν και ερωτευόνταν στα δέντρα. Τότε,η κουρασμένη απ´ τα χρόνια ογδονταπεντάχρονη μάνα του Νικόλα, δέχτηκε την είδηση, για το φευγιό του μικρού της γιου…!

Κασσάνδρα Αλογοσκούφη, Ο Άνθρωπος του Ύπνου

Την παλαιά εποχή τα κουνούπια ήταν διαφορετικά. Αν ήθελες να τα βρεις να τα συνθλίψεις, εκείνα καρτερικά υπέμεναν τον Γολγοθά τους, θεωρώντας μάλιστα τον μαρτυρικό τους θάνατο, τελολογικό σημείο και δώρο θεού.

Σήμερα, τα κουνούπια έχουν μια καλλιεργημένη πονηρία. Μαθημένα στο αροξόλ εξελίχθηκαν γενεαλογικά. Σε ανθεκτικές μυγοσκοτώστρες με ηλεκτροφόρο ρεύμα εναντιώθηκαν υιοθετώντας ένα καμουφλάζ σε σκούρες επιφάνειες που εξαφανίζει τη μορφή τους. Είναι αδιάφορα στα υπνωτικά που αναδύονται από θερμασμένες πλακέτες στην πρίζα. Συνήθως, είναι καλά κρυμμένα στις μονιές τους και κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου. Μάλιστα, επιδεικτικά κάθονται στο ταβάνι ανάποδα περιγελώντας τους πάντες στον ανάποδό τους κόσμο. Γλεντάνε να βλέπουν τα πρησμένα θύματα να χτυπιούνται και να οδύρονται μαύρα μεσάνυχτα. Νοιώθουν σαν το ασήμαντο τσιμπούρι που κάνει το λιοντάρι τον βασιλιά της Ζούγκλας να βογκάει και να χοροπηδάει στα δύο πισινά του πόδια για ψύλλου πήδημα.

Τα σημερινά κουνούπια ενεργούν υπολογιστικά, ύπουλα και καχύποπτα. Με το που θα δεχτούν το πρώτο ράπισμα, με στρατηγικούς ελιγμούς και παραπλάνηση αποφεύγουν κάθε μοιραία μάχη με ισχυρότερο εχθρό όπως ο ξύπνιος άνθρωπος που ονειρεύεται παχουλές αγελάδες. Αντιθέτως, όταν ο εχθρός κοιμάται από ανάγκη, τότε παύει η παντοδυναμία του. Θα τον χτυπήσουν ορδές κουνουπιών του Αμαζονίου την ώρα που είναι παντελώς απροετοίμαστος, δηλαδή στη μέση του ονείρου. Τότε, οι αγελάδες έχουν αρμεχθεί στο λίπος τους και αφυδατωμένες μασουλάνε στωικά τα αμπελόφυλλα του κοιμισμένου Διόνυσου σα να βρίσκονταν στα χωραφάκια του Νείλου των εξελληνισμένων αγροτών την εποχή των Πτολεμαίων. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή τα κουνούπια επιτίθενται με βομβαρδιστικά και μαχητικά -βελόνας και αγκαθιού- στα ζωτικά σημεία του κοχλία και του τύμπανου του αυτιού. Θα προτιμούν πάντα τα βρέφη από τους γέροντες. Θα χλευάζουν απονήρευτους τους προγόνους τους που θέλησαν να μοιράσουν δίκαια τη φύση -σε έντομα, θηλαστικά, πτηνά και ιχθύες. Ο κόσμος ανήκε μόνο στα έντομα, πανηγυρίζανε λοιπόν, τα σύγχρονα κουνούπια συστηματικά στο πιατάκι της γλάστρας, μην αμελώντας με το βραδινό πότισμα να πολλαπλασιάσουν το μοναδικό τους είδος σε εκκολαπτήρια τέλειας αφαίμαξης.

Και στόχος πάντα ο ίδιος. Οι γυμνές αδυναμίες του δέρματος. Σκοπός να εξαλειφθεί δια παντός ο Άνθρωπος του Ύπνου…

1/5/2021

Κασσάνδρα Αλογοσκούφη, Βιβλιοπωλείο “Πολιτεία”

Κατεβαίνοντας αυτήν τη σκάλα στο βιβλιοπωλείο “Πολιτεία” νοιώθεις ένα βάρος στο στήθος, την ανάγκη να πιαστείς από το κάγκελο ή τον τοίχο που θα βαστάξει το σώμα. Μία αλλαγή επιπέδου σχετικά βίαιη, αν κρίνεις από την απότομη κλίση της κλίμακας. Αν είσαι νέος αυτό συμβαίνει φυσικά. Μπορείς με ευέλικτα λυγίσματα των γονάτων να επιταχύνεις την κατάβαση και με μικρή δυσκολία στην ανάβαση. Αν δεν είσαι όμως νιος, αυτό γίνεται αργά και με προσοχή. Τότε, δίνεται η προσοχή σ’ όλες τις λεπτομέρειες: τα αποτυπώματα από τις παλάμες άλλων πελατών, σταθερής πελατείας και μη.

Στο υπόγειο της πολιτείας θα έλεγες ότι είναι τρέλα να ρίξεις τόνους βιβλίων, εκεί που ίσως κάποτε να γίνει χείμαρρος ιδεών, αν πλημμυρίσει από τα στάσιμα νερά της βούλησης, της απραγίας, της κατάθλιψης. Αντιθέτως, στο υπόγειο της Πολιτείας βρίσκονται οι ανθοί της ελληνικής και ξένης διανόησης. Βρίσκονται τοποθετημένοι σε τάξη, ανάλογα με τη συνομοταξία και το γένος, ώστε να σωθούν από τον αστικό μύλο της Άνω Πολιτείας, το αστικό τοπίο της πυκνοκατοικημένης Αθήνας.

Η πολιτεία των βιβλίων στην Ασκληπιού και Ακαδημίας είναι το βαλσαμόχορτο και το νερό της λήθης, που απαιτείται για να μπεις στη σκοτεινή Νέκυϊα των νεκρών αφηγήσεων. Διότι όλα τα βιβλία είναι συμβάντα παρελθοντικής μεθόδευσης. Εκεί, βρίσκεις τους φίλους κλαμένους, σκεπτικούς, βωβούς. Άλλοι δίχως να σε γνωρίζουν, σου ζητούν ένα βαλς, άλλοι σε τρομάζουν, έτσι γιατί το μπορούν με τα γκροτέσκα πρόσωπά τους.

Όταν είναι η ώρα της αναχώρησης, της επιστροφής στον Άνω Κόσμο, έχεις το συναίσθημα ότι πήγες στο καλύτερο ουϊσκάδικο. Βέβαια για σένα ποτήρι δεν προσφέρθηκε, κι ούτε περίσσεψε για να πιείς, να δοκιμάσεις της τέχνης τη μέθη, της γνώσης τη μέθεξη. Μόνον ευφράνθηκες των ανθών το άρωμα, των αποδημητικών άκουσες το ταξίδι και του αποστακτηρίου ένοιωσες στο πετσί την τσίκνα.