Του Κώστα Παπαπάνου για τον Αντώνη Αντωνάκο και το βιβλίο του Με τον Χένρυ στη Λίμνη, όπως διαβάστηκε στο βιβλιοπωλείο Αγαύη, την Παρασκευή 2/6/2023*
Παρακολουθώ τον Αντώνη στη λίμνη εδώ και πολλά χρόνια. Σαν ταινία τον παρακολουθώ και σαν κείμενο που τρέχει κι ανοίγεται και σταδιακά μικραίνοντας την απόσταση μεταξύ μας σαν άνθρωπο. Τώρα τελευταία σαν έναν άνθρωπο που πέρα από δάσκαλος, ποιητής και κούκλος, φίλος, μάγκας και σύντροφος, είναι περισσότερο άνθρωπος από οποιοδήποτε χαρακτηριστικό ή ιδιότητα προσδίδουμε με αφέλεια σε αυτή την λέξη.
Ένας άνθρωπος που όλα αυτά τα χιλιόμετρα κάτω από τα πέλματά του και όλοι αυτοί οι ιριδισμοί του φωτός πάνω στα χαλκοπράσινα νερά, το κρώξιμο του κόρακα, το κόασμα του βατράχου, ο αέρας μέσα στις καλαμιές, οι καθρέπτες στα φύλλα των δέντρων, το αλύχτισμα των αδέσποτων είναι το ίδιο ακριβώς πρόσωπο. Όλες αυτές οι ανθρώπινες φιγούρες που καθρεφτίζουν στο βλέμμα τους την απόσταση από την πόλη, με τα ακονισμένα αυτιά και τα λαξεμένα μάτια είναι το ίδιο ακριβώς πρόσωπο.
Ο Αντώνης στο φόντο της λίμνης δεν ξεχωρίζει περισσότερο από ένα φίδι που κουλουριάζεται κάτω από ένα βράχο για να ξαποστάσει. Γίνεται μια επιπλέον φύση, μια φύση λιγότερη από όσο χρειάζεται για να εισπνεύσει όλη την πολυπόθητη ελευθερία του να βρίσκεσαι ακριβώς εκεί που είσαι. Εκεί αγαπάει και εκεί μεγαλώνει. Από εκεί κοιτάει με το τηλεσκόπιο του αυτόν και κάθε κόσμο στέλνοντας συνεχώς μηνύματα θάρρους και απελπισίας, θυμίζοντας μας τον αρχέγονο χορό των αστεριών. Εκεί γεννάει όλα του τα χάδια, τις θωπείες και τις ηδονές, εκεί δαγκώνει τον ήλιο στα στήθη και γεννιέται ξανά και ξανά, δίχως ίχνος μεταμέλειας και ματαιοδοξίας.
Είναι ήρεμος και μιλάει, μιλάει ακατάπαυστα, όχι σαν χρόνος που μετράει ανάποδα, όχι σαν συνείδηση που φθονεί το θαύμα, αλλά σαν λαμπύρισμα της χαοτικής δυναμικής των αισθήσεων. Σαν υπέρτατος ακροατής της μεγαλοφυούς εξέλιξης της χλόης. Βουβός και βαθύς κάθεται και μιλάει, και γράφει, και σχεδιάζει με το δάχτυλο στον αέρα και κοιτάει πέρα μακριά στον απέραντο ορίζοντα των σκελιών της, ερωτοτροπώντας με τον κοσμικό ρυθμό, εκτιμώντας βαθιά τον πλούτο και το μυστήριο του σκότους.
Παρακολουθώ τον Αντώνη στη λίμνη εδώ και πολλά χρόνια. Οι εποχές αλλάζουν, βροχή πέφτει και ο πλάτανος στροβιλίζεται και πάει, θύελλες σπέρνουν τον νου στους ανθρώπους, ο Χριστός κατεβαίνει από τον σταυρό του για να πάει για κατούρημα, η γλώσσα του δυναμώνει σε ρυθμό, η αναπνοή του ενδύεται την ευγένεια της φωτιάς και την κομψοτεχνία του πάγου, ο Αντώνης πληθαίνει κι ονειρεύεται, εμένα και σένα, μας ονειρεύεται γυμνούς μέσα στο νερό, οι στύσεις μας είναι υπέρλαμπρες, το ίδιο και οι σχισμές μας, κραυγάζουμε και χύνουμε, ένας ήλιος φυτρώνει πάνω σε έναν άλλο ήλιο, οι σάλπιγγες σημαίνουν.
Ο Αντώνης χάνεται κάτω από την επιφάνεια της λίμνης. Επιστρέφει στην απύθμενη δεξαμενή των ονείρων. Αφουγκράζεται το βουητό της αιωνιότητας και αξιώνει την αλήθεια ακούγοντας τους ψιθύρους των ποιητών. Ένας Αμερικανός, το τρίτο παιδί ενός μικρό επιχειρηματία, ένας μαθητής του Έμερσον, νεκρός στα 44 του από φυματίωση, ζωντανός ακόμα, σαν πουλί που ποτέ του δεν τραγούδησε μέσα σε σπηλιά, σαν καλοσύνη που ποτέ της δεν αποτυγχάνει, του πιάνει το χέρι και τον ευχαριστεί για την προσοχή που του δίνει. Ελεύθερος ο χρόνος, το κεφάλι τους ήσυχο, τα ρούχα τους παλιά, τα δάχτυλά τους έμπειρα ψηλαφούν τον πλανήτη Γη και νιώθουν τα σπίτια που τρέμουν, προσπαθούν να θεμελιώσουν όλα αυτά τα σπουδαία κάστρα που χτίστηκαν στον αέρα.
Συμφωνούν πως το μόνο φάρμακο για την αγάπη είναι η ίδια η αγάπη. Ο Αντώνης αναδύεται, βγαίνει και ξαπλώνει στην ακτή. Φοράει το μαύρο του τζιν και το μαύρο του μπλουζάκι και κάθεται δίπλα μου. Κρατάει ένα ακόμη βιβλίο στα χέρια του. Νάτος, εδώ μαζί μας. Μα τι θεσπέσια χαρά, τι μεγαλειώδης ανοησία και τι αγνή ομορφιά, τι μεγάλη αχόρταγη γιορτή που έχουμε στήσει κι απόψε φίλες μου και φίλοι, με βροντές και κεραυνούς, με λιοπύρι αυγουστιάτικο και σκόνη, με φεγγάρι ολόγιομο, πιο ψεύτικο κι απ’ τις φωνές μας, μαζεμένοι όλοι εδώ, έτοιμοι να αρπάξουμε τον άνθρωπο αυτόν από τον λαιμό και να τον καταβροχθίσουμε, να πιούμε το αίμα του και να γεννήσουμε τα παιδιά του, να τον θάψουμε έξι φορές και να τον αναστήσουμε χιλιάδες, να του πάρουμε το σκαλπ και να πιούμε το μυαλό του με καλαμάκι.
Ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Ίσως και μόνο απλά να του σφίξουμε το χέρι και να του ευχηθούμε όλη αυτή η καύλα που μας έχει προσφέρει μέχρι τώρα να είναι μόνο η αρχή.
*Αναδημοσίευση από εδώ: https://enaetsi.wordpress.com/2023/06/04/7299/#like-7299
Like this:
Like Loading...