Ελίνα Αφεντάκη, Σκληρή καρδιά


Σχέδιο Βίκυς Σαμουηλίδου που εμπεριέχεται στη συλλογή

Κάποτε μου’ δωσαν να δοκιμάσω «Σκληρή καρδιά»

«Θα σας αρέσει, είπε ο οικοδεσπότης, στα μέρη μας θεωρείται πρώτης τάξεως μεζές»

Σε αντίθεση με το όνομά της η Σκληρή καρδιά είχε σάρκα μαλακή,
μα κάνοντας να καταπιώ άνθρωποι μπουλούκια ξεχύθηκαν μέσα
στο στόμα μου.
Άλλοι εκλιπαρούσαν για πίστωση και άλλοι για συγχώρεση,
κάποιοι ζητούσαν ελεημοσύνη και άλλοι συμπόνια.
Κι όσο μασούσα η μπουκιά αντί να μικραίνει μεγάλωνε..

«Βλέπω δε σας ενθουσίασε το πιάτο μας…» μίλησε ο οικοδεσπότης
βλέποντας την έκφρασή μου.
Κι εγώ με το στόμα ακόμα μπουκωμένο από την αποτρόπαιη λιχουδιά:

«Για να είμαι ειλικρινής, προτιμώ τα αμελέτητα…»

*Από τη συλλογή “Παγοθραυστικό”.

Ρομάν Ζουέβ, Το σώμα

Ζούμε μέσα σε κουφάρια αυτοσυντήρησης
Μέχρι να γίνουμε ένα με το χώμα
Μέχρι να ξεχάσουμε τον κόσμο
Μέχρι να νιώσουμε μικροί θεοί
Ζούμε μέσα σε κουφάρια αυτοσυντήρησης
Και ο χρόνος γδέρνει
Με τα λεπτά του
Με τις ώρες του
Με τους μήνες του
Αυτό το κουφάρι που λέγεται σώμα
Ζούμε μέσα σε κουφάρια αυτοσυντήρησης
Αγκαλιάζουμε τη δυσοσμία μας
Προσευχόμαστε για το μέλλον
Ελπίζουμε για έρωτα
Ξεχνάμε τον χρόνο
Και σκοτώνουμε λεπτό προς λεπτό
Αυτό το κουφάρι που λέγεται
Σώμα

*Το ποίημα το πήραμε από εδώ: https://teflon.wordpress.com/page/4/

Γιώργος Κοζίας, Ρόδο μου κόκκινο

-Τι όμορφα που ευωδιάζεις απαλό λουλούδι!
Πνοή ανέμου ενώνει δεντρολίβανο
και τριαντάφυλλο σ’ ένα φιλί.

-Πώς ήταν η μέρα σου, ρώτησε η τριανταφυλλιά.
-Με έγνοιες, βάσανα, καημούς, απάντησε
το δέντρο του Λιβάνου.
Μήτε τον κήπο χάρηκα μήτε το περιβόλι.

-Κλαις, είπε το ρόδο.
Τα μάτια σου είναι υγρά, κυλούν δροσοσταλίδες.
-Θλίβομαι, αποκρίθηκε το δενδρολίβανο.
Πρέπει να φύγω…

Έσκυψε πάνω του.
Ψιθυρίζει λόγια ερωτικά.
Ένα ρόδο άνθισε στην τριανταφυλλιά.

*Από τη συλλογή “Κόσμος χωρίς ταξιδιώτες”, Εκδόσεις : Στιγμή, 2007.

Μαρία Μπαλοπούλου, Δύο ποιήματα

ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Οι παλιοί ποιητές
σταματούν καθώς βαδίζουν
-μόνοι πάντα μόνοι
και σκυφτοί-
στυλώνονται μπροστά στις κολόνες
πλησιάζουν βγάζουν
τα γυαλιά και μελετούν
αγγελτήρια θανάτων.

Φορτώνονται φεύγοντας
κι αυτόν τον νεκρό στην πλάτη.

*

ΤΑ ΛΟΓΙΑ

Τα λόγια είναι κύματα.

Σκάνε πάνω στις στεριές μας παφλάζοντας
γκρεμίζουν ό,τι με κόπο χτίσαμε
χρόνια μετά θυμάσαι.

Μάς χαϊδεύουν
σαν να μάς ήξεραν πάντα
σταλάζουν συχώρεση επιεκέικια σταλάζουν.

Ξεχνιούνται στον δρόμο
ξελογιάζονται από σειρήνες ανέμους
δεν φτάνουν ποτέ
εκεί που τα περιμέναμε
μια τρύπα κι απο κάτω
ακονίζει τ΄ αγκάθια του ένας κάκτος.

*Από τη συλλογή “Αντίδοτα”, εκδ. Στιγμή, 2007.

Κατερίνα Φλωρά, Δύο ποιήματα

ΕΞΩΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ

Όλοι μας λίγο ποιητές
στο λαβύρινθο του παιδιού ονείρου
στο παιχνίδι των συμβόλων
στους πρώτους μας ρόλους

Πλάστες ενός παράλληλου κόσμου
στο φαντασιακό μας σύμπαν
όψιμη αθωότητα

Λίγο ποιητές
όταν ξεκλέβουμε από την κάθε μέρα
λίγες σχισμές μαγικής σκόνης
στο όριο του πραγματικού

*

ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΙΟΥΝΗ

Το υπόκωφο πέπλο σκεπάζει τη λάμψη
με αραχνοΰφαντη στρώση
πριν παραδοθεί στο απόλυτο σκοτάδι
Πίσω από τη φυλλωσιά ξεπροβάλλει δειλά
στη σύλληψή του τα μάτια ανοιγοκλείνουν
το δάκρυ τρεμοπαίζει στο πλάι της κουίντας

Χρυσούλα Αγκυρανοπούλου, Ποιήματα

Η ΣΑΡΚΟΦΑΓΟΣ

του Έκτορα Κακναβάτου

Mα περικάρδιος ο άνεμος του ποιητή
βάζει το αλεξίσφαιρο σκουφάκι του
καμώνεται και φεύγει
οι επιθυμίες του σε συνεχή υποτροπή ‒κλείνουν
και λέγονται στη Μακρυνίτσα
αλλά αυτός εκεί‒
βάζει το αλεξίσφαιρο σκουφάκι του
φιλά τον θάνατο στο μέτωπο
Γρύπας ορθός και Σαμαρείτης

*

ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ

«Ο κόσμος να γίνει εικόνα. Αυτή θα είναι η τελευταία
ζωή των ανθρώπων να τους σκεπάσει μια εικόνα.»

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Τί έμεινε λοιπόν από την εκδρομή;
Η έκπληξη από το ξύλινο παράθυρο των αισθημάτων
Ο γέλωτας επάνω στη δικέφαλη στοργή
στα σπλάγχνα η ποίηση πλεούμενο Αργώ
και στο καντήλι της ψυχής αντί για λάδι αίμα

*

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΣΤΑΓΜΟΔΟΧΗΣ

Εσύ ησύχασε μητέρα, μας παίζουνε σβηστούς.
Όταν ανάβουμε, τα μάτια θέλουμε της Έπαρσης
ξεφωνητά στην ξιφολόγχη
η αλήθεια μας σερβίρει το νεκρόδειπνο
στην ματαιολογία
από την κρύπτη ξεπηδούν οι διασκεδαστές
κι οι σκιαγράφοι
λέμε στη Μοίρα μην κοιτάς ‒αλλάζουμε
φοράμε τον χιτώνα των χαμών και των συναισθημάτων
πέρα στ’ αόρατο νησί μάς ξενυχτά το όνειρο μονάχο
με τ’ οστεοφυλάκιο επάνω στα νερά και πάμε

*

ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ

Λογοτεχνία είναι το αναχαιτιστικό που απογειώνεται.
Καθώς ελέγχουμε την ψίχα του με το φωτόμετρο
του γράφειν
να και οι επιβάτες υμνητές, έλλειμμα από καλντέρα
καθώς δεν θέλουν άρχοντες να τους παραβιάζουνε τον
ουρανό
γύρω στις δεκατρείς χιλιάδες πόδια –τί δροσιά
δίχως αεροσυνοδούς και πύργους που ελέγχουν
μα κάποιο ρίγος που το είπαν χρονοπειρατεία,
ώστε λογοτεχνία είναι το αναχαιτιστικό
εκείνο που δεν προσγειώνεται

*Από τη συλλογή “Mα περικάρδιος ο άνεμος του ποιητή”, εκδ. Γαβριηλίδης, 2005.

Jim Morrison, από τα “Νέα Πλάσματα”

I

Snakeskin jacket
Indian eyes
Brilliant hair

He moves in disturbed
Nile Insect
Air

Τζάκετ από δέρμα φιδιού
Ινδιάνικα μάτια
Αστραφτερά μαλλιά

Κινείται μέσα σε διαταραγμένο αέρα
σαν έντομο του Νείλου

II

You parade thru the soft summer
We watch your eager rifle decay
Your wilderness
Your teeming emptiness
Pare forests on verge of light
decline.

More of yr miracles
More of your magic arms

Παρελαύνεις μέσα στο απαλό καλοκαίρι
Παρατηρούμε το παθιασμένο τουφέκι σου
να σαπίζει
Την έρημό σου
Την πλήρη κενότητά σου
Χλωμά δάση κλίνουν στο χείλος του φωτός

Περισσότερα από τα θαύματά σου
Περισσότερα από τα μαγικά σου όπλα

III

Bitter grazing in sick pastures
Animal sadness & the daybed
Whipping.
Iron curtains pried open.
The elaborate sun implies
dust, knives, voices.

Call out of the Wilderness
Call out of fever, receiving
the we dreams of an Aztec King.

Πικρή βροχή σε άρρωστους βοσκότοπους
Ζωώδης θλίψη και μαστίγωμα τυ κρεβατιου
Σιδερένιες κουτρίνες ορθάνοιχτες
Ο κατεργασμένος ήλιος υπαινίσσεται
σκόνη, μαχαίρια, φωνές.

Φώναξε μέσα απ’ την έρημο
Φώναξε μέσα από πυρετό, καθώς δέχεσαι
τα υγρά όνειρα ενός Αζτέκου Βασιλιά.

*”Νέα πλάσματα”, εκδόσεις Άρκτος, Αθήνα 1992. Μετάφραση: Γιώργος Βολουδάκης.

Exif_JPEG_420

Μαντώ Αραβαντινού, γραφή Β΄(1964)

Στις προσόψεις των υπόγειων διαβάσεων σταματώ με οδυνηρά οξυμένη την όραση, χωρίς σχέδιο μνήμης, χωρίς καθορισμένη πορεία. Χωρίς υποψία ονείρου. Αγνοώ την πολεοδομία του Νότου, το σχέδιο της πόλεως, τις προεκτάσεις οδών μονής κατευθύνσεως, τις εκπλήξεις των αφυλάκτων διαβάσεων. Πλανώμαι στους δρόμους του Νότου.
Ακολουθώ παρόδους διπλής κατευθύνσεως, στις συγκεκριμένες διαστάσεις ξηραμένης ρίζας φυτού ενδεδυμένη το ένδυμα του φόβου.
Η ασαφής γνώσις των σχηματικών μου ορίων, η άγνοια της ιδίας βουλήσεως αποκλείουν το σχήμα αντιτιθεμένων μορφών στο χώρο του οποίου αγνοώ τις διαστάσεις.
Συγκεκριμένα λοιπόν μεμονωμένα στοιχεία• οι δεσμίδες φωτός• η φορά του διαδρόμου• η έλλειψη ονείρου ή μνήμης• τα καινούργια κομψά υποδήματα. Οι υπόγειες διαβάσεις.
Οι αλλαγές ενδυμάτων και υποδημάτων πορείας αναγνωρίζονται εύκολα από τους περιοικούντας τις Νότιες συνοικίες της πόλεως.
Μεταθέτω συνεχώς την εστία κινδύνου. Με αβέβαιες κινήσεις και το συγκεκριμένο ένδυμα φόβου. Υπακούω στα σήματα αφυλάκτων διαβάσεων στον ρυθμό ακινδύνων οδών διπλής κατευθύνσεως, με ασαφή σήματα εκκινήσεως και ελευθέρως μετατιθέμενα τέρματα.
Στον ασαφή προσανατολισμό των υπογείων διαβάσεων.
Πλανώμαι στους δρόμους του Νότου εκτεθειμένη στις ριπές του Νοτίου ανέμου που διευκολύνουν τους βηματισμούς και την μνήμη ονείρου.
Πλανώμαι στους δρόμους του Νότου χωρίς σχέδιο μνήμης, χωρίς σχέδιο πορείας, παρακολουθώντας τα σχήματα φωτεινών διαφημίσεων, αριθμώντας ακριβώς τις εγκοπές των πλακοστρώτων προσβάσεων που πλαισιώνουν τους δρόμους διπλής κατευθύνσεως στην πληκτική μοναχική μου πορεία.
Στην αριθμητική ενημέρωση και καταγραφή των λαμπτήρων απολαυστικά επιμένω.

Παρακολουθώ τα σχήματα προσφάτως αναρτηθείσης φωτεινής διαφημίσεως στην πρόσοψη ισογείου χώρου παραπλεύρως κειμένης αιθούσης – υπογείας αιθούσης – κινηματογράφου ανακαλύπτω.
Πλανώμαι στους δρόμους του Νότου.
Επιγραφή αναρτημένη στα δεξιά της φωτισμένης προσόψεως βεβαιώνει και υποδεικνύει την τοπογραφία του άγνωστου χώρου.
Χωρίς ουσιαστικές εναντιώσεις στις βολικές διαστάσεις ξηραμένης ρίζας φυτού, χωρίς γνώση προσφάτου ή αχανούς παρελθόντος στα κεχαραγμένα όρια του Νότου. Πλανώμαι.
Μετακινούμαι αποκλειστικά κατά την φορά του διαδρόμου των επικλινών επιπέδων, με αυξημένη ευαισθησία στα κάτω μου άκρα.
Υπακούω στην επιγραφή της προσόψεως υπογείας αιθούσης κεντρικού κινηματογράφου στην ένταση των δεσμίδων φωτός αγνώστου προς το παρόν προελεύσεως, με αιφνιδίως οξυμένη την όραση και ευαισθησία κινδύνου.
Λαμβάνω συνείδησιν των υπογείων διαβάσεων.
Απομονώνω σε αρραγές περιχαρακωμένο περίβλημα την οποιαδήποτε υπόνοια ονείρου ή μνήμης.
Αλλάζω ταχύτατα το ένδυμα του φόβου.
Αποκτώ καινούργια κομψά υποδήματα.
Βραδύνω την μετακίνηση στο επικλινές του διαδρόμου με συνεχώς αυξανόμενη την υγρασία στα κάτω μου άκρα, και πλήθος ερωτηματικών αφορώντων αποκλειστικώς τον εξαερισμό της αιθούσης την εξεύρεσιν θέσεως την ένταση των δεσμίδων φωτός που ακολουθώ από ώρα.
Υπακούω σχολαστικά στην επιγραφή της προσόψεως, στις υποδείξεις των ασαφών φωτεινών προεκτάσεων, στο επικλινές του διαδρόμου.
Η θερμοκρασία του χώρου γενικώς ανεκτή, εύκρατη ίσως, ελαφρώς υγραμένη, διευκολύνει την αναπνοή των ασθματικών, αλλεργικών περιπτώσεων, προβλήματα του αμέσου παρόντος. Ουδέποτε μνήμη κινδύνου ανέκοψε τη δική μου πορεία στο επικλινές του διαδρόμου ή των στιλπνών λεωφόρων.
Την υγρασία αρκούντως δεν την υπελόγισα.
Τα βρεγμένα μου πόδια, τα λασπωμένα παπούτσια, τον τετραγωνισμένο άδενδρο χώρο αυλής εκπαιδευτηρίου, υψηλοτάτου κτιρίου φαιού στον άκρον της πόλεως. Στις διαστάσεις λεωφόρων αγνώστων.
Πόλεως αγνώστου.
Συγκεκριμένου κτιρίου φαιού.
Βρέχει. Εκτίθεμαι στις βρώμικες μαρμάρινες σκάλες, προφυλάσσω το κορίτσι που διασχίζει διαγωνίως τον χώρο.
Έχασε ένα τρύπιο λασπωμένο παπούτσι. Η αργοπορία μας θα έχει προφανώς επιπτώσεις. Όμως μπορώ με προσπάθεια να ανοίξω την θύρα αιθούσης. Αιθούσης μαθήσεως. Υψηλοτάτου κτιρίου φαιού.
Βρώμικων βρεμμένων μαλλιών και υγρών παιδικών εσωρούχων.
Η αίσθηση έντονου κόκκινου πιθανώς εσάρπας• αδρύ μάλλινο κόκκινο σχεδόν μια λουρίδα, εντείνει το κίτρινο χρώμα λαιμού μικρού κοριτσιού που σφίγγεται, τρέμει κοντά μου στον πάγκο που είναι για δύο.
Την υγρασία των γυμνών μας ποδιών την γεύση του ξύλου.
Την αφυδατωμένη σάρκα μικρού κοριτσιού στην θέση κοντά μου, στον πάγκο για δύο. Τα αβέβαια πρωινά του χειμώνα.
Στις διαστάσεις αγνώστων οδών ανώνυμης πόλεως.
Τη μυρουδιά του βρεμένου μαλλιού της εσάρπας. Την επιδερμίδα του αδύνατου μαύρου χεριού με τα βρώμικα νύχια. Τα ανεκάλυψα στην πρώτη πάροδο δεξιά του υψηλοτάτου κτιρίου φαιού.
Εκεί που περίμενα στο πέτρινο ρείθρο του δρόμου. Τα πρωινά του χειμώνα και άγνωστες αιθρίες Μαΐου.
Περίμενα. Την οριζόντια γραμμή χαλασμένων δοντιών. Το άρυθμο βήμα.
Την σκληρή επαφή του μαύρου ρικνωμένου χεριού της.
Οικεία η θέση δεξιά μου στο πάγκο που είναι για δύο και η άκρη του πέτρινου ρείθρου.
Έχασα τον προσανατολισμό του διαδρόμου, την ακριβή κλίση των επικλινών επιπέδων, την κατεύθυνση των δεσμίδων φωτός, την επαφή των χεριών μας. Αλλοίωσα τη γεύση του χρόνου.
Βρήκα τις ακριβείς διαστάσεις αιθούσης μαθήσεως υψηλοτάτου κτιρίου φαιού. Την θέση των ψηλών παραθύρων. Την σιδερένια θερμάστρα που θερμαίνει μακριά μου. Το όνομα παιδιού που δεν το θυμάμαι και δύσκολα μπορώ να ψελλίσω.
Ξαναβρήκα τη γεύση του ξύλου. Ή μήπως δεν ήταν; Χωρίστηκα απʼ τον εαυτό μου;
Η μνήμη δεν προδίδει ποτέ, μα ποτέ τον θυμό μου. Αυτού έχω πλήρη εικόνα και γεύση.
Γεύση θυμού και βροχής.
Πρωινά του χειμώνα που περίμενα στην άκρη του πέτρινου ρείθρου την κόκκινη εσάρπα λαιμού, την οριζόντια γραμμή χαλασμένων δοντιών. Στον άδενδρο χώρο αυλής εκπαιδευτηρίου φαιού.
Απαιτώ την επαφή του χεριού της.
Την μυρουδιά των βρεμμένων μαλλιών.
Απουσία δεξιά μου.
Αρχή και γεύση του μοναχικού παιχνιδιού μου.
Ο χρόνος που δεν υπακούει στην μνήμη λαμβάνει διαστάσεις ημέρας.
Ένας μακρύς παγωμένος χειμώνας στον πάγκο που δεν είναι για δύο.
Χωρίς την κόκκινη εσάρπα λαιμού. Χωρίς την επαφή του χεριού της.
Έχασα τις διαστάσεις του χώρου και την μυρουδιά των πουλιών.
Η μνήμη δεν προδίδει ποτέ τον θυμό μου.
Έψαξα την βρεμμένη εσάρπα λαιμού στη βρώμικη μαρμάρινη σκάλα, στους οριζόντιους διαδρόμους εκπαιδευτήριου φαιού.
Στον άδενδρο χώρο αυλής, στο πέτρινο ρείθρο του δρόμου υψηλοτάτου κτιρίου, στις διαστάσεις των αδυνάτων μαύρων πουλιών.
Στους πάγκους που δεν είναι για δύο.
Στον πάγκο που δεν είναι πια για κανέναν.
Έψαξα το αδύνατο μαύρο πουλί. Τη μυρουδιά του λαιμού και τη χαλασμένη γραμμή των δοντιών της.
Βρήκα τη γεύση του χαμένου ερωτικού παιγνιδιού.
Και πλήρη απουσία εντός μου.
Από την βομβαρδισμένη μου μνήμη απαιτώ την αλήθεια.
Την συγκεκριμένη στιγμή. Την πόση συγκίνηση.
Την πόση ερωτική επαφή των χεριών μας.
Απαιτώ την δική της εικόνα. Το γέλιο των βρώμικων χαλασμένων δοντιών.
Την γεύση κρύου βροχής και χειμώνα.
Τα μεσημέρια των μοναχικών παιγνιδιών. Στο πέτρινο ρείθρο του δρόμου. Στον πάγκο αυλής κτιρίου φαιού.
Στον πάγκο του ερωτικού παιγνιδιού μου.
Στο επικλινές του διαδρόμου φέρω τη λευκή γαλακτώδη μορφή μου• κατά την αντίθετη φορά των δεσμίδων φωτός. Προς Βορράν των επικλινών επιπέδων.
Κορίτσι δάνεισε μου ένα πρόσωπο.
Ενδεδυμένη νέο ένδυμα φόβου αναγνωρίζω τη διακοσμημένη μορφή μου.
Εμμέσω.
Στα νοτιοδυτικά του κτιρίου στο ασαφές της διαβάσεως υπογείας αιθούσης, στις αλλαγές υποδημάτων πορείας. Εμμέσω.
Στο ευτελές του σχεδίου της μνήμης. Εμμέσω.
Εμμέσω στην μνήμη των πλαγίων του ονείρου.
Συνείδηση σημαδεμένη απʼ τη μοναξιά και το γέλιο χαλασμένων δοντιών.

*Από εδώ: http://www.poiein.gr/2009/01/20/iaioth-anaaaioeiiy-anaoth-a1964/

Sara Teasdale, Two poems / Δύο ποιήματα

The New Moon

DAY, you have bruised and beaten me,
As rain beats down the bright, proud sea,
Beaten my body, bruised my soul,
Left me nothing lovely or whole—
Yet I have wrested a gift from you,
Day that dies in dusky blue:
For suddenly over the factories
I saw a moon in the cloudy seas—
A wisp of beauty all alone
In a world as hard and gray as stone—
Oh who could be bitter and want to die
When a maiden moon wakes up in the sky?

Νέα Σελήνη

ΗΜΕΡΑ, μ’ έχεις ζουλήξει και νικήσει,
Όπως η βροχή τη λαμπερή, περήφανη θάλασσα,
κτυπά,
Το σώμα μου κτυπώντας, την ψυχή μου
μαύρισες,
Τίποτε ωραίο ή ακέραιο δεν μου άφησες—
Και όμως, ένα δώρο απέσπασα από σε,
Ημέρα που σε σκοτεινό τελειώνει μπλε:
Διότι πάνω από εργοστάσια ξαφνικά
Ένα φεγγάρι είδα σε σκοτεινά νερά—
Ένα δεμάτι ομορφιάς εντελώς μόνο
Σ’ ένα σκληρό και γκρίζο σαν πέτρα, κόσμο—
Ω, ποιος θα μπορούσε πικρός να είναι και να
θέλει να πεθάνει
Όταν ένα παρθενικό φεγγάρι στον ουρανό
προβάλει;

*

Water Lilies

If you have forgotten water lilies floating
On a dark lake among mountains in the afternoon
shade,
If you have forgotten their wet, sleepy fragrance,
Then you can return and not be afraid.
But if you remember, then turn away forever
To the plains and the prairies where pools are far
apart,
There you will not come at dusk on closing water
lilies,
And the shadow of mountains will not fall on your
heart.

Νούφαρα

Αν έχετε ξεχάσει τα νούφαρα όπως επιπλέουν
Σε μια λίμνη σκοτεινή, ανάμεσα σε βουνά, στου
απογεύματος τη σκιά,
Αν το υγρό, νωθρό τους άρωμα έχετε ξεχάσει
Τότε να επιστρέψετε μπορείτε και μη φοβάστε.

Μα αν αναπολείτε, τότε, για πάντα το πρόσωπο
αποστρέψτε
Προς τις πεδιάδες και τους λειμώνες όπου οι
στέρνες είναι πέρα μακριά,
Εκεί δεν θα φτάσετε το σούρουπο στα κλειστά
νούφαρα,
Και, στην καρδιά σας δεν θα ριχτεί των βουνών
η σκιά.

*Από το βιβλίο “Sara Teasdale, Ποιήματα”, σε μετάφραση: Ασημίνας Λαμπράκου, Αθήνα 2023.

Αντώνης Αντωνάκος, Με τον Χένρυ στη Λίμνη

Του Κώστα Παπαπάνου για τον Αντώνη Αντωνάκο και το βιβλίο του Με τον Χένρυ στη Λίμνη, όπως διαβάστηκε στο βιβλιοπωλείο Αγαύη, την Παρασκευή 2/6/2023*

Παρακολουθώ τον Αντώνη στη λίμνη εδώ και πολλά χρόνια. Σαν ταινία τον παρακολουθώ και σαν κείμενο που τρέχει κι ανοίγεται και σταδιακά μικραίνοντας την απόσταση μεταξύ μας σαν άνθρωπο. Τώρα τελευταία σαν έναν άνθρωπο που πέρα από δάσκαλος, ποιητής και κούκλος, φίλος, μάγκας και σύντροφος, είναι περισσότερο άνθρωπος από οποιοδήποτε χαρακτηριστικό ή ιδιότητα προσδίδουμε με αφέλεια σε αυτή την λέξη.

Ένας άνθρωπος που όλα αυτά τα χιλιόμετρα κάτω από τα πέλματά του και όλοι αυτοί οι ιριδισμοί του φωτός πάνω στα χαλκοπράσινα νερά, το κρώξιμο του κόρακα, το κόασμα του βατράχου, ο αέρας μέσα στις καλαμιές, οι καθρέπτες στα φύλλα των δέντρων, το αλύχτισμα των αδέσποτων είναι το ίδιο ακριβώς πρόσωπο. Όλες αυτές οι ανθρώπινες φιγούρες που καθρεφτίζουν στο βλέμμα τους την απόσταση από την πόλη, με τα ακονισμένα αυτιά και τα λαξεμένα μάτια είναι το ίδιο ακριβώς πρόσωπο.

Ο Αντώνης στο φόντο της λίμνης δεν ξεχωρίζει περισσότερο από ένα φίδι που κουλουριάζεται κάτω από ένα βράχο για να ξαποστάσει. Γίνεται μια επιπλέον φύση, μια φύση λιγότερη από όσο χρειάζεται για να εισπνεύσει όλη την πολυπόθητη ελευθερία του να βρίσκεσαι ακριβώς εκεί που είσαι. Εκεί αγαπάει και εκεί μεγαλώνει. Από εκεί κοιτάει με το τηλεσκόπιο του αυτόν και κάθε κόσμο στέλνοντας συνεχώς μηνύματα θάρρους και απελπισίας, θυμίζοντας μας τον αρχέγονο χορό των αστεριών. Εκεί γεννάει όλα του τα χάδια, τις θωπείες και τις ηδονές, εκεί δαγκώνει τον ήλιο στα στήθη και γεννιέται ξανά και ξανά, δίχως ίχνος μεταμέλειας και ματαιοδοξίας.

Είναι ήρεμος και μιλάει, μιλάει ακατάπαυστα, όχι σαν χρόνος που μετράει ανάποδα, όχι σαν συνείδηση που φθονεί το θαύμα, αλλά σαν λαμπύρισμα της χαοτικής δυναμικής των αισθήσεων. Σαν υπέρτατος ακροατής της μεγαλοφυούς εξέλιξης της χλόης. Βουβός και βαθύς κάθεται και μιλάει, και γράφει, και σχεδιάζει με το δάχτυλο στον αέρα και κοιτάει πέρα μακριά στον απέραντο ορίζοντα των σκελιών της, ερωτοτροπώντας με τον κοσμικό ρυθμό, εκτιμώντας βαθιά τον πλούτο και το μυστήριο του σκότους.

Παρακολουθώ τον Αντώνη στη λίμνη εδώ και πολλά χρόνια. Οι εποχές αλλάζουν, βροχή πέφτει και ο πλάτανος στροβιλίζεται και πάει, θύελλες σπέρνουν τον νου στους ανθρώπους, ο Χριστός κατεβαίνει από τον σταυρό του για να πάει για κατούρημα, η γλώσσα του δυναμώνει σε ρυθμό, η αναπνοή του ενδύεται την ευγένεια της φωτιάς και την κομψοτεχνία του πάγου, ο Αντώνης πληθαίνει κι ονειρεύεται, εμένα και σένα, μας ονειρεύεται γυμνούς μέσα στο νερό, οι στύσεις μας είναι υπέρλαμπρες, το ίδιο και οι σχισμές μας, κραυγάζουμε και χύνουμε, ένας ήλιος φυτρώνει πάνω σε έναν άλλο ήλιο, οι σάλπιγγες σημαίνουν.

Ο Αντώνης χάνεται κάτω από την επιφάνεια της λίμνης. Επιστρέφει στην απύθμενη δεξαμενή των ονείρων. Αφουγκράζεται το βουητό της αιωνιότητας και αξιώνει την αλήθεια ακούγοντας τους ψιθύρους των ποιητών. Ένας Αμερικανός, το τρίτο παιδί ενός μικρό επιχειρηματία, ένας μαθητής του Έμερσον, νεκρός στα 44 του από φυματίωση, ζωντανός ακόμα, σαν πουλί που ποτέ του δεν τραγούδησε μέσα σε σπηλιά, σαν καλοσύνη που ποτέ της δεν αποτυγχάνει, του πιάνει το χέρι και τον ευχαριστεί για την προσοχή που του δίνει. Ελεύθερος ο χρόνος, το κεφάλι τους ήσυχο, τα ρούχα τους παλιά, τα δάχτυλά τους έμπειρα ψηλαφούν τον πλανήτη Γη και νιώθουν τα σπίτια που τρέμουν, προσπαθούν να θεμελιώσουν όλα αυτά τα σπουδαία κάστρα που χτίστηκαν στον αέρα.

Συμφωνούν πως το μόνο φάρμακο για την αγάπη είναι η ίδια η αγάπη. Ο Αντώνης αναδύεται, βγαίνει και ξαπλώνει στην ακτή. Φοράει το μαύρο του τζιν και το μαύρο του μπλουζάκι και κάθεται δίπλα μου. Κρατάει ένα ακόμη βιβλίο στα χέρια του. Νάτος, εδώ μαζί μας. Μα τι θεσπέσια χαρά, τι μεγαλειώδης ανοησία και τι αγνή ομορφιά, τι μεγάλη αχόρταγη γιορτή που έχουμε στήσει κι απόψε φίλες μου και φίλοι, με βροντές και κεραυνούς, με λιοπύρι αυγουστιάτικο και σκόνη, με φεγγάρι ολόγιομο, πιο ψεύτικο κι απ’ τις φωνές μας, μαζεμένοι όλοι εδώ, έτοιμοι να αρπάξουμε τον άνθρωπο αυτόν από τον λαιμό και να τον καταβροχθίσουμε, να πιούμε το αίμα του και να γεννήσουμε τα παιδιά του, να τον θάψουμε έξι φορές και να τον αναστήσουμε χιλιάδες, να του πάρουμε το σκαλπ και να πιούμε το μυαλό του με καλαμάκι.

Ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Ίσως και μόνο απλά να του σφίξουμε το χέρι και να του ευχηθούμε όλη αυτή η καύλα που μας έχει προσφέρει μέχρι τώρα να είναι μόνο η αρχή.

*Αναδημοσίευση από εδώ: https://enaetsi.wordpress.com/2023/06/04/7299/#like-7299