Drown by sunlight Reflected off snow, It is trapped
Withot design To know another way My pager calls code blue*
And for no reason at all I lift the window and blow a little life back into the world
Παριστάνοντας τον Θεό στο Νοσοκομείο
Μια μύγα ζουζουνίζει μαύρο παράπονο στο τζάμι
Παρασυρμένη από το ηλιόφως που αντανακλάται από το χιόνι έχει παγιδευτεί
μ’ άγνοια του σχεδιασμού μιας άλλης πορείας. Ο βομβητής μου καλεί
τον μπλε κωδικό* Και χωρίς καμιά αφορμή
σηκώνω το παράθυρο και φυσώ μια μικρή ζωή πίσω στον κόσμο
*Μπλε Κωδικός / Code Blue: Νοσοκομειακός Κωδικός στα Αμερικανικά νοσοκομεία γιατην Επείγουσα Καρδιοαναπνευστική Αναζωογόνηση (ΚΑΡΠΑ). Η αναγγελία από τον υπεύθυνο γιατρό του τέλους της ΚΑΡΠΑ δηλώνει το θάνατο του ασθενούς στον οποίο απέτυχε η ανάταξη / τάξη.
Απ΄ τα δεσμά αποτίναξη την μόνωση λαξεύει, το δέρμα ματώνοντας ενώ ο νους, γλαφυρά, φενάκες αποφαίνεται. Μνήμες καλούν προσδοκίες που βεβαιότητες έγιναν, στην προσδοκία την πλάτη γυρνώντας.
*
ΔΙΟΠΤΡΑ
Ο γλύφανος των χειμασμών τα μάτια σου πραϋνει! Γλυκασμοί πρωτόφαντοι τα βλέφαρά σου σμίγουν, όταν το βλέμμα σου μυούν σε αρμονία εξώκοσμη κι η θέλξη που σε ακολουθεί δεν είναι η θέλξη ετούτη. Τερπνά αδιάφορη! Απόκοσμα τερπνή! Γλυκοφεγγοβολείς! Δώρα της γλυφής!
Το είναι μου μεστωμένο από χαρά άσπρων πλοίων. Το είναι μου τσακίζει αισθήματα. Εγώ η ίδια κάτω από τις αναμνήσεις των ματιών σου. Θέλω να εξαλείψω τον κνησμό των βλεφάρων σου. Θέλω να ξεφύγω από την ανησυχία των χειλιών σου. Γιατί η φαντασμαγορική σου όψη εξευγενίζει τους δείκτες των ωρών;
*Από την ενότητα “Ένα σημάδι στη σκιά σου” (1955).
*
ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΟΥ
να συγκεντρώνεις πόθους σ΄ αγνώμονα φυτά να αναφέρεις τον δικό σου μ’ αντάξια τόλμη και τότε θα ‘ρθουν δέκα άλογα να ρίξουν την ουρά στον μαύρο άνεμο να λικνίσουν τα φύλλα τις νοτισμένες τους χαίτες και θα ‘ρθει ο γνώμονας να στρογγυλέψει τους στίχους.
*
ΚΑΤΙ
νύχτα που φεύγεις δώσε μου το χέρι
έργο ταραγμένου αγγέλου οι μέρες αυτοκτονούν
γιατί;
νύχτα που φεύγεις καληνύχτα
*
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ
Πρέπει να σωθεί ο άνεμος τα πουλιά πυρπολούν τον άνεμο στην κόμη της μοναχικής γυναίκας που επιστρέφει από τη φύση και υφαίνει καταιγίδες Πρέπει να σωθεί ο άνεμος
*
ΜΟΝΟ
πλέον καταλαβαίνω την αλήθεια
αντηχεί στις επιθυμίες μου
και στις λύπες μου στις ασυμφωνίες μου στις διαταραχές μου στα παραληρήματά μου
πλέον καταλαβαίνω την αλήθεια
τώρα ας ψάξω τη ζωή
*Από την ενότητα “Η τελευταία αθωότητα” (1956).
**Τα ποιήματα προέρχονται από τα βιβλίο “Αλεξάντρα Πισαρνίκ Ποιήματα”, εκδ. ενύπνιο, Αθήνα, 2020. Μετάφραση: Στάθης Ιντζές.
Μαθαίνοντας να ζω το σήμερα πρέπει να φονεύσω το παρελθόν να αγνοήσω το μέλλον όσο έχουν βάρος στη συνείδησή μου με τραβάνε προς τα κάτω επαναλαμβάνομαι αδρανώ φοβάμαι τις συνέπειες κι έτσι δεν ζω σαν το ποτάμι πρέπει να κυλώ που πίσω δεν γυρίζει να μην υπερβάλλει η σκέψη το ίδιο και η δράση στο σήμερα να ζω χαρά είναι κι ευλογία
*
ΚΟΙΝΗ ΜΟΙΡΑ
Μέσα στην καυτή πεδιάδα ένας άνεμος Σιμούν φέρνει άμμο από την Αφρική. Οι ψυχές διάτρητες σκορπίζονται στον ουρανό τα σώματα χοροπηδάνε στην επιφάνεια της γης φούσκες που ξεφουσκώνουν με μιας. Η καταστροφή επέρχεται επί δικαίων και αδίκων φαίνεται να είναι νόμος της φύσης διαψεύδει προσδοκίες φωλιασμένες στη συνείδηση αιώνων το καθιερωμένο δεν είναι πάντα το σωστό όταν βλέπεις το κακό δεν μπορείς να κλείνεις τα μάτια.
*
ΑΧΡΟΝΗ ΜΕΤΑΒΑΣΗ
Διαλογίζομαι σιγά-σιγά βγάζω απ΄ το νου μου κάθε σκέψη καθαρίζω το μυαλό το σώμα μου ελαφραίνει ίπταται πάνω απ΄ τα σπίτια πάνω απ’ τους δρόμους τραβάει για τα βουνά εκεί είναι η θέση μου δίπλα στις αετοφωλιές στα αιωνόβια δέντρα από κάτω μια αίσθηση πληρότητας με κυριεύει να ‘ναι η αγάπη για κάθε τι να ‘ναι η συμπαντική αγάπη ο χρόνος σταματάει κι όταν επιστρέφω στην πραγματικότητα νιώθω πως ξαναγεννήθηκα.
*Από τη συλλογή “Άχρονη μετάβαση”, εκδ. Ενδυμίων, 2018.
There in an abrupt turn in the road a rapid movement of the wind the sinking of the slightest we left something of ours lost for good if you stretch your hand you’ll feel it remnant of truth broken wing of Immortality if you stretch your hand if…
Εκεί σε μια απότομη στροφή του δρόμου σ’ έναν ελιγμό του αέρα σ’ ένα βύθισμα του ελάχιστου αφήσαμε κάτι δικό μας που χάθηκε για πάντα αν απλώσεις το χέρι το νιώθεις απομεινάρι αλήθειας σπασμένο φτερό Αθανασίας αν απλώσεις το χέρι αν…
*
IMMOBILITY / ΑΚΙΝΗΣΙΑ
Polysyllabic nothingness Slaughter passage But how strange though nothing! It doesn’t fit in everything.
Πολυσύλλαβο το τίποτα Διάδρομος σφαγής Μα αν και τίποτα τι παράξενο! Δεν χωράει στο όλα.
*Από τη συλλογή “Στην εξορία του βλέμματος / Banished look”, εκδ. Κουκκίδα, 2019. Αγγλική μετάφραση: Γάννης Γκούμας.
Πάρε μόνο ό,τι είναι πιο σημαντικό. Πάρε τα γράμματα. Πάρε ό,τι μόνος σου μπορείς να μεταφέρεις. Πάρε τις εικόνες και το κέντημα, πάρε το ασήμι, Πάρε τον ξύλινο σταυρό και τα χρυσά ομοιώματα.
Πάρε ψωμί και τα λαχανικά, και φύγε. Ποτέ πια δε θα γυρίσουμε εδώ. Ποτέ πια δε θ’ αντικρύσουμε την πόλη μας. Πάρε τα γράμματα. Όλα. Ως και το τελευταίο πικρό χαρτί.
Ποτέ πια δε θα μπούμε στα νυχτερινά μπακάλικα. Ποτέ πια δε θα πιούμε απ’ το ξερό πηγάδι. Ποτέ πια δε θα δούμε γνώριμα πρόσωπα. Εγώ κι εσύ είμαστε πρόσφυγες. Θα τρέχουμε όλη νύχτα.
Θα τρέχουμε μέσα από χωράφια με ηλιοτρόπια. Θα τρέχουμε μακριά απ’ τα σκυλιά, θα ξαποσταίνουμε ανάμεσα στις αγελάδες. Θα μαζεύουμε το νερό με τις παλάμες, περιμένοντας στα στρατόπεδα, ενοχλώντας τους δράκους επάνω στις σημαίες του πολέμου.
Δε θα γυρίσεις και οι φίλοι δεν θα επιστρέψουν πια. Δε θα υπάρχουν κουζίνες που καπνίζουν, δουλειές συνηθισμένες, δε θα υπάρχουν ονειρικά φώτα σε νυσταγμένες πόλεις, δε θα υπάρχουν πράσινες κοιλάδες, προαστιακές ερημιές.
Ο ήλιος θα είναι μια μουντζούρα στο παράθυρο των κλεισμένων θέσεων, περνώντας ορμητικά από λάκκους χολέρας καλυμμένους με ασβέστη. Θα υπάρχει αίμα στα τακούνια των γυναικών, κουρασμένοι φρουροί στα χιόνια των συνόρων,
ένας ταχυδρόμος με άδειες τσάντες πυροβολημένος, ένας παπάς με ξέγνοιαστο χαμόγελο απ’ τα πλευρά του κρεμασμένος, η ησυχία ενός νεκροταφείου, ο θόρυβος ενός διοικητηρίου, λίστες νεκρών, τυπωμένες χωρίς διόρθωση
τόσο μακριές που ο χρόνος δε θα φτάνει σ’ αυτές να ψάχνεις κάθε μέρα το όνομα σου.
Η σπιθερή ματιά ενός “καλού πελάτη”, ακολάκευτη, μονολογεί. Όπως το κάνει πάντα αυτός. Και μπρος στο γέλιο μιας κοκότας. ΄Ετσι, ανόητα, προσμένει να μιλήσει στα κρυφά του: “-Ω! Τέτοια μουσική! Συ μου βουβαίνεις της ατόξινης αλήθειας τη φωνή πως είν’ αλλού εκείνα τ’ άλλα… πολύ αλλού. Μου πνίγεις μέσα μου τον πόνο μακρινής αλήθειας σαν έτσι αναιμίζεις τις ύπουλές μου αγιότητες. Σ΄ όλους το ίδιο κάνεις. Γι’ αυτό δε βλέπω το γελοίο μου.
Και παύεις. Τόσο μονάχα ως που να δω σταματημένα όλα.”
*Από το βιβλίο της Μαρίας Αθανασοπούλου “Θεόδωρος Ντόρρος, Στου γλυτωμού το χάζι”, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005.
Η σκακιέρα υπό βροχή, έμεινε ασυμπλήρωτη στ’ αργό καλοκαίρι, μες στα απέραντα χωρίς μας.
Στον βροχερό Ιούνη ακίνητοι με τις πολύχρωμες ομπρέλες, ξέσπασμα βροχής στ’ αργό απόγευμα που σταθήκαμε ακίνητοι.
Σε μια πρώτη κίνηση που δεν έγινε, σε μια παρτίδα που δεν ξεκίνησε, κενά τετράγωνα με άλογα τρελά ν’ αναπληρώνουν την έλλειψη τρελών κι άγνωστοι στρατιώτες βουλιαγμένοι στα πλημμυρισμένα χαρακώματα.
Κι εμείς ξεχασμένοι άγνωστοι, Πότε μέσα, πότε έξω, σε δρόμους χωριστούς, αλλάζουμε θέσεις στο ίδιο ποτάμι, σκοντάφτουμε με μάτια ανοιχτά.
Ασπρόμαυρη βασίλισσα εσύ, αλλάζεις ρούχα κάθε τόσο, εκτός ισορροπίας στα υψώματα των τετραγώνων, με μένα κρυφή αλλαγή εκτός της σκακιέρας σου να ρίχνω βλέμματα στον πύργο σου και χλιμιντρίζω στον χλωμό βασιλιά σου κρυμμένο πίσω απ’ τους δικούς του πύργους.
Να σώσει ένα βασίλειο σε μια κενή παρτίδα.
Ζεστές ανεμώνες κατεβάζει η βροχή, δεν θα’ ναι έτσι πάντα ο καιρός, στην ασπρόμαυρη ιστορία μας που αργεί να ξεκινήσει.