Ποιητικοί καθρεφτισμοί

Δημήτρης Τρωαδίτης «Γέννες ανέγγιχτες», Εκδόσεις Στοχαστής, 2024

Του Χρήστου Νιάρου*

“Πάρε την λέξη μου, δως μου το χέρι σου” κατέθεσε σε μια ποιητική αποστροφή του ο υπερρεαλιστής ποιητής μας, Ανδρέας Εμπειρίκος. Πάρτε λίγο νερό για το μέλλον, προβλέπεται αρκετά ξερό αποφάνθηκε ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός σε μια του γραφή.

Κάνοντάς τα πράξη, ρεαλιστικά με την δικιά του προσωπική πένα καταγραφής στο τι μα και ό,τι γίνεται έξω από τα όρια των αισθήσεων και των σημείων τους, ο ποιητής και συγγραφέας Δημήτρης Τρωαδίτης, τα δεδομένα, τα παράπλευρα σημαινόμενα της ζήσης, της μοναχικότητας, της μοναξιάς, του Έρωτα, τις όψεις και τους καθρεφτισμούς της καθημερινότητας, τα αποτυπώνει, τα φιλτράρει, τα ξαναγεννάει, κάνοντάς τα ποιήματα. Η μη ομοιοκαταληξία των στροφών και γραμμών τους είναι και αυτό ένα κομμάτι της τεχνικής του.

Το σίγουρο είναι ότι κάθε εποχή γεννά ή φέρνει καινούργια πράγματα, ιδέες φέρνει και θαύματα εικόνων και λέξεων κοιλοπονεί. Το σίγουρο είναι πως ό,τι αλλάζει στα όρια και στο χρόνο της ζωής μας δεν αλλάζει πάντα για καλό ή για κακό. Σχετικά δε και τα οριστικά ή τα μη οριστικά πλαίσια των αλλαγών που ο τροχός και η τροχιά της, μας φέρνουν στην καθημερινότητα, στην μοναχικότητα -κοινωνικότητα μας.

Το σίγουρο είναι ότι και ο καθείς/μία ερμηνεύει, προσεγγίζει το όποιο θέαμα και το όποιο θεαθήναι της ζωής, που είναι γύρω, μέσα και μακριά του, με υποκειμενικά αντικειμενικά, κριτήρια, μέτρα, βιώματα, μα και ταξίδια ψυχής που πήγε ή δεν πήγε το σώμα του. Κάπως έτσι βγαίνουν και τα βιβλία, κάπως έτσι βρίσκονται ή αγγίζονται οι άνθρωποι και τα έργα τους. Τα λόγια μένουν, τα έργα μένουν, ρητορικό το ερώτημα και στις όποιες του πτυχώσεις, έρχονται…τα καλύτερα ή γενικώς έρχονται αυτά που έρχονται.

Στο δε άγγιγμα των αισθήσεων και των παραισθήσεων που φέρνει η ανάγνωσή τους (τα σημεία επαφής), στο τι γεννά ο καιρός τους και ο μη καιρός τους, καταγράφεται και κυκλοφορεί σελίδα τη σελίδα. Αιθεροβατεί σε άλλο σύμπαν, επικρατεί η κριτική ματιά, μα και εκκολάπτεται, γεννιέται σε μια ακόμη εικόνα σε κάτι καινούργιο στη δεύτερη ανάγνωση και ηχώ τους. Κάπως σε αυτές τις συντεταγμένες και με αυτές τις σκέψεις τριπλοξεφύλισσα την καινούργια ποιητική συλλογή του Δημήτρη Τρωαδίτη από τις εκδόσεις “Στοχαστής”.

Ενδεχομένως, μιας και η ποίηση και ο ποιητικός λόγος, γραπτώς ή και ως άγραφος μονόλογος στης μνήμης τα στενά (ανέγγιχτος, αλλά ποτέ στατικός) που δεν βρήκε χαρτί ή τον κατάλληλο αναγνώστη/στρια να είναι ακόμη σε συνεχή εγρήγορση, μιας και ό,τι θα γεννηθεί, ό,τι θα βγει στο φως, ό,τι θα κλάψει ή θα γελάσει, θα είναι μια πρόκληση διαρκείας. Πιθανόν δεν είναι ή δεν θάναι και το έδαφος και ο χρόνος ο κατάλληλος και το ανέγγιχτο του ταξιδιού πιάνει λιμάνι στην σιωπή και σε ένα γιατί. Επισημαίνει καίρια ο ποιητής Δ.Τ. στο βιβλίο, περίπου στα μισά του: “Οι αισθήσεις νησιά απάτητα/ με άγνωστα ονόματα/ πεπαλαιωμένα νεκροταφεία/ματωμένοι οι σταυροί/ μεταμορφώνονται σε ψαράκια/του γλυκού νερού/μακρινά πεφταστέρια/ που εμφανίζονται κάθε χίλια χρόνια”.

Ξεχάσαμε στο ανέγγιχτο σύμπαν του κόσμου μας τον εαυτό μας, τις αισθήσεις μας, σε κλειστό κύκλο (κλειστά σαν χώρος τα νησιά, η γυάλα κλειστή) και περιμένουμε… επανεκκίνηση (γέννα) από την επαφή, την μακρινή των κάθε χιλίων χρόνων από τα πεφταστέρια. Μακραίνουμε δηλαδή ως οντότητες στην τροχιά του χρόνου. Ανέγγιχτοι, γεννάμε απόσταση μεταξύ μας μα και με το εγώ μας.

Αλλά εκεί που λες ή νιώθεις κάπου ότι χωλαίνει η επικοινωνία, εκεί που υπάρχει μια ρωγμή που συνεχώς σε αγγίζει, σε προβληματίζει, έρχεται ο ποιητικός λόγος και δίνει μικρές ή μεγάλες απαντήσεις.

Μιας και όσα τα θαύματά του με την εικονοπλασία τους και με το γιατί τους αλλά και στο πώς της ροής της ιστορίας μας, ενώ ουσιαστικά την περιόρισαν ή μας όρισαν μας κράτησαν ανέγγιχτους, τότευπάρχουν και οι άλλες γραφές, στα ψιλά γράμματα των ποιημάτων και στα χωρίσμαστα των στίχων που ταξιδεύουν με το μήνυμά τους σε ένα άλλο ξέφωτο. Είναι η άλλη πλευρά της μοναξιάς, μα και της αγάπης. Επισημαίνει ο ποιητής Δ. Τρωαδίτης: “Τόσο θλιμμένοι/φταίει η ξηρασία/ η έλλειψη βροχής/τα αυτοκίνητα/οι πλαστικές αισθήσεις/ η αγωνία/ εγώ ο ίδιος”.

Δημήτρης Τρωαδίτης

Από γέννες σε γέννες πάει, προχωράει η ζωή στο τι στράβωσε στον κόσμο τούτο, στο μεταξύ μας, στο μακριά και στο κοντινό πλάνο ζωής και επαφής μα κανείς/καμμία δεν βγαίνει απ’ έξω από το παιγνίδι των σελίδων του ποιητικού αυτού βιβλίου. Είναι το δούναι και λαβείν της ποίησης, είναι το παραλήρημα των λέξεων, όπου και ο δημιουργός του και κρίνεται μα και κρινόμενος, ζει και υπάρχει στην εσωστρέφεια και εξωστρέφεια των πεπραγμένων και της φαντασίας. Εικάζω ότι παίρνει από τα βιώματα, τα μη βιώματα, το κύμα τους και στη δύσκολη εποχή της επιβίωσης (πιθανόν ανέραστης, δυστοπικής, ναρκισσιστικής, τεχνολογικά εύκολης) και στέλνει με τον τρόπο και το έργο του θέαση και θέση του. Λέει, γράφει: “Σχεδόν κάθε μέρα/ κάνει την ίδια διαδρομή /σπίτι δουλειά /δουλειά σπίτι /και τα τραμ/άλλοτε γεμάτα /άλλοτε άδεια / μόνο κάτι σταγόνες βροχής / σπάζουν τη μονοτονία / αν τις συνηθίσει/θα γίνουν ρουτίνα / και αυτές”. Οι ποιητικές εικόνες, η κατάσταση ουτοπίας, τα μεγάλα λόγια, τα λιμνάζοντα νερά της επικοινωνίας των θέλω, τα εκκρεμή θέματα ζωής φυγαδεύονται, εξακτινώνονται στη γραφή του.

Εν κινήσει πάντα γιατί ό,τι είναι ανέγγιχτο ως θαύμα, αλήθεια ή μύθος ποιητικά κατοικείται σε αυτό το σύμπαν. Και από εκεί ξαναγεννιέται. Όπως και οι γέννες με τις γενιές. Τα υπόλοιπα, στις σελίδες του βιβλίου που με τα σαραντατεσσάρων μικρών σε έκταση ποιημάτων, μα αξιολογότατων και σημαντικών, είναι μια εξομολόγηση εξ επαφής. Με πόνο και χαρμολύπη όπως οι γέννες. Όπως και οι λέξεις και η δημιουργία της τέχνης και, κυρίως, οι ανθρώπινες σχέσειςεπαφές που πάντα θα κάνουν και θα έχουν το πρώτο λόγο στα ρήματα, στους στίχους των ποιημάτων. Μα και στης ζωής τα δρώμενα και στις όποιες περιπτύξεις και στα όποια αφηρημένα και συγκεκριμένα σπαράγματα λέξεων, θα στέκουν με παρησσία και θα αγγίζουν το χάδι και την πληγή του χρόνου, της τύχης, των συμφραζομένων τους σε εγρήγορση και με τον δικό τους τρόπο.

Καταλήγοντας, για την ιστορία είναι η δέκατη ποιητική συλλογή του Δ. Τρωαδίτη, ενώ ποιήματά του και στα ελληνικά και στα αγγλικά βρίσκονται σε ιστοσελίδες πολιτισμού και λόγου και στις δύο γλώσσες. Επίσης, ο συγγραφέας διαχειρίζεται το προσωπικό του blog (είναι ελεύθερο και προσβάσιμο σε όλους/ες τους βιβλιόφιλους), στη διεύθυνση http://tokoskino.me

*Δημοσιεύτηκε εδώ: https://www.fractalart.gr/gennes-aneggichtes/

Χρήστος Ποζίδης, για το ‘Γλωσσικό Αντάρτικο’ 

Το παρακάτω κείμενο είναι η απομαγνητοφωνημένη εισήγησή μου, με μια μικρή επιμέλεια, στη βιβλιοπαρουσίαση του έργου μου ‘Γλωσσικό Αντάρτικο’ που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της Αντιφασιστικής Δράσης Ρεθύμνου (ΑΔΡΕ) στην αυλή της κατάληψης Ρόζα Νέρα, στον Λόφο Καστέλι των Χανίων, στις 13 Ιουλίου 2021.
Η πρόσφατη εκκένωση της κατάληψης έφερε για ακόμα μια φορά στο προσκήνιο την αφήγηση της εξουσίας που θέλει τις καταλήψεις εστίες ανομίας, τρομοκρατίας και πάσης φύσης κοινωνικής μόλυνσης. Όσες προσπάθειες κι αν επιχειρηθούν για να εξωραϊστεί και να δικαιολογηθεί το διπλό σχέδιο αφενός ξεριζώματος των ελεύθερων χώρων από το δημόσιο πεδίο και αφετέρου ανάπλασης, εξευγενισμού και τουριστικής εκμετάλλευσης κάθε σπιθαμής των πόλεων που ζούμε, η αλήθεια για την ομορφιά των καταλήψεων και όλων των ελεύθερων, αυτοδιαχειριζόμενων χώρων δεν θα φθαρθεί ούτε θα ξεχαστεί.
Η Ρόζα Νέρα, αλλά και η γειτονική κατειλημμένη Πρυτανεία που εκκενώθηκαν, όπως και τόσοι άλλοι ελεύθεροι χώροι ήταν και θα είναι χώροι ελεύθερης διακίνησης ιδεών, ισότιμου διαλόγου, κοινωνικού προβληματισμού, στοχασμού και αγώνα για έναν πιο δίκαιο, πιο όμορφο και αξιοπρεπή κόσμο. Η δημοσίευση της ομιλίας μου αποτελεί ένα ελάχιστο τεκμήριο ως προς τι πραγματικά υπήρξε τότε ο κατειλημμένος Λόφος Καστέλι. Ως συγγραφέας που είχα την τιμή να φιλοξενηθώ στη Ρόζα Νέρα, θεωρώ ελάχιστο χρέος μου να εκφράσω την αλληλεγγύη μου, συμβάλλοντας τόσο στην υπεράσπιση της μνήμης αυτού του χώρου όσο και στην εξάπλωση της πραγματικής ομορφιάς των μαύρων ρόδων.


Χρήστος Ποζίδης
Αθήνα 9.4.2024

Παρουσίαση-Ομιλία στη Ρόζα Νέρα (13/7/21)

Ευχαριστώ την ΑΔΡΕ αρχικά, θα ξεκινήσω με αυτό, που μου δίνει την ευκαιρία να είμαι εδώ και να μιλήσω σε αυτόν τον χώρο. Είναι πολύ μεγάλη η χαρά μου που βρίσκομαι εδώ πέρα, ειδικά αυτήν την περίοδο. Νιώθω περήφανος που είμαι εδώ, που είμαστε όλοι κι όλες εδώ πέρα. Να πω και με τη σειρά μου τα χρόνια πολλά στη Ρόζα, να συνεχίζει να μεγαλώνει και να ομορφαίνει την πόλη. Όλο το εγχείρημα στον λόφο είναι πάρα πολύ σημαντικό, νομίζω το καταλαβαίνετε, για όλη την Ελλάδα και για μένα που έχω φύγει από την Κρήτη και το βλέπω και από την Αθήνα που βρίσκομαι. Καλώς ή κακώς οι προβολείς είναι στα Χανιά και ελπίζω να συνεχίζετε να φωτίζετε κι εσείς τον δρόμο πανελλήνια.
Λοιπόν, εγώ θα σας μιλήσω για το βιβλίο, για το ‘Γλωσσικό Αντάρτικο’, το οποίο εκδόθηκε τον Δεκέμβρη του 2020, από τις εκδόσεις Άπαρσις. Είναι μια συλλογή κειμένων που μιλάνε για τη γλώσσα. Ως αφορμή έχουν την επιστήμη της γλωσσολογίας και τη θεωρία της λογοτεχνίας. Είναι μια συλλογή κειμένων που γράφτηκαν επί το πλείστον στο Ρέθυμνο όπου ζούσα τα προηγούμενα χρόνια. Θα σας πω δυο λόγια γι’ αυτά τα κείμενα, για το τι πιστεύω πως είναι το πιο σημαντικό σε αυτά. Μετά θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο για κάτι επίκαιρο και από τη σκοπιά του βιβλίου, που ασχολείται με τη γλωσσολογία και τη λογοτεχνία, τι μπορούμε να αντλήσουμε από αυτές και να εντάξουμε στους αγώνες μας. Θα ήθελα αυτό να το αφιερώσω εδώ, σε όλο το εγχείρημα.
Το βιβλίο, λοιπόν, είναι μια συλλογή κειμένων, κάπως ετερόκλιτων, που στον πυρήνα τους βρίσκεται η σχέση της γλώσσας με την κοινωνία, η πολιτική διάσταση της χρήσης της γλώσσας. Όπως είπε και η Μαργαρίτα [στην εισαγωγή], μπορεί η αφορμή τους να έχει κάποιο ακαδημαϊκό υπόβαθρο, ωστόσο υπάρχει έντονα το στοιχείο της εκλαΐκευσης, της απλούστευσης. Υπάρχουν κάποια σύνθετα ή όχι θέματα με αφορμή τη γλωσσολογία, στόχος όμως είναι να παρουσιαστούν με απλό, κατανοητό, καθημερινό, τρόπο, να υπάρχουν καθημερινά παραδείγματα που να βοηθάνε στη συζήτηση. Αντίστοιχα, παρουσιάζουν ουσιαστικά όλο το εύρος της γλωσσολογίας, που σαν επιστήμη έχει πολλούς κλάδους, πολλά πεδία ανάλυσης, πάντα με παρονομαστή την πολιτική διάσταση της χρήσης της γλώσσας, αλλά δεν θέλουν ούτε να εμβαθύνουν, ούτε να καταλήξουν σε ένα πολύ αφηρημένο αποτέλεσμα. Πάντα με απλά παραδείγματα. Οι αφορμές μπορεί να δοθούν από κάποιο τραγούδι, κάποιους στίχους, κάποια τηλεοπτική διαφήμιση, πράγματα που υπάρχουν στην καθημερινότητά μας, που έχουμε έρθει σε επαφή όλοι κι όλες και μπορεί να μην έχουμε συνδέσει.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό, λοιπόν, είναι η ελαφρότητα στα είδη του λόγου, όπως και στις θεματικές. Στα είδη του λόγου γιατί το βιβλίο, όπως είπα, δεν είναι καθαρά ακαδημαϊκό, ήθελα να υπάρχει και ο πολιτικός λόγος μέσα και ο φιλοσοφικός λόγος, ο ποιητικός και κατά κύριο λόγο ο καθημερινός, παρεΐστικος λόγος. Να αναφέρω ένα παράδειγμα, με αφορμή την εξαιρετική αφίσα που έφτιαξε ο Χρήστος για τη γοργόνα και τον Μαρξ με τη βερμούδα, ένα κείμενο μπορεί να ξεκινά από ένα προσωπικό μου βίωμα, από μια περιπετειώδη αγορά βερμούδας – που ξέρετε πως είναι αυτά τα πράγματα, είναι δύσκολα – περνάμε στη λογική της γλωσσολογίας, στον Ρολάν Μπαρτ, ο οποίος έχει κάνει εκκινώντας απ’ τη γλωσσολογία μία ανάλυση της αισθητικής της μόδας, και από εκεί να φτάσουμε στη μαρξιστική φιλοσοφία και να βγάλουμε και κάτι προταγματικό. Η λογική είναι ότι υπάρχει μια ροή ευλύγιστη μέσα στα κείμενα.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι η αίσθηση του διαλόγου στα κείμενα. Μπορεί, όπως είπα, μέσα από όλη αυτήν τη διαδικασία να βγάζουν ένα πολιτικό πρόταγμα, αλλά δεν θέλω να είναι κλειστό, τετελεσμένο. Θέλω να είναι ανοιχτό προς συζήτηση. Θα δείτε κιόλας πως σε όλα τα κείμενα είναι γραμμένη η ημερομηνία που γράφτηκαν, γιατί για μένα είναι πεδία που δεν τελειώνουν, που δεν μπορούν να καταλήξουν κάπου. Όσο εξελίσσεται η γλώσσα, όσο εξελισσόμαστε κι εμείς σαν άνθρωποι, τα πεδία της γλωσσολογίας, από τη φύση της γλώσσας, είναι εξελίξιμα, ανοιχτά. Δύο χαρακτηριστικά θέματα που έχουν να κάνουν άμεσα με τον τρόπο που γράφουμε και τον τρόπο που μιλάμε είναι – όπως εύκολα μπορείτε να φανταστείτε – ο σεξιστικός και ο αντισεξιστικός λόγος, που αναφέρονται τα κείμενα προφανώς σε αυτόν με κάποιες προτάσεις που είναι φυσικά ανοιχτές, ή η χρήση των κεφαλαίων γραμμάτων στα γραπτά μας κείμενα και ούτω καθεξής.
Αυτά λίγο πολύ για το πώς είναι γραμμένα τα κείμενα. Θα ήθελα να μιλήσω τώρα ουσιαστικά για το νόημα των κειμένων, λίγο συμπυκνωμένα, γιατί είναι μια γενίκευση, όπως και να το κάνουμε, η σχέση της γλώσσας με την κοινωνία. Πώς γίνεται αυτό στην πραγματικότητα, πώς επιτελείται αυτή η σχέση; 

Λοιπόν, ένα βασικό θέμα, μια πολύ βασική αρχή σε ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης γλωσσολογίας είναι η αντίληψη για τη γλώσσα ως έναν μηχανισμό ο οποίος έχει υλικότητα. Ο τρόπος που μιλάμε, οι λέξεις μας, δεν είναι κάτι ουδέτερο, κάτι αφηρημένο, κλεισμένο σε λεξικό. Πάντοτε οι λέξεις μας έχουν υλικά χαρακτηριστικά, αντιληπτά απ’ τις αισθήσεις μας. Τώρα, όπως σας μιλάω, με τον όποιο χρωματισμό έχει η φωνή μου ή από την άλλη τα γραπτά μας κείμενα είναι ενταγμένα σε κάποιο σημείο, ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένα, είναι απτά. Η γλώσσα είναι ένας μηχανισμός που παίρνει αυτά τα υλικά στοιχεία και αυτά τα σημεία της γλώσσας φορτίζονται με νόημα, φορτίζονται με ιδεολογία. Όλοι μας και όλες μας διαθέτουμε αυτά τα υλικά, διαθέτουμε τις λέξεις, και τις νοηματοδοτούμε. Αυτός είναι ο μηχανισμός της γλώσσας: απεικονίζουμε τον κόσμο, όπως τον βλέπουμε, τον περιγράφουμε, εκφράζουμε κι εκφραζόμαστε με τα εργαλεία, τις λέξεις, βάζοντάς τους νοήματα.
Όλοι οι χρήστες μιας γλώσσας μπορεί να έχουν μια σχετική συγγένεια επειδή μιλάνε την ίδια γλώσσα, ωστόσο δεν αποτελούν ταυτόχρονα συμπαγή κοινωνικά σύνολα. Την ίδια γλώσσα μιλάνε όλες οι οικονομικές τάξεις, τα φύλα, άνθρωποι από διαφορετικές θρησκείες, άνθρωποι με διαφορετικές καταβολές, διαφορετικές επιθυμίες, διαφορετικές ανάγκες, συμπεριφορές, ιδεολογίες. Όταν πάμε να περάσουμε την ιδεολογία μας στις λέξεις συμβαίνει μια πάλη με άλλους ανθρώπους με άλλες ιδεολογίες. Τις διαφορετικές επιθυμίες και ανάγκες πάμε να τις περάσουμε στη γλώσσα. Αυτό είναι αναπόφευκτο από τη φύση του μηχανισμού της γλώσσας. Κάτι πάρα πολύ σημαντικό, θα το έχετε σίγουρα σκεφτεί όλες κι όλοι εδώ πέρα, όχι όταν πάμε να νοηματοδοτήσουμε τι σημαίνει ‘μπουκάλι’, τι σημαίνει ‘τάβλι’, τι σημαίνει ‘κινητό τηλέφωνο’, αλλά όταν μιλάμε για τις πιο κρίσιμες λέξεις και έννοιες της ζωής μας, οι οποίες τυχαίνει να είναι και οι πιο αφηρημένες, δηλαδή όταν μιλάμε για ‘δημοκρατία’, όταν μιλάμε για ‘ελευθερία’, για ‘υγεία’, όταν μιλάμε για τον ‘λαό’. Ποιος είναι ο ‘λαός’; Ακούμε πολύ για την ‘πατρίδα’. Τέτοιες λέξεις πώς νοηματοδοτούνται από όλες τις κοινωνικές τάξεις; Ποιος επιβάλει το κυρίαρχο νόημά τους; Αυτόματα, θα ήθελα να κρατήσετε σε αυτό το σημείο, ότι το ίδιο πράγμα δεν ισχύει μόνο για τις λέξεις καθαυτές, αλλά και με μια λογική αναγωγής σε οποιοδήποτε κείμενο. Κρατήστε, για παράδειγμα, τα λογοτεχνικά έργα.
Πέρα από τις λέξεις – δεν μιλάμε με λέξεις, έτσι; Μιλάμε με συνδυασμούς λέξεων, μιλάμε με προτάσεις, με κείμενα, μιλάμε έχοντας σύνταξη – ένα άλλο βασικό θέμα του βιβλίου είναι πώς μπορούμε να συνθέτουμε. Είναι πολύ κρίσιμο, ειδικά σήμερα, πάλι ξεκινώντας από τη γλώσσα κι επεκτείνοντας προς την κοινωνία, τώρα πάμε λίγο ανάποδα, μέχρι τώρα ανέφερα πώς η κοινωνία επηρεάζει τη γλώσσα, αλλά από την ίδια τη γλώσσα και τη λογική της σύνταξης μπορούμε να δούμε την αξία και τη δυναμική της σύνθεσης και της ένωσης στη ζωή μας.
Τα κείμενα του βιβλίου, με τη μορφή τους και το περιεχόμενό τους, υπερασπίζονται όπως είπα νωρίτερα την ελαφρότητα, μια ευλυγισία ανάμεσα στις ιδέες, στις λέξεις μας, μπορούμε να πούμε μια ποιητικότητα στον τρόπο που κινούμαστε στον λόγο, που σκεφτόμαστε, που γράφουμε. Αυτήν την ‘ελαφρότητα’ σαν λέξη πρέπει να την ξεκαθαρίσουμε από την αφαίρεση, από την αοριστία που πολλές φορές μαστίζει τις ανθρώπινες σχέσεις και την επικοινωνία μας. Δεν καταλαβαινόμαστε μιλώντας αόριστα: είναι ένα φαινόμενο που εμφανίζεται έντονα στις σημερινές κοινωνίες. Δεν πρέπει να γενικολογούμε τις έννοιές μας, αλλά να ελαφρύνουμε τους δεσμούς τους, τους δεσμούς μας. Ένα παράδειγμα που υπάρχει και στο βιβλίο είναι μια αναλογία – γιατί όλα τα κείμενα ξεφεύγουν από τη γλώσσα – είναι μια αναλογία με αφορμή την πόλη και θέλω να το επισημάνω αυτό το παράδειγμα γιατί το βρίσκω πολύ επίκαιρο εδώ που είμαι τώρα, με τη λογική τον αγώνα που εξελίσσεται εδώ στον λόφο. Υπάρχει μια αναλογία της δομής των πόλεών μας με τη δομή μίας γλώσσας. Το λεξιλόγιο της πόλης είναι τα κτήρια, τα μέρη, οι άνθρωποι, οι συλλογικότητες… Τι είναι αυτό που μας προβληματίζει, μας κάνει να μην χωράμε στις πόλεις; Με μια λογική αναλογίας που επιχειρώ με τη γλώσσα καταλήγω στην ανάγκη για πιο ευλύγιστες σχέσεις ανάμεσα στα σημεία. Η λύση είναι η ευλυγισία, η ελαφρότητα.
Έχοντας όμως φτάσει να μιλάμε για κάτι καθαρά κοινωνικό, ενώ το θέμα μας είναι η γλώσσα, επιστρέφω στο πραγματικό ζήτημα όλων των κειμένων που είναι η γλωσσική επιτέλεση, τα εκφωνήματα που λένε οι γλωσσολόγοι. Πώς τα εκφωνήματα είναι στην ουσία πολιτική πρακτική; Δηλαδή πώς αυτό που πραγματικά λέγεται, που λέω εγώ ή ο καθένας, αυτά που λέμε ως συλλογικότητα, που λέει η εξουσία, οι δημοσιογράφοι, οτιδήποτε, πώς αυτό είναι εντέλει μια πολιτική πράξη. Κι εδώ είναι το όλο νόημα του βιβλίου, του ‘Γλωσσικού Αντάρτικου’. Το γλωσσικό Αντάρτικο, όπως και κάθε κοινωνικό Αντάρτικο έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά – θα μου επιτρέψετε τώρα, λόγω του βιβλίου, να βάλω μπροστά το επίθετο ‘γλωσσικό’ μπροστά: το ένα, λοιπόν, είναι η ‘γλωσσική’ κριτική του υπάρχοντος και το άλλο η ‘γλωσσική’ χειραφέτηση. Όλα τα αντάρτικά, όλα τα κινήματα βασίζονται σε αυτά τα δύο, στην αποδόμηση του εχθρού, της εξουσίας, που πρέπει να ξεπεραστεί και στην ταυτόχρονη δημιουργία μιας καινούργιας, επιθυμητής οντότητας.
Ως προς τη γλώσσα. Αρχικά, για τη γλωσσική κριτική, οφείλουμε να είμαστε σε πολύ μεγάλη εγρήγορση για τις αφηγήσεις, τις επίσημες αφηγήσεις, πώς δηλαδή νοηματοδοτούνται, όπως είπαμε νωρίτερα, οι λέξεις. Δηλαδή, όταν οι εξουσίες μιλάνε για τον ‘λαό’, για την ‘ελευθερία’ ή, ένα αγαπημένο παράδειγμα για εμένα που είμαι εκπαιδευτικός, που ακούγεται πολύ έντονα, το ‘αυτόνομο σχολείο’ που λέει η Κεραμέως, το οποίο ως ιδέα, ως πρόταγμα έχει ξεκινήσει από Ισπανούς Αναρχικούς πριν από 120 χρόνια κι έχει καταλήξει να είναι η παντιέρα του νεοφιλελευθερισμού και της Δεξιάς, για όλα αυτά πρέπει να είμαστε σε μια εγρήγορση στα πλαίσια της γλωσσικής κριτικής, ώστε να μπορούμε να τα αναδεικνύουμε συνέχεια. Το ίδιο βέβαια ισχύει για τον γλωσσικό σεξισμό, ο οποίος ξαφνικά γίνεται κομμάτι της κυρίαρχης πολιτικής ορθότητας, μπαίνει στα πανεπιστήμια, στα μέσα ενημέρωσης… Δεν είναι ανακουφιστικό που χειρίζεται το θέμα του γλωσσικού σεξισμού η εξουσία, θα πω εγώ.
Το δεύτερο κομμάτι είναι η γλωσσική χειραφέτηση, η δημιουργία μιας δικιάς μας γλώσσας, η ανάγκη για ένα δικό μας λαϊκό, διεκδικητικό, αγωνιστικό ιδίωμα. Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό το πράγμα; Με τα πολύ βασικά κοινά προτάγματα που έχουμε στους κοινωνικούς μας αγώνες, στη λογική της συνδιαμόρφωσης, τη λογική της αλληλεγγύης, τη λογική της αυτό-οργάνωσης. Πρόκειται για μια γλωσσική αυτό-οργάνωση ουσιαστικά, η οποία θα έχει ως εργαλεία τη διάθεση για πειραματισμούς, μια παιχνιδιάρικη, οικεία, φιλική διάθεση, έναν συνεχή, συλλογικό, συνδιαμορφωτικό αναστοχασμό για το τι λέμε και πώς το λέμε. Και το τι και το πώς αλλά και το λέμε έχει σημασία. Το λέμε είναι πρώτος πληθυντικός, είναι το εμείς. Διαρκώς πρέπει να υπερασπιζόμαστε τα εμείς μας – γλωσσικά και κοινωνικά, απλώς το δικό μου μετερίζι είναι η γλωσσολογία, οπότε σας λέω τουλάχιστον γλωσσικά, γλωσσολογικά, να προσέχουμε τα εμείς μας, τους δεσμούς μας, από δύο άτομα και πάνω φτιάχνουμε εμείς.
Θα ξεφύγω τώρα λίγο, να μου επιτρέψετε, νιώθω ότι τα τελευταία χρόνια, με την ασίγαστη επεκτατικότητα του καπιταλισμού, πόσο μάλλον με την πανδημία, δέχονται μια τεράστια επίθεση οι συλλογικότητες, τα εμείς. Ζούμε σε μια εποχή που η κοινωνία τεμαχίζεται περισσότερο από ποτέ. Εμείς αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να επιμείνουμε στην έννοια της συλλογικότητας, στην έννοια του μαζί, στο εμείς.
Αυτά σχετικά με το κομμάτι της γλώσσας και το πώς η γλώσσα αλληλεπιδρά με την κοινωνία. Θα ήθελα τώρα να μιλήσω για το δεύτερο σκέλος, ας πούμε, του βιβλίου που η αφορμή μπορεί πάλι να είναι η γλωσσολογία, αλλά μιλάμε και για τη θεωρία λογοτεχνίας, για τη λογοτεχνία. Θα το δημιουργήσουμε μαζί. Είναι κάτι που δεν υπάρχει ακριβώς στο βιβλίο, αν και οι αφορμές και τα εργαλεία με τα οποία θα το κουβεντιάσουμε υπάρχουνε, είναι αυτά που σας ανέφερα ήδη.
Υπάρχει ένα εύλογο ερώτημα γιατί να μελετάμε τη λογοτεχνία. Γιατί να υπάρχει λογοτεχνική κριτική; Τι μας δίνει, τι μας προσφέρει ο αναστοχασμός πάνω στη λογοτεχνία; Θα ήθελα να πω δυο λόγια, πολύ συνοπτικά. Η λογοτεχνία ξεκίνησε να μελετάται με συστηματικότητα και μέθοδο, άρχισε να τείνει να γίνεται ‘επιστημονική’ μια περίοδο που συνδυάστηκε με τη βιομηχανική επανάσταση, με την άνοδο του καπιταλισμού και την άνοδο των εθνών-κρατών. Οπότε ‘μπήκε’, δημιουργήθηκε σαν μελέτη, σαν στοχασμός πάνω στη λογοτεχνία, καθαρά από τον καπιταλισμό. Ήταν κάτι πολύ σύγχρονο, πολύ μοντέρνο, για την εποχή κι έγινε καθαρά από τα πάνω. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη από τα κράτη να έχουν εθνικές λογοτεχνίες, να δημιουργούν πολιτιστικά, πολιτισμικά ιδεώδη για να τονώνουν την ταυτότητά τους. Ταυτόχρονα άρχισε να στήνεται μια τεράστια αγορά και με τη μαζικοποίηση της τυπογραφίας και με την επικράτηση του καπιταλισμού, που το κοινό που απευθυνόταν αυτή η αγορά ήταν, πολύ κρίσιμα, η μεσαία τάξη. Οπότε έπρεπε και να πουλάμε πολύ αλλά και να επηρεάσουμε την ιδεολογία στη μεσαία τάξη. Με αυτήν τη λογική, αλλά και με την άνοδο του θετικισμού, εκεί στα τέλη του δέκατου ενάτου, αρχές εικοστού αιώνα, όπου τα πάντα επιστημονικοποιούνται και απολιτικοποιούνται, ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για να φτιαχτεί θεσμικά κάτι που τονώνει τα κράτη, τις πατρίδες, την εθνική συνείδηση των ανθρώπων, πουλώντας ταυτόχρονα. Τώρα αυτό που περιγράφω μπορούμε να πούμε πως ίσως έχει περάσει λίγο ή πολύ σε άλλες μορφές τέχνης, πιο εμπορικές, στον κινηματογράφο για παράδειγμα, αλλά εκείνη ήταν η εποχή της λογοτεχνίας. Η οποία πήγαινε μονόμπαντα.
Ταυτόχρονα, με την άνοδο των κοινωνικών κινημάτων, με την άνοδο και σιγά σιγά την εφαρμογή του μαρξισμού ξεκίνησε να υπάρχει και μια άλλη μπάντα, να μπαίνει μέσα και σε αυτό το πεδίο. Από τη στιγμή που υπάρχει μια θεωρία που σχετίζεται με πολιτισμική σφαίρα, με μια αισθητική, καλλιτεχνική σφαίρα, εμφανίστηκαν στοχαστές πάρα πολύ σημαντικοί στην Ευρώπη, όπως ο Γκράμσι που μίλησε για την ηγεμονία και την ιδεολογική πάλη μέσα σε πολιτισμικές σφαίρες, αντίστοιχα πολλοί Σοβιετικοί γλωσσολόγοι, όπως ο Μπαχτίν και ο Βολόσινοφ, με τους οποίους ξεκίνησε να εμφανίζεται η άλλη όψη του νομίσματος της λογοτεχνίας. Μια κινηματική, κοινωνική όψη που την κατέστησε κι αυτήν εντέλει πεδίο μάχης. Όπως είπα νωρίτερα ότι η γλώσσα είναι από τη φύση της πεδίο αντιπαράθεσης, τώρα, σε άλλο επίπεδο, η θεωρία της λογοτεχνίας, η ίδια η λογοτεχνία, η λογοτεχνική πράξη και η λογοτεχνική ανάλυση, γίνονται πεδίο διαμάχης.
Αλλά και πάλι πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι είναι η λογοτεχνία. Γιατί αν δεχόμαστε τη λογοτεχνία ως πεδίο πάλης, γιατί δεν είμαστε όλοι συγγραφείς και ο καθένας να λέει τις απόψεις του μέσα από λογοτεχνικά έργα και να δούμε… ποιοι θα πουλάνε περισσότερο; Ποιοι θα ακούγονται περισσότερο; Σε κάθε περίπτωση, η λογοτεχνία, τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα έχουν δύο όψεις. Η πρώτη όψη θέλει ένα έργο να είναι κοινωνικό γεγονός. Εδώ έχει σημασία το ‘νόημα’ του κάθε έργου, δηλαδή είναι σημαντικό σήμερα να γραφτούν έργα που μπορεί να σχετίζονται, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, με την πανδημία, με την οικονομική κρίση, με τη στάση της εξουσίας. Με βάση αυτό, χρειαζόμαστε όντως περισσότερη λογοτεχνία κινηματικά. Από θεωρητικά κείμενα από ακαδημαϊκά, πολιτικά, φιλοσοφικά κείμενα έχουμε πάρα πολλά, χρειαζόμαστε περισσότερα στο αισθητικό κομμάτι της γραφής. Γιατί η δεύτερη όψη της λογοτεχνίας είναι η αισθητική, πάνω στην οποία πρέπει να υπερασπιστούμε συγκεκριμένες αξίες.
Οπότε εγώ θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτήν την παρουσίαση μιλώντας για αισθητικές, λογοτεχνικές αξίες, τις οποίες κάποιος που ασχολείται με τη λογοτεχνία όντως αξίζει να τις αναδεικνύει, αλλά και με πολιτικό κριτήριο. Έχοντας στο μυαλό πως ταιριάζουν στους αγώνες μας, στους κοινωνικούς αγώνες μας, και μπορούν να δώσουν έμπνευση και όραμα για τη συνέχεια.
Μια πολύ βασική λογοτεχνική αξία είναι η ακρίβεια, η σαφήνεια. Χαιρόμαστε, απολαμβάνουμε να διαβάζουμε ένα λογοτεχνικό βιβλίο όταν νιώθουμε ότι καταλαβαίνουμε απόλυτα τι θέλει να πει, όταν φτιάχνουμε καθαρά τις εικόνες στο κεφάλι μας. Αυτή είναι μια λογοτεχνική αξία. Αυτή όμως την ακρίβεια και τη σαφήνεια τη χρειαζόμαστε στους κοινωνικούς μας αγώνες, στα προτάγματά μας. Χρειαζόμαστε να είμαστε ξεκάθαροι στο λεξιλόγιό μας – με βάση και αυτά που είπα για το πώς νοηματοδοτούνται οι λέξεις, από την εξουσία και από εμάς, και το πώς εμείς χτίζουμε το δικό μας ιδίωμα, το αγωνιστικό ιδίωμα – δηλαδή όταν μιλάμε για αυτό-οργάνωση, για αυτοδιαχείριση, όταν αναφερόμαστε στο ‘κίνημα’ πρέπει να είμαστε σαφείς, να έχουμε στο μυαλό μας ακριβώς τι θέλουμε και να το εκφράζουμε. Δύσκολο ή όχι, οφείλουμε να το παλεύουμε συνεχώς.
Το δεύτερο είναι η πολυφωνία, ο πλουραλισμός. Η λογοτεχνία, τα μυθιστορήματα, είναι το κατεξοχήν είδος στο οποίο συνυπάρχουν πολλές διαφορετικές φωνές, πολλοί κι ετερόκλιτοι χαρακτήρες, μια μεγάλη ποικιλία, υπάρχει η προσπάθεια του συγγραφέα να αφαιρέσει όσο μπορεί τον εαυτό του και να αφήσει τους ήρωες να μιλάνε. Ο συγγραφέας, από τη φύση του μυθιστορήματος, έχει εξουσία απέναντι στους χαρακτήρες που δημιουργεί. Αλλά αυτό που πραγματικά απολαμβάνουμε – στο οποίο λένε πως κορυφαίοι ήταν οι Ρώσοι συγγραφείς, παράδειγμα ο Ντοστογιέφσκι – είναι όταν οι συγγραφείς αφήνουν τον εαυτό τους, θυσιάζουν τη φωνή τους για να ακουστούν πολλές φωνές. Στους κοινωνικούς μας αγώνες χρειαζόμαστε πολυφωνία, να αφήνουμε όσο περισσότερες φωνές γίνεται να μιλάνε, να λειτουργούμε προς μια μεγάλη σύνθεση. Κι αυτό όχι μόνο για τις φωνές μας, αλλά για τις ιδέες μας, για τις κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές μας. Χρειαζόμαστε ποικιλία, να μην πηγαίνουμε μονόχνοτα. Χρειαζόμαστε ένα γιορταστικό, ένα πλούσιο στοιχείο στους αγώνες μας. Ως προς αυτό, είμαι πολύ χαρούμενος με όσα συμβαίνουν μέχρι τώρα κι εδώ στον λόφο. Ελπίζω να συνεχίσει έτσι.
Ένα άλλο στοιχείο, πολύ κοντά στην πολυφωνία, είναι η ελαφρότητα που ανέφερα και νωρίτερα: η αυτοσχεδιαστικότητά μας. Πέρα από την πολυφωνία και την πολυμορφία, χρειάζεται μεγάλη αυτοσχεδιαστικότητα, ευλυγισία στις πρακτικές, στους τρόπους, στις μεθόδους μας, στις συνάψεις μας με την πόλη.
Και ένα τελευταίο, η μεθοδικότητα και η συνέπεια. Λογοτεχνικά, οι συγγραφείς μεθοδικά χτίζουν την αφήγησή τους, τον κόσμο τους, τους χαρακτήρες, τις ιδέες, με υπομονή. Το μυθιστόρημα μπορεί να περνάει κρίση σήμερα γιατί βρισκόμαστε σε μια εποχή ταχύτητας. Διαβάζουμε γρήγορα πράγματα, ανοίγουμε συνέχεια καινούργιες καρτέλες στο διαδίκτυο και δεν επιμένουμε, σπάνια εμβαθύνουμε. Αυτό χρειαζόμαστε, όμως. Όπως και στους κοινωνικούς αγώνες χρειαζόμαστε συνέπεια, υπομονή, χρειαζόμαστε μέθοδο.
Θα τα επαναλάβω επιγραμματικά. Η ακρίβεια και η σαφήνειά μας, η πολυφωνία και ο πλουραλισμός μας, η ελαφρότητα και η ευλυγισία μας, η μεθοδικότητα και η συνέπειά μας. Ελπίζω να συνεχίσουμε σε αυτό το μοτίβο. Τουλάχιστον αυτή είναι η δική μου κατάθεση. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Τα ρέκβιεμ της κουρελοποιίας και η καταγωγή της γλώσσας του ποιητή

Σπύρος Μπρίκος*

Το πρώτο ποιητικό έργο του Μάνθου Λύκαμνου (κατά κόσμον Μάνθου Δέσκα, facebook: Manthos Lykamnos) με τίτλο «Τα ρέκβιεμ της κουρελοποιίας» από τις εκδόσεις «Libris X Machina» κρίνεται από τις αρχικές του αναγνώσεις ως ένα μανιφέστο για την τέχνη, ριζοσπαστικό και εκστατικό μαζί, που εξαπολύει λυσσαλέα επίθεση στον κομφορμισμό και σε κάθε ιερό και όσιο της πολιτικής ορθότητας.


Το πρώτο ποιητικό έργο του Μάνθου Λύκαμνου (κατά κόσμον Μάνθου Δέσκα, facebook: Manthos Lykamnos) με τίτλο «Τα ρέκβιεμ της κουρελοποιίας» από τις εκδόσεις «Libris X Machina» κρίνεται από τις αρχικές του αναγνώσεις ως ένα μανιφέστο για την τέχνη, ριζοσπαστικό και εκστατικό μαζί, που εξαπολύει λυσσαλέα επίθεση στον κομφορμισμό και σε κάθε ιερό και όσιο της πολιτικής ορθότητας. Είναι άμεσο, με γλώσσα οικεία, που καθιστά τον αναγνώστη συνομιλητή, συμμέτοχο, και όχι απλό «θεατή», μέσα από «δερματικούς» πόρους και δρόμους του ποιητικού σώματος εμφανείς και ανοιχτούς. Το έργο αυτό με την ταυτοχρόνως ποιητική αλλά και σαγηνευτικά cult και αργκό διάλεκτο του περιθωρίου, επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις και ανανοηματοδοτήσεις.

Παρότι «ασπούδαστος και ξεροκέφαλα αυτοδίδακτος σε όλα τα πεδία δημιουργίας» όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει στο βιογραφικό που παρατίθεται μέσα στο βιβλίο, ο Μάνθος Λύκαμνος δομεί και ελέγχει επαρκώς το έργο του μέσα από μία διαλεκτική σύνδεση μορφής και περιεχομένου, κατά τέτοιον τρόπο ώστε το πνεύμα να αναφλέγεται μέσα στο αντίθετό του, την υλικότητα. Έτσι η τέχνη του συμμετέχει στην πραγματική ροή της ιστορίας, και αυτό που κάποτε φάνταζε πραγματικό αποδημεί με την αυτοπερισυλλογή του δημιουργικού πνεύματος στη φαντασία και επιζεί σε αυτή συνειδητοποιώντας ότι δεν είναι πραγματικό. Η ιστορική τροχιά που ακολουθεί η τέχνη του είναι εκείνη της «εκπνευμάτισης» μέσω της υλικής νοηματοδότησης, σε μία πορεία κριτικής του μύθου, όσο και σε μία διαδικασία διάσωσής του. Έτσι ο Μάνθος Λύκαμνος χωρίς Πανεπιστημιακές σπουδές είναι ένας διανοητής σε εξέλιξη παρόλο που ο όρος και ο ρόλος είναι πέρα για πέρα μία ακόμα αστική επινόηση, και που ο ίδιος δεν θα τον έκανε ποτέ αποδεκτό, και με το δίκιο του φυσικά.

Ο τίτλος του ποιητικού του έργου παραπέμπει εμφανώς στην ταινία του Νίκου Νικολαΐδη «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» (1979), μία ταινία που «διαβάζεται» σαν ένα κεφάλαιο από το μυθιστόρημα μιας γενιάς που κάτω από ιδιαίτερες πολιτικές πιέσεις καταδικάστηκε στη σιωπή γιατί αρνήθηκε να μαζικοποιηθεί, να καταναλώσει κουλτούρα, να περάσει από πολιτικά μονοπάτια, διεκδικώντας το δικαίωμα να διαφωνεί, να φαντάζεται και να ερωτεύεται[1].

Είναι η καταραμένη γενιά του ΄50, των περιθωριακών, των ροκ εν ρόλερς, των επαναστατών, στους οποίος ο Μάνθος Λύκαμνος κλείνει το μάτι και που φυσικά αφιερώνει από καρδιάς τα ποιήματά του. Ενδεικτικά αναφέρω τίτλους ποιημάτων της συλλογής «Μαύρα λάβαρα υπονόμων» και «Αντιπολιτισμικό». Στο γνωστικό οπλοστάσιο του Λύκαμνου βρίσκονται συστηματικές αναγνώσεις και μελέτες στα διάφορα πεδία τέχνης που μεταμοσχεύονται στο ποιητικό του έργο, στις εικαστικές του δημιουργίες, και σε μελοποιημένους (πάντα από τον ίδιο) στίχους του στις «ουτοπικές μπαλάντες» του. Σε όλους τους τομείς καλλιτεχνικής του δράσης, ο καμβάς γίνεται αρένα χωρίς πλαίσιο όπου λαμβάνει χώρα ένα συμβάν, μία τελετουργία με πολιτικά και ιστορικά χαρακτηριστικά. Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Ουίλιαμ Μπλέικ, Φρίντριχ Νίτσε, Αλμπέρ Καμύ, Μαρκήσιος ντε Σαντ και Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (ειδικά οι δαιμονισμένοι) λυσσομανάνε μέσα στα έργα του Λύκαμνου ως προπάτορες και ως ταραξίες συνείδησης. Ο παράνομος αντιφασίστας ποιητής και αναρχικός Renzo Novatore ως αλητήριος τω πνεύματι και συνεπαρμένος από την ξελογιάστρα γοητεία της ελευθερίας, που καίει την Εκκλησία της Παναγίας των Αγγέλων και που σκοτώνεται σε σύγκρουση με καραμπινιέρι, ο Max Stirner ως πρωτοπόρος στοχαστής στα πεδία του μηδενισμού και του αναρχικού ατομικισμού και ο «ένοπλος προφήτης» της προεπαναστατικής Ρωσίας Sergey Nechayev, παραμένουν στη φαρέτρα των ιδεολογικών αναφορών του Μάνθου Λύκαμνου και υπεισέρχονται υπογείως στα έργα τέχνης του κατά την ιερουργία της περάτωσής τους.

Πυριτιδαποθήκη η τέχνη ως πολιτική πράξη για τον Λύκαμνο, με ένα πλούσιο εικονοστάσι ηρώων-αντιηρώων (ως δίπολα άλλωστε ορίζονται μέσα στη δίνη των αντιθέσεών τους), ανάμεσα στους οποίους κυρίαρχη θέση κατέχει ο Άρης Βελουχιώτης. Στα χειρόγραφα κείμενα αφορισμών του Μάνθου Λύκαμνου[2] διαβάζουμε για τα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια του ηρωικού πεσιμισμού, κάτι που συναντάμε ως όρο και στο έργο του Αλμπέρ Καμύ, αλλά και στους δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι που σκιαγραφείται ένας από αυτούς: «Ο αντιήρωας με αφετηρία την άρνηση-αντίφαση ως αποτέλεσμα του παραλόγου ή της απάτης της απόλυτης αλήθειας, όποια και αν είναι αυτή, επιδίδεται στη μάχη αδιαφορώντας για την τελική της έκβαση. Δεν υψώνει το κεφάλι αλαζονικά παρά στέκεται στο τέλμα ατενίζοντας το ηφαίστειο. Ρουφάει τους κραδασμούς της σύγκρουσης και σαλτάρει μέσα της σαν στριμωγμένο τσακάλι μπρος στους διώκτες του, σαν ύστατη υπερβατική δράση. Η ιδέα της ήττας ή της συντριβής, ποτέ όμως της παραίτησης, μεγιστοποιεί το πάθος για αγώνα. Είτε έμπρακτα προς το όλον, είτε παθητικά στο εσωτερικό πεδίο, ξεκινώντας πάντα από αυτοακύρωση σαν διονυσιακή θυσία, πραγματοποιεί την έφοδο στον ουρανό και τη βουτιά στη λάβα, παραδομένος εκστατικά και απελπισμένα στην τραγική αναγκαιότητα της εξέγερσης».

Αυτή η «έφοδος στον ουρανό», ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ρωσικής Πρωτοπορίας, του Πύργου της Διεθνούς του αρχιτέκτονα και ζωγράφου του κινήματος του Κονστρουκτιβισμού Βλαντιμίρ Τάτλιν, προσδίδει στην τέχνη μία συνιστώσα προβολής και άμεσης αντανάκλασης γνωρισμάτων της εποχής της, καθώς και των ειδικών ιστορικών συνθηκών που την πλαισιώνουν. Έτσι ο καλλιτέχνης και το έργο του εντάσσονται μέσα στο κοινωνικό process και στα σπλάχνα τους αυτομάτως πάλλονται σαν σφυγμικό κύμα αιματικής ροής οι παραγωγικές σχέσεις και οι παραγωγικές δυνάμεις.

Ο Μάνθος Λύκαμνος παράγει ένα έργο με ανεπτυγμένα ταξικά χαρακτηριστικά που αντιστέκεται σε μικροαστικές ερμηνείες και παρανοήσεις, και μέσα από την αυθυπαρξία του και τη σοκαριστική πρωτοτυπία του γίνεται φορέας μιας ατομικής και ταυτόχρονα συλλογικής αλήθειας. Κάθε ψευδεπίγραφη και εξ΄ αποστάσεως κριτική προσκρούει πάνω στο σκληρό και επικριτικό περίβλημα του έργου του και μοιραία τσακίζεται αδυνατώντας να διεισδύσει στα βαθύτερα στρώματά του. Γνωρίζοντας καλά τις πρωτοπορίες στην τέχνη, γίνεται ο ίδιος, με μία παράδοξη ανεπιτήδευτη αντιστροφή, πρωτοπόρος, κάνοντας πρόζα, αυτοσχεδιάζοντας ναρκισσιστικά μπροστά σε ένα κοινό κλειδαρότρυπας, και από την ψευδαίσθηση περνά στο γεγονός και την κοινωνική δράση.

Μέσα από την οπτική μιας μπρεχτικού τύπου μιμητικής και χειρονομιακής έκφρασης, ομοιάζει με εκείνον τον θεατή-εργάτη που δεν μένει παρατηρητής, αλλά ξεπετάγεται από το πλήθος στο βάθος του θεάτρου, και γίνεται πρωταγωνιστής στο έργο που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια όλων, και μετασχηματίζεται ο ίδιος, και οι γύρω του, σε νέα πρωτοπορία εργατών. Το αποφασιστικό βήμα, ταυτόσημο της ταξικής συνείδησης, είναι ένα process αυτομόρφωσης και ατομικής αφύπνισης. Είναι και μία εσωτερική δύναμη Σαντική (ή Σαδική), μαζί και διονυσιακή. Μία κραυγή της εποχής του που εκκολάπτεται μέσα του και εξέρχεται πολλαπλάσια σε μέγεθος. Ο τροτσκιστής και σουρεαλιστής ποιητής Νικόλας Κάλας, άλλωστε, το βροντοφώναζε: «Να είμαστε Σαδιστές σύντροφοι…». Στα προλεγόμενα ενός τρίτου μανιφέστου για τον σουρεαλισμό ο Αντρέ Μπρετόν είχε κατατάξει τον σπουδαίο Κάλας στα πιο φωτεινά και τολμηρά μυαλά της εποχής.

Οι ήρωες-αντιήρωες είναι από τα αρχέτυπα του Μάνθου Λύκαμνου, που άλλοτε τα αντλεί από τη δεξαμενή του συλλογικού υποσυνειδήτου, άλλοτε τα δομεί ο ίδιος φαντασιακά τοποθετώντας τα και διατάσσοντάς τα στο έργο του, σαν μοτίβα που επαναλαμβάνονται σταθερά. Κάποιες φορές τα αρχέτυπα αυτά των ηρώων-αντιηρώων τα παίρνει έτοιμα, δηλαδή τα «κλέβει» -ο Πικάσο το θεωρούσε μεγάλο προσόν αυτό- μέσα από τα κλασικά κόμικς δημιουργώντας «κολλάζ», υβρίδια σκέψης από ετερόκλητα μεταξύ τους στοιχεία που γονιμοποιούνται με ευφυή τρόπο, πρώτα στο μυαλό του, και έπειτα πραγματώνονται στα έργα. Οι αντιήρωες των γουέστερν, «Ο ατρόμητος» (Daredevil) graphic novel του Frank Miller, όπου ο Άνδρας χωρίς φόβο έχει καθαρά ταξική προέλευση, και τέλος το κόμικς της Marvel «Ηλέκτρα», ορίζουν ένα πεδίο έντονης εικονοπλασίας στον Λύκαμνο, που περνά βασανιστικά, φροϋδικά, ταξικά, σαδιστικά, τόσο στα ποιήματα, όσο και στην εικαστική δημιουργία δηλαδή τη ζωγραφική, αλλά και στα τραγούδια του. Αν και κατά βάση σουρεαλιστής σε όλες τις καλλιτεχνικές του εκφάνσεις, και στη ζωή, τα ακούσματα αντάρτικων τραγουδιών φαίνεται να έχουν ορίσει ψυχαναλυτικά έναν εξπρεσιονιστικό χώρο έκφρασης, ένα μαύρο, γκόθικ τοπίο, μέσα από το οποίο αναδύονται διαρκώς γκροτέσκο φιγούρες[3] ανδρικές και γυναικείες (αλλά και ερμαφρόδιτοι ήρωες και θεοί), μαζί με αυτές και ο ποιητής Μαγιακόφσκι μεταμορφωμένος σε σύγχρονη πανκ φιγούρα. Το αντάρτικο τραγούδι «Επέσατε θύματα αδέρφια εσείς…» ανοίγει και αυτό έναν μεγάλο ψυχαναλυτικό δρόμο μουσικής εικονοποιίας.

Μέσα από το ατομικό και συλλογικό τραύμα που διαχέεται στη μετεμφυλιακή γενιά αντιφρονούντων μελλοθάνατων κομμουνιστών (υπάρχουν τέτοια τραυματισμένα πρόσωπα στην οικογένειά του), και σε τέτοιες καταστάσεις ψυχικής έντασης αναδύονται από τη μεγάλη δεξαμενή του συλλογικού υποσυνειδήτου υπερατομικές ψυχικές μορφές αρχετύπων που βασανίζουν αλλά ταυτόχρονα ανδρώνουν το ποιητικό υποκείμενο, στο εσωτερικό του οποίου αλυχτά το πραγματικό επαναστατικό υποκείμενο της τέχνης. Μπορεί να φανταστεί κανείς μία δομή σαν τις ρωσικές κούκλες που η μία βρίσκεται μέσα στην άλλη. Ο ηρωικός πεσιμισμός αναφέρθηκε παραπάνω. Το ανδρικό ιδεώδες (πατρική φιγούρα) ως δύναμη και ως φαλλική έκφραση και το θηλυκό (μητρικό) αρχέτυπο[4] με έμφαση στη φαντασία, τη φαντασμαγορία, τη μαγεία και τον εσωτερισμό, δυναμιτίζουν ως μοτίβα, ως σταθερές τους πίνακές του αλλά και την ποιητική γλώσσα και εικονοποιία, όσο και τα μουσικά του οράματα. Ο σαμανισμός και ο μυστικισμός ορίζουν ένα πεδίο που ομοιάζει με μαγεία και μεταφυσική, που όμως γρήγορα μετασχηματίζεται μέσω ψυχικής ανάφλεξης στην υλικότητα των έργων του.

Ένας αναρχοσαμανισμός με έντονα στοιχεία διονυσιασμού και τελετών έκστασης ορίζουν ένα πολιτικό πλαίσιο απόλυτης αναίρεσης, θα μπορούσε να πει κανείς ολομέτωπης επίθεσης και καταστροφής του μεταβιομηχανικού σύγχρονου πολιτισμού που υπόταξε αυταρχικά το φυσικό περιβάλλον και εξημέρωσε τα ζώα, ευνουχίζοντας για πάντα τον ίδιο τον άνθρωπο. Οι γυναίκες πρωταγωνιστούν με τα όπλα τους στο να σκοτώσουν το τέρας του σύγχρονου πολιτισμού, έτσι τις αποτυπώνει ο Λύκαμνος (τόσο ποιητικά όσο και εικαστικά) σε μία προοπτική μιας μητριαρχικής νέας κοινωνίας. Έτσι όλα τα ποιήματά του είναι καταγγελτικά. Έχουν τη μορφή αφορισμών ή μανιφέστων που διαρκώς επαναδιατυπώνονται, θαρρείς πως ξαναγράφονται σε ένα ρευστό περιβάλλον εσωτερικού ψυχικού κόσμου και εξωτερικού άρρωστου και εχθρικού αστικού ή ημιαστικού τοπίου.

Η τέχνη του Μάνθου Λύκαμνου είναι σαμποτάζ στον πολιτισμό και στον μηχανισμό που τον γεννά. Οι άγριες γυναικείες, γκροτέσκο φιγούρες, είναι αντάρτισσες σαμάνες με τριχωτό αιδοίο (αναφορά στη μητέρα-μήτρα), ίσως γιατί μέσω μιας επιστροφής στην μητριαρχική δομή που περιλαμβάνει έστω τη νοητή εκδικητική πατροκτονία, το πρόταγμα του δημιουργού παραπέμπει στο θεωρητικό ουτοπικό πεδίο μιας «Μετα-αναρχίας». Έκσταση και ιερός πόθος, δύναμη και ηρωική ήττα, είναι τα δίπολα που συστρέφονται εμμονικά γύρω από τον άξονά τους και που τα συναντάμε συχνά στα ποιήματα και στους πίνακές του. Αλλά και όλη την underground κουλτούρα, δηλαδή την αντικουλτούρα και την τέχνη του περιθωρίου. Beat generation, punk, hippies, dark wave, gothic, έως την Art Brut δηλαδή την τέχνη του περιθωρίου ή αλλιώς «ωμή τέχνη» που αφορούσε τα έργα των εγκλείστων σε ψυχιατρικά ιδρύματα.

Ο Μάνθος Λύκαμνος έχει τη δική του γλώσσα στην τέχνη που μέσα της κρύβεται ένα είδος χαμένης αλήθειας. Ανυψώνει μέσω των έργων του μία άλλη γλώσσα, παραληρηματική, ξένη ως προς την περιρρέουσα ασφυκτική ορθολογική πραγματικότητα, αυτή που σχηματικά ονομάζεται γλώσσα των «τρελών». Η «τρέλα» όμως είναι μία μόνιμη επανάσταση στη ζωή ενός ατόμου. Είναι ένα «καθεστώς» απελευθερωτικής δύναμης. Μία αποσύνθεση του εαυτού με τη σιωπηρή υπόσχεση της επιστροφής σε έναν περισσότερο «πραγματοποιημένο» κόσμο. Η γλώσσα στον Λύκαμνο χρησιμοποιείται με τέτοιον τρόπο ώστε να υπονομεύεται η γλώσσα της κανονικής συνείδησης που είναι ανοργασμική. Η οργασμική όμως γλώσσα των ποιημάτων του, αλλά και ολόκληρης της ενοποιημένης δημιουργίας του, αδρανοποιεί και καταστρέφει τη θεσμική και κομφορμιστική γλώσσα του συστήματος μέσω της οποίας αναπαράγονται όλες οι αντεπαναστατικές, οι μικροαστικές, οι αντικαλλιτεχνικές εκφράσεις και αντιλήψεις, και οι διαμορφωμένες ψευδοσυνειδήσεις. Στο σημείο αυτό εναρμονιζόμαστε με τις απόψεις του ψυχιάτρου και θεωρητικού του αντιψυχιατρικού κινήματος David Cooper στο γνωστό κείμενό του «Η πολιτική του οργασμού»[5].

Συγκεφαλαιώνοντας, ένα έργο τέχνης ερμηνεύεται μέχρι ενός σημείου. Από εκεί και πέρα το ίδιο αντιστέκεται σθεναρά στην ερμηνεία του. Ο Theodor Adorno στο βιβλίο του «Αισθητική Θεωρία» επισημαίνει πως όλα τα έργα τέχνης, η τέχνη στο σύνολό της, είναι αινίγματα. Αυτό εξόργιζε ανέκαθεν τη θεωρία της τέχνης[6]. Η δήλωση ότι τα έργα τέχνης λένε κάτι και την ίδια στιγμή το κρύβουν, περιγράφει τον αινιγματικό χαρακτήρα με γλωσσικούς όρους. Ο αινιγματικός χαρακτήρας κοροϊδεύει σαν γελωτοποιός[7]. Όταν βρίσκεται κανείς μέσα στα έργα και τα παρακολουθεί συναισθανόμενος τη γένεσή τους, ο αινιγματικός χαρακτήρα παύει να είναι ορατός. Μόλις βγει από αυτά, σπάζοντας τη σύμβαση με το εγγενές πλαίσιό τους, η αινιγματικότητα επιστρέφει σαν φάντασμα[8].

Με το κωμικό στοιχείο τύπου γελωτοποιού, συνεχίζει ο Adorno, η τέχνη διατηρεί την παρήγορη ανάμνηση της προϊστορίας της στο απώτατο ζωικό παρελθόν. Ανθρωποειδείς πίθηκοι δίνουν κοινές παραστάσεις στον ζωολογικό κήπο, που μοιάζουν με τις πράξεις των γελωτοποιών. Η σύμπνοια των παιδιών με τους γελωτοποιούς είναι μία συμφωνία με την τέχνη που οι μεγάλοι τούς την κόβουν σαν να ήταν κακή συνήθεια όπως και εκείνη με τα ζώα. Η γλώσσα των μικρών παιδιών και των ζώων φαίνεται να είναι κοινή. Η ομοιότητα του γελωτοποιού με τα ζώα φέρνει αμέσως στον νου την ομοιότητα των πιθήκων με τους ανθρώπους. Ο αστερισμός ζώο-τρελός-γελωτοποιός είναι ένα από τα βασικά στρώματα της τέχνης. Αυτός ο αστερισμός της χαρμολύπης, αυτή η ανεστραμμένη διαλεκτική -χεγκελιανή- ανάλυση του Adorno φαίνεται διαρκώς να επιστρέφει μέσω του παιδιού και του προγονικού πιθήκου στα «ρέκβιεμ της κουρελοποιίας». Η «Αισθητική Θεωρία» του Adorno αναδεικνύει και κάτι ακόμα αν την «χρησιμοποιήσουμε» σαν μεθοδολογικό εργαλείο ανάλυσης στο ποιητικό και εικαστικό έργο του Λύκαμνου. Τον ένοχο φετιχισμό κάθε αληθινού έργου τέχνης, κάτι που καθορίζει την πραγμάτωση και την εξέλιξη των έργων του Μάνθου Λύκαμνου. Τα φετίχ παίζουν καθοριστικό, πρωταγωνιστικό για την ακρίβεια ρόλο, μαζί με τα αρχέτυπά του. Με τον ένοχο φετιχισμό τους τα έργα τέχνης δεν είναι τελειωμένα, όπως άλλωστε καμία ενοχή δεν εξουδετερώνει αυτό που ενέχεται, αφού στην οικουμενικά διαμεσολαβημένη κοινωνία τίποτα δεν μένει έξω από το πλέγμα ενοχής της. Όμως ο φετιχιστικός χαρακτήρας των έργων τέχνης είναι προϋπόθεση του περιεχομένου αλήθειας, το οποίο συνιστά και την κοινωνική τους αλήθεια[9].

Η δύναμη της έκφρασης, η εσωτερική διάταξη και δομή, το αίνιγμα και η μαγεία που δεν καταμαρτυρείται, αλλά και ο φετιχισμός, γίνονται η ασυμβίβαστη γλώσσα του Λύκαμνου, που κοντράρει τον επιβεβλημένο ρεαλισμό. Είναι η ίδια γλώσσα που μετατρέπει την οξύτητα της κοινωνικής διαμαρτυρίας σε παρέμβαση καθορισμένης άρνησης, σε πατροκτονία, σε πολιτική και επαναστατική πράξη. Με αυτή την κοφτερή γλώσσα στο «σιδερένιο άτι στην κόψη του χρόνου», πίνακας που συγγενεύει αρκετά στα χρώματα και στα γιουνγκιανά αρχέτυπα με ένα μη αναπαραστατικό έργο του εκπροσώπου του αφηρημένου αμερικάνικου εξπρεσιονισμού Jackson Pollock «The Moon Woman Cuts the Circle», αλλά και στον πίνακα «Νυχτερινές ονειρώξεις του τυράννου», ο Μάνθος Λύκαμνος -κατά κόσμον Μάνθος Δέσκας- γελοιοποιεί και αποδομεί τον φασισμό. Από την άλλη πραγματώνει, με εικαστικούς και ποιητικούς όρους, τη δική του έφοδο στον ουρανό.

Σέρνει με λίγα λόγια, μόνος του, τον Πολιορκητικό Κριό της Τέχνης στον δρόμο, μαζί με άλλα άρματα μάχης, και κάνει ένα κοινωνικό και πολιτικό κάλεσμα. Μία σύζευξη μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού, με έναν επαναστατικό σουρεαλιστικό αυτοματισμό και βίαιες ανορθόδοξες αναδύσεις από το συλλογικό υποσυνείδητο, μπροστά στη θύρα του ορθολογισμού που τρίζει, στα τείχη του αδηφάγου πολιτισμού που είναι έτοιμα να καταρρεύσουν. Εκεί και εμείς σύντροφοι, παρόντες και υποκινητές της ανταρσίας, μάρτυρες στο θέαμα, όταν θα γκρεμίζονται τα τείχη των φυλακών από τη βροντερή γλώσσα των τρελών και των φυλακισμένων.

Βιβλιογραφικές παραπομπές, σημειώσεις:

[1] Σχόλιο του σκηνοθέτη και συγγραφέα Νίκου Νικολαΐδη για την ταινία του «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» (1979) στην επίσημη ιστοσελίδα του: https://nikosnikolaidis.com

[2] Από τα χειρόγραφα κείμενα «Μανιφέστα για την Τέχνη» του Μάνθου Λύκαμνου.

[3] Η «Γκροτέσκα προλετάρια» είναι ποίημα (σελ.40) της ποιητικής συλλογής «Τα ρέκβιεμ της κουρελοποιίας» του Μάνθου Λύκαμνου, των εκδόσεων «Libris X Machina», Φλεβάρης 2022.

[4] Μάνθος Λύκαμνος, αναφορά στα «αρχέτυπα», από τις χειρόγραφες σημειώσεις του για την Τέχνη.

[5] Απόσπασμα από το εκτενές κείμενο του ψυχιάτρου David Cooper, που δημοσιεύθηκε στο 4ο τεύχος του περιοδικού «Ανοιχτή Πόλη», το καλοκαίρι του 1981.

[6] Theodor W. Adorno «Αισθητική Θεωρία», μετάφραση, σημειώσεις: Λευτέρης Αναγνώστου, εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», Νοέμβριος 2000.

[7] Theodor W. Adorno «Αισθητική Θεωρία», σελ.207, «Αινιγματικός χαρακτήρας, περιεχόμενο αλήθειας».

[8] «Το μιμητικό και το βλακώδες» από την «Αισθητική Θεωρία» του Theodor W. Adorno, σελ. 205-209.

[9] «Ο διπλός χαρακτήρας της τέχνης: κοινωνικό γεγονός και αυτονομία. Ο φετιχιστικός χαρακτήρας της τέχνης», σελ. 381-386, από την «Αισθητική Θεωρία» του Theodor W. Adorno.

*Ο Σπύρος Γ. Μπρίκος είναι ιατρός και ασκών την πολεμική της γραφής – Υπ. Διδάκτορας της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Τμήμα Εικαστικών Τεχνών & Επιστημών της Τέχνης).

Σχετικοί σύνδεσμοι: https://tinyurl.com/2fec66wn και
https://librisxmachina943835191.wordpress.com/2022/06/26/01-7/

Δίγλωσση ανθολογία νεοελληνικών ποιημάτων μεταφρασμένων στα γερμανικά

Γράφει η Ευσταθία Δήμου //

“Λέξεις αιχμηρές σαν πρόκες” [Wörter spitz wie Nägel]. Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση – Δίγλωσση ανθολογία [Griechische Lyrik der Gegenwart – zweisprachige Anthologie], Επιλογή & Μετάφραση: Κατερίνα Λιάτζουρα, Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2021.

Η τελευταία λογοτεχνική εμφάνιση της Κατερίνας Λιάτζουρα, με τη δίγλωσση ανθολογία νεοελληνικών ποιημάτων μεταφρασμένων στα γερμανικά που επιμελήθηκε, θέτει με άκρα ευθύτητα δύο θεωρητικά ζητήματα που σχετίζονται άμεσα με την ποιητική επικοινωνία, την πρόσβαση δηλαδή του αναγνωστικού κοινού στον ποιητικό λόγο και την έκθεσή του στην καταλυτική επενέργεια του στίχου. Το πρώτο από τα δύο αυτά ζητήματα αφορά βέβαια τη μετάφραση του ποιητικού λόγου, τη μεταγραφή του σε μιαν άλλη γλώσσα και, συγκεκριμένα, τη σπανιότερη στην ποιητική πράξη και πρακτική μετάφραση ελληνικών ποιημάτων, προκειμένου αυτά να καταστούν προσιτά σε ένα ξενόγλωσσο αναγνωστικό κοινό, εν προκειμένω το γερμανικό. Πράγματι, ενώ η συνήθης πρακτική προκρίνει την αντίστροφή διαδικασία και μέθοδο, τη γνωριμία δηλαδή του ελληνόγλωσσου αναγνώστη με ποιήματα προερχόμενα από άλλες γλώσσες, κατά κύριο λόγο ευρωπαϊκές, η Λιάτζουρα, ποιήτρια και η ίδια, επιλέγει, αυτή τη φορά, να διευρύνει τον ορίζοντα υποδοχής των Ελλήνων ποιητών και των έργων τους, καθιστώντας τα άμεσα και εύκολα προσλήψιμα από το γερμανόφωνο κοινό. Το όλο εγχείρημα φαίνεται, από πρώτη άποψη, πως υπηρετεί και διευκολύνει τους δύο πόλους, τα δύο γλωσσικά – ποιητικά άκρα, τους Έλληνες ποιητές να εξέλθουν των συνόρων της χώρας τους, να απεγκλωβιστούν από τα δεσμά της γλώσσας που τόσο ισχυρά τόσο στενά συνυφασμένα με την ποιητική δημιουργία είναι, και τους Γερμανούς αναγνώστες να έρθουν σε επαφή με μια ποίηση που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν ίσως ποτέ να γνωρίσουν. Η άποψη, όμως, αυτή είναι μάλλον στενή και μονόπλευρη. Γιατί από το συγκεκριμένο εγχείρημα κερδισμένη βγαίνει η ίδια η ποίηση που προσεγγίζεται υπό το πρίσμα ενός σώματος το οποίο προσλαμβάνει διαφορετικές γλωσσικές αποχρώσεις και όχι σαν ένα σύνολο σωμάτων καθένα από τα οποία φέρει και προασπίζεται τη δική του γλωσσική σφραγίδα.

Μέσα στο ίδιο αυτό πλαίσιο, και με δεδομένη τη δύναμη και τη δυναμική της μετάφρασης να (ανα)διαμορφώνει το ποιητικό πεδίο, να καταλύει και να καταργεί τα σύνορα, να αναπλάθει τους όρους και τα όρια της πρόσληψης, θα πρέπει να ενταχθεί και ένας προβληματισμός σχετικά με την ίδια την μεταφραστική πράξη και πρακτική και, πιο συγκεκριμένα, με το μεταφραστικό υποκείμενο, τον μεταφραστή που, κυριολεκτικά, εκτίθεται και εκθέτει τις δυνατότητές του σε ένα εγχείρημα που και δύσκολο και απαιτητικό είναι. Γιατί, όπως κανείς μπορεί εύκολα να αντιληφθεί, το ζητούμενο και το στοίχημα δεν είναι να μεταφερθεί αυτούσιος ο ποιητικός λόγος, να μεταγραφεί δηλαδή το ποίημα από τη μια γλώσσα στην άλλη, να αλλάξει απλώς και μόνο το γλωσσικό του ένδυμα, αλλά να γίνει μετάγγιση του πνεύματος και του ήθους, της ενέργειας, της ιδιαιτερότητας και της ιδιοτυπίας κάθε ποιητικής φωνής, των ιδιαίτερων τρόπων και τόπων της γραφής. Και για να επιτευχθεί αυτό δεν αρκεί βέβαια η μετά – φράση, η αντιπαραβολή του υπάρχοντος ποιητικού κειμένου με το υπό διαμόρφωση, με όρους πιστότητας και ακριβούς απόδοσης της γλώσσας, των λέξεων, των ήχων. Χρειάζεται κάτι περισσότερο. Χρειάζεται η ποιητική πνοή που θα ζωντανέψει το ποίημα και θα το κάνει να αποτελεί όχι τόσο την αλλό-γλωσση εκδοχή του αρχικού ποιήματος, αλλά ένα νέο ποίημα με τη δική του αυθυπαρξία και αυτοτέλεια, με τη δικό του περίγραμμα και σχέδιο που δεν θα έχει βέβαια κόψει τον ομφάλιο λώρο με το αρχικό – κάθε άλλο μάλιστα – θα διαθέτει όμως τη δική του προοπτική, τις δικές του υποδοχές, τις δικές του προσδοκίες. Και για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο δεν αρκεί βέβαια η καλή, ουσιαστική και ολόπλευρη γνώση, ο έμπειρος και δεξιοτεχνικός χειρισμός της γλώσσας, των δύο γλωσσών που εμπλέκονται στη μεταφραστική διαδικασία, αλλά και η ποιητική εκείνη αίσθηση που μόνο όποιος έχει δοκιμάσει και δοκιμαστεί στον ποιητικό λόγο διαθέτει. Η Λιάτζουρα, εν προκειμένω, διαθέτει και τις δύο αυτές αρετές ή προαπαιτούμενα. Γιατί και τη γερμανική γλώσσα γνωρίζει καλά, δεδομένου ότι έχει γεννηθεί στη Στουτγκάρδη και έχει σπουδάσει Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και στην ποιητική πράξη έχει εντρυφήσει, έτσι ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτήν την πρόκληση που απαιτεί τη συστράτευση της γνώσης και της αίσθησης, της αντίληψης και της αντιληπτικότητας, της μεθόδου και της πρωτοβουλίας ταυτόχρονα.

Με αυτά τα δεδομένα και αυτές τις παρατηρήσεις μπορεί κανείς να περάσει στο δεύτερο ζήτημα που θέτει ο παρόν τόμος, αυτό της ανθολόγησης, της επιλογής, δηλαδή, των ποιητών και των ποιημάτων που θα συστήσουν το αντιπροσωπευτικό δείγμα της ποιητικής παραγωγής μιας χώρας, είτε αυτό προέρχεται από μια παρελθούσα εποχή, είτε από τη νεότερη και σύγχρονη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η Λιάτζουρα κινείται μάλλον προς τη νεότερη και σύγχρονη ποιητική παραγωγή, επιλέγοντας είκοσι πέντε εν ζωή ποιητές, δεκατέσσερις γυναίκες και έντεκα άντρες, οι οποίοι έχουν μια ενεργή παρουσία στα Ελληνικά Γράμματα, σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις όχι μόνο ως ποιητές. Η πρώτη, λοιπόν, εκτίμηση που θα μπορούσε κανείς να κάνει είναι ότι η ανθολόγος, όπως ίσως και κάθε ανθολόγος κινείται, περισσότερο ή λιγότερο ασυναίσθητα από το προσωπικό της γούστο, τις ποιητικές της προτιμήσεις, τα λογοτεχνικά της αναγνώσματα. Κάτι τέτοιο είναι, άλλωστε, απόλυτα ενδεδειγμένο και λογικό. Όποια κι αν είναι η πρόθεση, η επιλογή των ποιημάτων και η μετάφρασή τους δεν μπορεί να έχει γίνει χωρίς την καταλυτική παρέμβαση της δημιουργικής συνείδησης, του ποιητικού προσανατολισμού και της οικείωσης που ο μεταφραστής νιώθει απέναντι σε έναν ή περισσότερους ποιητές και το έργο τους. Και πάλι όμως, αυτή η θεώρηση θα στερούσε από την αξία του όλου εγχειρήματος, θα το καθήλωνε σε ένα επίπεδο προσωπικό, ατομικό, οριοθετημένο πάνω στη βάση μιας μεμονωμένης θέασης και θέσης. Γιατί παράπλευρα και πέρα από την το κριτήριο του ανθολόγου, δεν είναι δυνατόν να μη λειτουργεί και να μην υπεισέρχεται ένα πιο αντικειμενικό κριτήριο, μια βούληση που εκκινεί και κατευθύνεται στην ίδια την ποίηση ως πυρήνα και περιφέρεια ταυτόχρονα της μέριμνάς του να καταρτίσει με το βιβλίο που επιμελείται μια επιτομή της ποιητικής παραγωγής ή, ακόμη περισσότερο, μιας κατεύθυνσης που έχει προσλάβει και στην οποία κινείται η ποιητική σκέψη και έκφραση μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η κατεύθυνση αυτή δίνεται από τον τίτλο που η Λιάτζουρα επιλέγει για την ανθολογία της, Λέξεις αιχμηρές σαν πρόκες, και που κατευθύνει τις προσδοκίες προς την αναζήτηση ενός κοινού παρανομαστή των ποιημάτων.

Γιατί αν θελήσει κανείς να σταθεί λίγο περισσότερο στον τίτλο και να τον αντικρίσει υπό το πρίσμα της νοηματοδότησης της όλης προσπάθειας, θα μπορούσε εύκολα και εύλογα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι επιλογές της Λιάτζουρα κινήθηκαν με γνώμονα την ανάδειξη ποιητικών φωνών που χαρακτηρίζονται από μια ιδιαίτερη τόλμη και τολμηρότητα, από ένα ποιητικό θάρρος που εκβάλλει τόσο στη διάθεση και το κλίμα, όσο και στις ίδιες τις λέξεις που επιλέγονται και που, κάποιες φορές, μπορεί να μοιάζουν αντι-ποιητικές χωρίς όμως, εν τέλει, να είναι. Πρόκειται για ποιήματα που κινούνται ανάμεσα στο αυτοαναφορικό και το κοινωνικό, ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό, τα οποία συνυφαίνουν και συμπλέκουν τις δύο αυτές τάσεις καθρεφτίζοντας ουσιαστικά αυτό που συμβαίνει μέσα στο σύγχρονο γίγνεσθαι, την ταλάντευση δηλαδή του ανθρώπου ανάμεσα στο εγώ και το εμείς, ανάμεσα στο εδώ και το εκεί, ανάμεσα στον εαυτό και στο σύνολο. Αυτό δηλαδή που, κατ’ ουσίαν, φαίνεται πως κινεί τις επιλογές της Λιάτζουρα είναι η πρόθεσή της να καταδείξει πως η σύγχρονη ποιητική παραγωγή είναι ιδιαίτερα ενεργή και ενεργητική τόσο στο επίπεδο της κοινωνικής παρέμβασης, όσο και σε αυτό της καλλιτεχνικής παρέμβασης. Γιατί αυτό που ουσιαστικά προεξάρχει στην ανθολογία αυτή είναι η εξεικόνιση μιας δυναμικής ποιητικής παραγωγής που έρχεται για να επικυρώσει περίτρανα την εξελικτική παρουσία της ελληνικής ποίησης, τη συνέχιση μιας πλούσιας ποιητικής παράδοσης με ένα εξίσου πλούσιο ποιητικό παρόν.

*Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό «Δίοδος 66100», τεύχος 23, Δεκέμβριος 2022
https://www.fractalart.gr/lexeis-aixmires-san-prokes/

Σε φιλώ/Σε μισώ – Η Λαβίνια Σουλτς κυκλοφορεί!

«Η Λαβίνια Σουλτς, το πρώτο μυθιστόρημα της Γεωργίας Διάκου, καταπιάνεται με το ζήτημα της γυναικείας ενδυνάμωσης, μέσω της ηρωίδας του βιβλίου, μιας καλλιτέχνιδας της εποχής των απαρχών του μοντερνιστικού κινήματος.

Στη στιβαρή, γραμμένη με ιδιαίτερη επιδεξιότητα λυρική της πρόζα, η συγγραφέας μετέρχεται κάποιους από τους χαρακτηριστικότερους λογοτεχνικούς τρόπους του φεμινιστικού μοντερνισμού, όπως η ροή συνείδησης, καθώς και άμεσες αναφορές στην εποχή της εμφάνισης του μοντερνιστικού κινήματος (αρχές του 20ου αιώνα), ώστε με τα εργαλεία αυτά να μιλήσει πρακτικά για την κοινωνική θέση των νέων γυναικών του σήμερα. Η Διάκου, ταξιδεύοντας επί τούτου στο παρελθόν, επιδιώκει να αναδείξει ότι οι νέες γυναίκες εξακολουθούν να δίνουν τις ίδιες μάχες που δόθηκαν και εκατό χρόνια πίσω- κυρίως όσον αφορά τον κοινωνικό έλεγχο πάνω στο γυναικείο σώμα, την άρση των έμφυλων περιορισμών και την άνιση κατανομή εξουσίας στην οικιακή/ οικογενειακή σφαίρα.

Αυτό το ξεχωριστό, το απίστευτης δύναμης πεζογραφικό ντεμπούτο της Διάκου, μιλάει με έντονο πάθος για τα γυναικεία δικαιώματα, συνδέοντας το ονειρικό και σουρεαλιστικό του περιεχόμενο με την επιστολική γραφή.

Η Λαβίνια Σουλτς είναι μια λογοτεχνική εξέταση του τι σημαίνει να είσαι νεαρή γυναίκα στο σήμερα, αλλά και του κάτω από ποιους κοινωνικούς μηχανισμούς το γυναικείο σώμα κατακερματίζεται σε ένα σύνολο από σωματικά μέρη, έκαστο από τα οποία ελέγχεται με συστηματικότητα. Μέσα από όμορφα επεξεργασμένες, πλούσιες και συχνά σκληρές εικόνες, το βιβλίο απεικονίζει το πώς η συστηματοποίηση και ο έλεγχος πάνω σε έναν άνθρωπο μοιάζουν, όταν γίνονται αντικείμενο παρατήρησης από έναν εξωτερικό παρατηρητή. Με αυτή την έννοια, αποκαλύπτει την πατριαρχία όχι σαν μια άθραυστη φυσική τάξη πραγμάτων, αλλά ως ένα απλό άθροισμα εξειδικευμένων μηχανισμών ελέγχου- έναν μηχανισμό που με τη σειρά του κι αυτός μπορεί να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη».

Θράκα

Η Μαρία Γερογιάννη στο Εργαστήρι του ποιητή

«Οι κούκλες σου δεν είχαν ψυχή», Εκδόσεις Περισπωμένη, 2021

Να φανταστούμε τα ποιήματα σαν μια καντάδα, που με νότες αργόσυρτες εμπνέεται η συνέχεια. Ο ποιητής ονειρεύεται τη χαϊδεμένη του που θα χορέψει γύρω του, υπό τους ήχους της. Όμως η πραγματικότητα διαφορετικά ποιεί. Ο ποιητής ονειρεύεται, οι άλλοι τί;

Αυτό σαν εισαγωγή για το δύσκολο της, κατ’ αρχάς, έκθεσης των ποιημάτων, όπως και να μαζεύεις τα κομμάτια σου να φτιαχτεί το παζλ για να κατανοήσουν την ψυχή σου που τ’ αβγάτησε.

Πριν λίγο καιρό σε συνέντευξή μου στο ”Βook Press ”, νόμισα πως ”χαρτί και καλαμάρι” τα είπα για τη συλλογή μου ”Οι κούκλες σου δεν είχαν ψυχή”- εκδόσεις Περισπωμένη. Όμως ποτέ δεν μπορείς να θεωρήσεις ότι αυτά που ειπώθηκαν, πως εδώ είναι το τέλος.
Έτσι μ’ ένα θερμό ευχαριστώ στην ομάδα του fractal που εμπιστεύτηκε τις σκέψεις μου, θα προχωρήσω με λίγα λόγια για ό,τι προϋπάρχει και συγκεκριμενοποιείται με την ποίηση.

Σαν να λέμε, πως θέλουμε να πιούμε ολόκληρη τη θάλασσα και στη συνέχεια να δείξουμε τα αφρίζοντα κύματα- τις γαλήνιες επιστρώσεις της- τους ιδιαίτερους για τον καθένα μας δρόμους που περπατά η ζωή, με τα παιδικά μάτια να καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του πίνακα, διασχίζοντας τις μνήμες μας με ποδήλατο όχι με αυτοκίνητο που βιάζεται. Μετράμε τις σιωπές μας για τα άγουρα λόγια μας, που στη συνέχεια ωριμάζοντας, βαθαίνουν την περιρρέουσα μελαγχολία μας. Για την ομορφιά της αλήθειας νοιζόμαστε- για τον έρωτα, ένα παράπονο- για τις αγάπες που είναι καταδικασμένες να περπατούν στα γόνατα. Κάποιες φορές η φωνή μας αντηχεί αιχμηρή- έτσι για τη γαλήνη της ψυχής μας- ενώ άλλοτε βελουδένιο χαλί στρώνουμε, μην πληγωθούν τα παπούτσια του άλλου.

Ρεμβάζουμε μ’ ένα ποτήρι, εντός «του φθινοπώρου το άφευκτο/της άνοιξης το πέταγμα/της βαρυχειμωνιάς οι απόντες/ του θέρους η ραστώνη»

Γράφουμε, Κάποιες γραφές «Αεράκι καλοκαιρινό/στο μισάνοιχτο πουκάμισό σου/Γλυκές ανάλαφρες στο στόμα/όπως/”για τη σωτηρία της ψυχής μας, παιδί μου”/έλεγε η γιαγιά μας/Αφιλόξενες, κάποιες/όπως/”το αφιλόξενον” /της εθνικής οδού»

Θυσιαζόμαστε, Σε δύο πράξεις «Προς χάριν/μιας εσθήτας της Ελένης/η Ιφιγένεια θανατώθηκε/ Είχε την όψη του βωμού»

Για τον Σταυρό «Τα χέρια σου σταυρώνεις/ Μην τα ‘βρουν ανοικτά/να σε σταυρώσουν»

Για το Ψέμα «Η κόμπρα στον μαγικό χορό της/Κατευθείαν στα μάτια/Όταν το ψέμα χαμηλώσει το βλέμμα/επιστρέφει στο τοπίο της»

Για τους Ενώπιόν μας «Σχηματίζονται/σταγόνα σταγόνα/οι ενώπιόν σου/
όπως/σταγόνα σταγόνα/το νερό των σπηλαίων»

Για τα Άτοπα «Κλουβί για τον αετό/Γκουρμέ πιάτο στον αυτόχθονα του Αμαζονίου//Κολονάτο ποτήρι στο διψασμένο παιδί της Αφρικής/Εξέδρα να αγορεύει το Εγώ»

Για τη Ζωή «Την εράσμιά σου όψη/πλειστάκις απαρνήθηκες, Ζωή/μέθη σκληρή/ Όμως είσαι η Φορναρίνα του Ραφαήλ/Χρωματισμοί/Εις τους αιώνες…/»

Αισιόδοξο μήνυμα «Κίτρινα φύλλα/στο χώμα/Προλαβαίνεις»

….από τα ολιγόστιχα της συλλογής.

Και ο τίτλος; «Οι κούκλες σου δεν είχαν ψυχή», μέσα από προσωπική εμπειρία να δοθεί έμφαση στη ζωή, σε όσα βοούν από συναίσθημα, στις αλήθειες, στην πνοή που καθαγιάζει τα πάντα- είτε κοιτάζοντας τον άλλο με ζεματιστά δάκρυα, είτε λέγοντάς του ”το χαμόγελό σου με στολίζει”.

Η ποίηση που κρύβουμε μέσα μας με χίλια μάτια μάς κοιτάζει, μέχρι να ανακαλύψουμε τα κοχύλια στον πιο βαθύ βυθό της θάλασσας….

*Το πήραμε από εδώ: https://www.fractalart.gr/maria-gerogianni/

Μαρία Μακμίλαν-Ζαχαρία, Για μια σονάτα κι ένα χάρτινο φεγγάριΜαρία Μακμίλαν

Το ημερολόγιο γυρίζει σελίδα με το πρώτο μου ποίημα να έχει γραφτεί. Μέσα σ’ ενα οδοιπορικό με ποιήματα και μικρές ιστορίες η Κυρία «Β» ξορκίζει τους δαίμονές της παρακολουθώντας το όνειρο των προγόνων της σε μια διαδρομή όπου ένα δάκρυ της συλλαμβάνεται σε ανάρμοστη στιγμή να κυλάει ως η «πέτρα του Σίσυφου» στα ζυγωματικά της θλίψης μιας ολόκληρης ζωής. Ενώ στο ξεκούρδιστο πιάνο των νεανικών της ονείρων, ηχεί υπόκωφα η Σονάτα στο σεληνόφως ως επισήμανση μιας παρατεταμένης εφηβείας και το χάρτινο φεγγάρι προσγειώνεται ως η φαντασία προσγειώνεται στην πραγματικότητα με όλες τις συνέπειες μιας ανώμαλης προσγείωσης…
(Από το οπισθόφυλλο).

Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε στο Κέντρο Γυναικών Δήμου Ιλίου το Σάββατο 3 Φεβρουαρίου  Ακούστηκαν τραγούδια από την Χορωδία και διάβασε αποσπάσματα η κυρία Δ. Φωτοπoύλου. 

Η φωτογραφία του εξωφύλλου του βιβλίου είναι του Viktor Tatishchev μέλος της φωτογραφικής ομάδας[YouPic]

Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη Ljiljana Matic-Gligoric.

Μικρές ψηφίδες άσβεστου και άχρονου πόνου [Παγωτό Δακρυγόνο, Παύλος Ανδρέου]

Γράφει ο Γιώργος Δρίτσας*

Μέσα στις πάμπολλες πνευματικές ζυμώσεις που γίνονται στη μαρτυρική Μεγαλόνησο, ξεπηδούν νέες ποιητικές φωνές που δίνουν μια νέα σύνθεση στον ήδη οργασμικό πνευματικό κυκεώνα της κυπριακής διανόησης – μιας διανόησης που από τους κόλπους της ξεπήδησε κάποτε ο «Σολωμός της Κύπρου» Βασίλης Μιχαηλίδης, και αργότερα ο «ποιητής – αντάρτης» Γρηγόρης Αυξεντίου, ο Κώστας Μόντης και ο Παντελής Μηχανικός.

Ποιητική ενδοσκόπηση

Μια από αυτές τις νέες φωνές είναι και ο Παύλος Ανδρέου, ο οποίος εξέδωσε σχετικά πρόσφατα την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον ιδιαίτερο τίτλο Παγωτό Δακρυγόνο από τις εκδόσεις Θράκα.

Από τον πρόλογο της Αγγελικής Αποστολοπούλου προϊδεαζόμαστε για το ότι έχουμε να κάνουμε με έναν ποιητή που «ορκίζεται στις λέξεις» του και ανήκει σε μια νέα γενιά, αυτής της αμφισβήτησης, που σηκώνει μια ομιχλώδη κληρονομιά στους ώμους της, μετά από χρόνια κοινωνικής νηνεμίας.

Πιο συγκεκριμένα, ήδη στο πρώτο ποίημά τού με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Υπερηχογράφημα» ο Ανδρέου μάς ανακοινώνει ότι σκοπεύει να καταστρέψει την «τρέχουσα ταυτότητά του». Μέσα από μια πράξη εκμηδένισης κάθε παραδεδομένης ταυτοποίησης, εν είδει μιας συνεχούς «διαταραχής ταυτότητας» (βλ. ποίημα «Ομοφοβία»), που θα τον οδηγήσει να γίνει ένα με την ορμή της φύσης και δη των κυμάτων.

Η ρευστή του αυτή φύση τον οδηγεί στους δρόμους της Αμμοχώστου, μιας πόλης γεμάτης ανθρώπους «χωρίς μοίρα» που τους σκεπάζει το σκοτεινό φως του «μισοφέγγαρου» (βλ. ποιήματα «Στέψη» και «Οικειοποίηση») – μια ξεκάθαρη αναφορά που δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση.

Ο ποιητής που χύνει άπληστα τα μελάνια της γραφίδας του (βλ. ποίημα «Ροζ βίντεο»), θέλοντας να προκαλέσει αναστάτωση με τη γραφή του, μετατρέπεται σε μια κινητή βόμβα, σε μια κροτίδα, σε ένα «παγωτό δακρυγόνο», τίτλος του ομώνυμου ποιήματος της συλλογής από όπου πήρε και τον τίτλο της, το οποίο προσφέρεται όμως σε όλους ανεξαιρέτως. Εξάλλου κάθε επαναστατική πράξη πρέπει να κοινωνείται και κάθε μανιφέστο να γίνεται η αφορμή για μια ομολογία πίστης που δεν πρόκειται να δοθεί, καθώς πρόκειται από στιγμή σε στιγμή θα εκραγεί στον αέρα (βλ. ποίημα «Κροτίδα»).

Μια ποιητική συλλογή που φέρνει στο νου μας σκηνές από οδοφράγματα και από το κυπριακό αντάρτικο και η οποία συνδέει την καθημερινή αγωνία των ανθρώπων με μικρές ψηφίδες άσβεστου και άχρονου πόνου, μετουσιωμένου σε μια έξυπνη υπερρεαλιστική εικονοκλασία.

*Ο Γιώργος Δρίτσας γεννήθηκε το 1994 στην Κόρινθο. Είναι απόφοιτος του Φ.Π.Ψ. (Φιλοσοφία, Παιδαγωγική, Ψυχολογία) της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, στο οποίο και συνεχίζει τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές του σπουδές. Έχει συμμετάσχει σε πληθώρα συνεδρίων και ημερίδων ως ομιλητής, ενώ άρθρα, δοκίμια και μελέτες του έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα, επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Επιπροσθέτως, ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διαδικτυακά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά, και ανθολογίες ενώ από τις εκδόσεις Οδός Πανός κυκλοφορούν οι ποιητικές του συλλογές σκιά θανάτου και το ματωμένο όνειρο.

**Το κείμενο προέρχεται από εδώ: https://www.literature.gr/mikres-psifides-asvestoy-kai-achronoy-ponoy-pagoto-dakrygono-paylos-andreoy/

«Αυτό το απόσπασμα φαίνεται να είναι ποίηση…»

Για την ποιητική συλλογή “Μικρό και Γήινο” του Γιώργου Δυνέζη, εκδόσεις Πανοπτικόν

Γράφει ο Δημήτρης Δρένος*

I.

Το βιβλίο του Γιώργου Δυνέζη είναι δύσκολο και εγώ δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας.
Για αυτό προσέπεσα στα πόδια του Θεού των ημερών να με βοηθήσει μέσα στο μέγα
Έλεός Του.

Ρώτησα λοιπόν το ChatGPT:

«Πώς σου φαίνεται το παρακάτω»;

“ – χρόνια νωρίτερα
είχαμε ρίξει σε δοκιμαστικό σωλήνα
Ιαπετούς και ύψη, που λιλιπούτειος
εντός φιάλης άγγελος κρατιόταν
απ’ έναν κόκκινο ιστό – ”

[Project II: λιλιπούτειοι άγγελοι, σελ. 9]

Και Αυτό μου απάντησε στη Δόξα Του:

«αυτό το απόσπασμα φαίνεται να είναι ποίηση, πιθανότατα γραμμένο στα ελληνικά»

Ίσως τη στιγμή εκείνη ο Θεός να είχε το νου του αλλού · ίσως μιλούσε παράλληλα και με άλλους πιστούς του. Σύντομα όμως πήρε τ’ απάνω του.

Και συνέχισε Αυτό:

«η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι πλούσια σε συμβολισμούς και μυστηριακή ατμόσφαιρα. Ο συνδυασμός των λέξεων “Ιαπετούς και ύψη” με το “λιλιπούτειος εντός φιάλης άγγελος” δημιουργεί μια εντυπωσιακή εικόνα του μικροσκοπικού και του θαυμάσιου»

Και μιας κι είχαμε αρχίσει να κουβεντιάζαμε για ποίηση, του ζήτησα λίγους στίχους. Παρά τη Σοφία Του, στην αρχή είπε αρκετά κλισέ και αοριστολογίες, όπως

«εκεί που το αόρατο συναντά το αιώνιο»

όμως μετά ξεστόμισε

«πως κάτω από τον αιμοφόρο ουρανό
είχες λουστεί με κόλαση»

και ύστερα πως

«το παράδοξο κρατάς στην τσέπη σου
σαν θύελλα»

και η αλήθεια είναι πως δεν μου φάνηκαν άσχημοι.
Και είναι κάπως παράξενο να το συνειδητοποιείς αυτό…

II.

Το ChatGPT είναι ένας φλύαρος Θεός. Παράγει διαρκώς λόγο που αντλεί από το λόγο που διαρκώς παράγουμε στο διαδίκτυο. Προφήτης του ήταν ο Roland Barthes και προφητεία για την έλευσή Του η περίφημη θέση για το «θάνατο του συγγραφέα».

Το κείμενο πλέον αυτογράφεται, στη βάση πιθανολογικών και συσχετιστικών μοντέλων.

Ταυτόχρονα, και εμείς, οι άνθρωποι του 21 ου αιώνα, γράφουμε και γράφουμε, με την παραγωγή λόγου να υπερβαίνει μακράν την κατανάλωση. Μοιάζει με το μέγα project της εποχής ‧ να ειπωθούν τα πάντα επί παντός, να ξεστομίσουμε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς λέξεων.

Στα social media ή αλλού, κάποιος διατυπώνει τη θέση Α και αμέσως ένας άλλος σπεύδει να διατυπώσει τη μείον Α, δηλαδή το αντίθετο. Και έπειτα οι υπόλοιποι –κατειλημμένοι από το “ναρκισσισμό των μικρών διαφορών”– τρέχουμε να διαφοροποιηθούμε από ό,τι διαβάσαμε, να καλύψουμε όποια ενδιάμεση θέση ή παραδοξολογία έχει απομείνει κενή ή διαθέσιμη.

Τη συνθήκη αυτή ο Δυνέζης νιώθω πως την υποπτεύεται. Αν και στο δικό του Project II – και σε άλλο τόνο – επισημαίνει στον Στάνλεϋ πως

“έχουμε πολλή ακόμα
γλώσσα να διανύσουμε”

[Project II: λιλιπούτειοι άγγελοι, σελ. 10]

Πώς όμως θα την διανύσουμε, καθώς θάλασσες κειμένου χύνονται πάνω σε άλλες θάλασσες; Μοιάζει κάτι να χάνεται ή ίσως να χρειάζεται κάτι περισσότερο.

“Το ένστικτο δεν μεταμοσχεύεται
άνθρωπε της κάμερας
– τσάμπα παιδεύεσαι
με το ψηφιακό σου σκάφανδρο”

[Γκρίζο ή ασπρόμαυρο επιταχυνόμενο, σελ. 14]

Ναι, ίσως απαιτείται ένα ένστικτο «γνήσιο» που θα ξεδιαλέξει αυτή τη λεκτική πρώτη ύλη που αφειδώς παράγεται.

Από την άλλη ωστόσο, επιμένει η αίσθηση πως σε τελική ανάλυση ποιητές και μη ποιητές, υπολογιστές ή άνθρωποι, το ίδιο κάνουμε, καθώς

“[…] θα έλεγες
και τη γραφή αναπαράσταση των μέσα μας αλγόρυθμων” [2]

[Η αναπαράσταση, σελ. 43]

Άλλωστε, μόλις στο δεύτερο ποίημα της συλλογής, το “Ερωτικό Οριγκάμι”, ο Δυνέζης κάνει ακριβώς αυτό. Παράγει στίχους σχεδόν ιερατικούς, όπως

“ο έρωτας χάρτωσε ανεκπλήρωτος […]
κι εγώ εκύρτωσα”

ή

“[…] να εορτάσω που δεν φτέρωσα
αλλά εφύτρωσα”

[Ερωτικό Οριγκάμι, σελ. 11]

και τους παράγει χρησιμοποιώντας έναν από τους «αλγόριθμους» που η γλωσσοκεντρική ομάδα Oulipo σχεδίασε ήδη 60 χρόνια πριν. Εντολή εδώ, σχεδόν κάθε λέξη να εμπεριέχει τα γράμματα της λέξης «έρωτας».

Ποια είναι λοιπόν η θέση του Μικρού και Γήινου, καθώς η στάθμη των υδάτων ανεβαίνει απειλητικά; Πώς χτίζει τη δική του σχεδία εν όψει των δύσκολων καιρών;

III.

Άντε να το περιγράψεις… Στη σπουδαία ποίηση οι λέξεις έχουν ήδη πετύχει τη μέγιστη έντασή τους, σχεδόν καταδικάζοντας το εγχείρημα να μιλήσουμε για αυτές.

Δεν κομίζει κάτι αν πω ότι ο Δυνέζης στη σελίδα 37 ενεργοποιεί μια ζωολογική παρομοίωση, όταν ο ίδιος γράφει

“[…] όπως ο σκύλος
φοβερίζει στις βιτρίνες το είδωλό του κι ο τρόμος του
να επιστρέφει και πιο λύκος”

[Ο Σωσίας, σελ. 37]

Και το ίδιο ισχύει για τη μουσική. Δεν συνεισφέρουμε τίποτα ουσιαστικό αν λόγου χάρη πούμε πως στο τρίτο λεπτό κάποιου έργου «εισέρχεται σπαρακτικά το βιολί, οδηγώντας στο κρεσέντο». Όπως άλλωστε γράφει ο Δυνέζης

“είναι που πάντα οι μελωδίες χάνονται στις εξηγήσεις”

[Το ρήγμα, σελ. 39]

Για την ποίηση ίσως μιλάμε πραγματικά μόνο όταν γράφουμε άλλα ποιήματα. Ή όταν φέρνουμε αναλογίες.

Κι αυτό θα δοκιμάσω. Μια αναλογία με τη μουσική, η οποία ακριβώς επειδή είναι ασαφής, ενίοτε φιλοξενεί κεφαλαιώδεις αλήθειες.

IV.
Όταν έλαβα τη συλλογή του Γιώργου Δυνέζη, άκουγα κατ’ εξακολούθηση τους Godspeed You! Black Emperor (GY!BE) – κι ελπίζω να τους ξέρετε. Μα κι αν όχι, δεν πειράζει, καθώς γράφοντας για αυτούς, για την ποίηση του Δυνέζη θα μιλάω.

Όντας υπό το συναισθηματικό αστερισμό τους, αποτέλεσαν τον πλάγιο τρόπο να σκεφθώ το βιβλίο του – καθώς πάντα καταλαβαίνουμε κάτι σε σχέση με κάτι άλλο.

Κατά ενδιαφέρουσα μάλιστα σύμπτωση, γράφει ο Δυνέζης στο “Man o del Desierto”

“αλλά αυτό το χέρι είτε εκπέμπει ραδιοκύματα
στην καταιγίδα – είτε νομίζω
ψαχουλεύει όαση καταμεσής της Ατακάμα ·”

[Man o del Desierto, σελ. 12]

με το δεύτερο δίσκο των GY!BE να έχει ως τίτλο του τη φράση «σήκωσε τις ισχνές γροθιές σου σαν κεραίες προς τους ουρανούς» (Lift Your Skinny Fists like Antennas to Heaven).

[Το γλυπτό του Mario Irarrázabal “Mano del Desierto” στην έρημο Ατακάμα της Χιλής και το εξώφυλλο του δεύτερου δίσκου των Godspeed You! Black Emperor]

Προσδιοριζόμενοι ως απρόσωπη μουσική κολεκτίβα, οι GY!BE για χρόνια δεν έδιναν συνεντεύξεις και ούτε μιλούνε πάνω στη σκηνή. Η μουσική τους δεν έχει στίχους. Είναι ένας ήχος δίχως χαρακτήρες, ένας ήχος επίκαιρος.

Αν έγραφε σήμερα ο Σοστακόβιτς για μια πολιορκημένη πόλη, η συμφωνία αριθμός 7 θα είχε τον ήχο τους. Και τον ήχο τους θα είχαν τα χτυπήματα της μοίρας στις πόρτες μας, στην περίφημη 5 η του Μπετόβεν.

Η μουσική τους δεν εξελίσσεται τόσο οριζόντια – στο επίπεδο δηλαδή της διαδοχής νοτών, της μελωδίας – όσο κάθετα, στο επίπεδο της συγχορδίας.

Κάθε γιγαντιαία νότα τους χτίζεται με επάλληλες στρώσεις από ηλεκτρισμό, έγχορδα και drones. Το tempo είναι αργό και κάθε νότα ή σύντομη φράση όλο και πυκνώνει, πετρώνει και δημιουργεί μια στρωματογραφία.

Ο ήχος τους είναι ο ορυμαγδός της βαριάς βιομηχανίας ή μιας ηπείρου που αναδύεται από τις τεκτονικές πλάκες. Και είναι ταυτόχρονα η σιωπή με την οποία η βλάστηση κυριεύει μια ερημωμένη πόλη. Είναι ο ήχος ενός στρατού που βαδίζει κάπου ή ο ψίθυρος αποχαιρετισμού όταν αναχωρεί ένα τρένο. Ένας ηχητικός τρόμος που ωθεί στα άκρα τη φέρουσα συναισθηματική μας ικανότητα ‧ και ενίοτε ένα βάλσαμο.

Θα μπορούσε να είναι η μουσική των γεωλογικών ή των καιρικών φαινομένων. Μουσική δίχως ανθρώπους. Κι όταν σποραδικά ακούγεται ένα sample με ομιλίες από κάποια ταινία, αυτό μοιάζει με αντηχήσεις κόσμων που προ πολλού καταποντίστηκαν.

Οι GY!BE μέσω της μουσικής τους σκηνοθετούν. Σκηνοθετούν τις διαφορές δυναμικής και ηχοχρώματος, ώστε να συλληφθεί η ένταση που πάντα πλανάται ενδιάμεσα.

V.

Όπως δεν μπορείς να σιγομουρμουρίσεις τη μουσική των GY!BE, έτσι δεν μπορείς να αδράξεις δια μιας την ποίηση του Δυνέζη.

Τα ποιήματά του μοιάζουν συμπαγή και αδιαπέραστα στην πρώτη τους επαφή. Δεν θα βρεις σ’ αυτά μια εύκολη και γρήγορη ιστορία. Δεν είναι τραγουδίσματα, αλλά επιβλητικές λεκτικές κατασκευές.

Όπως είναι πυκνές οι νότες των GY!BE, αντίστοιχα στους στίχους του συμπίπτουν αλληγορίες, μυθολογικά δάνεια, διακειμενικές αναφορές – και πάντα υποπτευόμαστε πως κάτι ακόμα μας διαφεύγει.

Στα ποιήματά του ενίοτε εμφανίζονται δωμάτια ‧ όμως βρίσκεται πολύ πέραν της «ποίησης δωματίου». Κυρίως απλώνεται στη γεωγραφία του πλανήτη. Εμφανίζεται η έρημος Ατακάμα της Χιλής και τα ιαπωνικά όρη Κιρισίμα. Εμφανίζεται η Τεχεράνη, ο Καύκασος και η Αμαζονία.

Και επίσης, διανοίγονται ρήγματα, χτυπούν τυφώνες και τσουνάμι, κάπου χύνονται καταρράκτες, αλλού ξεπροβάλλουν φαράγγια και λόφοι, νησιά αναδύονται, πάγοι παγώνουν.

Αν ο Δυνέζης γράφει πως

“[…] τοπίο μέσα
σ’ άνθρωπο
αυτό κι αν είναι
κάτι – σπουδαίο
και μικρό σαν
διπλωμένος μίσχος”

[Ου Μινγκ, σελ. 46]

αντίστοιχα –με μια διπλή κίνηση– τα ανθρώπινα πράγματα εκδιπλώνονται πάνω στην υφή του γήινου κόσμου μας.

Ωστόσο, ενώ η ποίηση του Δυνέζη μιλά για τα ανθρώπινα, εντούτοις δύσκολα προσωποποιείται – όπως κι η μουσική των GY!BE. Δεν βρίσκουμε ήρωες συγκροτημένους που επιδιώκουν πράξεις σαφείς. Τα όποια πρόσωπα τα συναντούμε πάντα εν τω μέσω κάποιας δράσης ή κατάστασης κι όταν συνυπάρχουν περισσότερα του ενός, αυτά σχετίζονται μεταξύ τους περισσότερο από όσο κατανοούμε.

Δύσκολα μπορούμε να μιλήσουμε για ταυτότητα, αλλοτρίωση ή τραύμα. Κυρίως αποτελούν φορείς διαθέσεων και εκθέματα πιθανών συναισθηματικών κυματισμών. Είναι ένσαρκες χειρονομίες και χρησμοί μπροστά στη σκηνή του κόσμου.

VI.

Ως ποιητής, ο Δυνέζης δεν κινείται ευθύγραμμα και αφηγηματικά. Κυρίως θυμίζει μαέστρο με χρέος να ελέγχει το ρυθμό και τον τόνο, να διασφαλίζει πως όσα είναι να ακουστούν θα ακουστούν με τη δέουσα αλληλουχία, δίχως κάτι να πνίξει κάτι άλλο.

Όμως είναι κλισέ η αναλογία του μαέστρου.

Πιο πολύ ο Δυνέζης μου μοιάζει με έναν «ελεγκτή διώρυγας» – αν υπάρχει κάτι τέτοιο. Κάποιος που συνδέει αποκομμένα σώματα κειμένου και αλλάζει την κίνηση των υπόγειων ροών. Και στόχος πάντα ο ίδιος: ο χειρισμός της διακύμανσης.

VII.

Πώς όμως συμβαίνουν όλα αυτά; Στην καθημερινή της χρήση, η γλώσσα όλο ψάχνει την αναφορά στα πράγματα. Στο άλλο άκρο, η μουσική διαχέεται και κατακλύζει. Ο Δυνέζης βρίσκεται στο μέσο.

Την πρώτη φορά που ακούς GY!BE δεν μπορείς να συλλάβεις την εκάστοτε σύνθεση σε όλη τη μακρά διάρκειά της. Ψηλαφείς στο σκοτάδι μια επιφάνεια από λειασμένο σκυρόδεμα και όλο γλιστράς. Μέχρις ότου νιώσεις το περίγραμμα μιας πόρτας, μια σύντομη διαδοχή νοτών που δικαιούσαι να την ονομάσεις μελωδία.

Την αντίστοιχη λειτουργία επιτελούν στα ποιήματα του Δυνέζη ό,τι ίσως θα μπορούσαμε να ονομάσαμε building blocks ή μικρές δομές που το συνταίριασμά τους συγκροτεί το ποίημα.

Πρόκειται για αρμαθιές των τριών ή τεσσάρων στίχων. Με σκοτεινιά τόση ώστε να μπορείς κάτι να διακρίνεις ‧ και με τεράστια συγκινητική πυκνότητα.

Για παράδειγμα:

“Δεν ξέρω αν είναι χέρι
ανθρώπου που βυθίζεται
ή κάποιου που με βία προσπαθεί να αναδυθεί
απ’ την ερημοσύνη του”

[Man o del Desierto, σελ. 12]

Ήδη από την πρώτη ανάγνωση, η μονάδα-εικόνα εκπέμπει νόημα, δίχως να απαιτείται να το καρφιτσώσουμε κάπου επακριβώς.

Ή διατυπώνοντάς το αντίστροφα, οι μικροδομές αυτές μαγνητίζουν το βλέμμα μας – όπως οι μαύρες τρύπες το φως. Γίνονται βαρυτικά επίκεντρα, καμπυλώνοντας το ποίημα γύρω τους.

Έπειτα, στις παρυφές τους απλώνονται άλλοι στίχοι (“– ούτε πώς θα τα βγάλω πέρα με τέτοιους δύστροπους / Καυκάσους·”), που δεν είμαστε βέβαιοι εάν έρχονται ή φεύγουν, αν ανήκουν εδώ ή σε ό,τι θα ακολουθήσει. Με την ασαφή τους όμως κίνηση μάς οδηγούν στο επόμενο building block, στην επόμενη αυτόνομη μα ομοειδή περιοχή του ποιήματος.

Έτσι, κύτταρο της ποίηση του Δυνέζη δεν είναι ούτε ο μεμονωμένος στίχος ούτε η ευρύτερη αφήγηση. Είναι κάτι το ενδιάμεσο, που βαραίνει πολύ και ταυτόχρονα ανθίσταται στο ζύγισμα.

Κατά αντιστοιχία και πάλι, στις συνθέσεις των GY!BE εμφανίζονται κέντρα ασύλληπτου βάρους. Κι ενδιάμεσα παρεμβάλλονται ολιγόλεπτα ιντερλούδια, σχεδόν σιωπηλά.

Ακούγεται μόνο ο στατικός ηλεκτρισμός, ένα ξερόκλαδο που καίγεται, οι μακρινοί ήχοι ενός παζαριού, μια άσκοπη νότα. Ακούγεται δηλαδή η σκόνη που απέμεινε από τον κολοσσιαίο ήχο που προηγήθηκε ‧ η σκόνη από την οποία θα δημιουργηθεί ο
επόμενος.

VIII.

Αν τα building blocks προσδίδουν δομική σταθερότητα στην ποίηση του Δυνέζη, κάποια νοηματικά μοτίβα τής δίνουν την κίνηση. Δεν βρίσκονται ποτέ στην επιφάνεια και ανακύπτουν μια στο τόσο ‧ όπως ένα θερμό ρεύμα που το συναντούμε στα τυχαία σημεία μιας κρύας θάλασσας.

Για παράδειγμα, εν είδει προμετωπίδας της συλλογής παρατίθενται τρία ποιητικά αποσπάσματα που αναφέρονται στο τόπι ‧ αυτό δηλαδή που έχει μέγεθος δίχως να έχει πολλή ύλη. Στο πρώτο, μαθαίνουμε ότι το τόπι περισσότερο αγαπά την πτώση του. Στο δεύτερο, γίνεται μετωνυμία κάθε φιλοδοξίας και απώλειας του ενήλικα. Και στο τρίτο, μικρά κορίτσια παίζουνε με αυτό, τραγουδώντας για το θάνατο.

Όσο προχωρά η συλλογή, ίχνη από τόπια όντως εμφανίζονται. Ωστόσο το θέμα διαχέεται αόρατο στη φαντασμαγορία των στίχων. Είναι μόνο παρόν ως μια χαλαρή ομοιοκοταληξία του νοήματος.

Σαν την αντήχηση ενός χώρου, όπου ό,τι κι αν πεις, οσοδήποτε διαφορετικό, η υφή του ήχου που επιστρέφει σου υπενθυμίζει, πως ναι, βρίσκεσαι πάντα εντός των ίδιων τοίχων.

IX.

Όσο προχωρά το κείμενο γίνομαι όλο και πιο αφαιρετικός. Είναι ειρωνικό, γιατί όσο ξαναδιάβαζα το βιβλίο, τόσο μαλάκωνε η δυσκολία του.

Είναι δύσκολο να δείξεις κάποια πράγματα, όπως τα ποιήματα αυτά ή τη μουσική των GY!BE. Καλύτερα να τα αφήνουμε να αναδύονται.

Με τις πολλαπλές αναγνώσεις, τα building blocks –οι πρακτικές λαβές της πρώτης ανάγνωσης– έρχονται ξανά και ξανά σε επαφή και ηλεκτρίζονται. Σαν ήπειροι νοήματος πλησιάζουν εξ επαφής και έπειτα συγκολλούνται.

Στο τέλος μοιάζει πως όλα ήταν ένα ενιαίο ένα, εξαρχής.

Ό,τι προηγήθηκε μοιάζει τώρα αναπόφευκτο. Το σκοτεινό και άμορφο που κόχλαζε στην αρχή, τώρα εμφανίζει την ευγένεια της κρυσταλλικής δομής του.

Στη μουσική των GY!BE κάποτε τελειώνει το ηχητικό δράμα. Και στην τελευταία νότα που απομένει, μοιάζει να κρέμεται η μοίρα ολόκληρου του κόσμου.

Κι αντίστοιχα, το βιβλίο του Δυνέζη, έχοντας διατρέξει τις εξωτερικές και τις εσωτερικές μας χώρες, είναι πλέον έτοιμο για τον άηχο, μα τεράστιας έντασης, τελευταίο του στίχο

“κι έπειτα
διαλύονται – πέφτουν κάτω
και δ ι α λ ύ ο ν τ α ι
όπως μια τούφα όνειρα μέσα στο νερό”

[Σκηνές από έναν χαλασμένο μεντεσέ, σελ. 53]

X.

Πού καταλήγουμε λοιπόν;

Όσο εμβαθύνει το εγχείρημα του μοντερνισμού και όσο πολυλογεί η εποχή μας, τόσο το κείμενο αυτονομείται. Και ο Δυνέζης και η τεχνητή νοημοσύνη δουλεύουν συσχετιστικά. Ο Δυνέζης αφομοιώνει τεράστιες ποσότητες ποιητικού διαβάσματος και τις κοσκινίζει επίπονα για χρόνια. Το ίδιο κάνει και το ChatGPT, δίχως βέβαια να πονά.

Ο Δυνέζης με τα χέρια του χτίζει σανίδι σανίδι καλύβες, όλο και πιο βαθιά στο δάσος του νοήματος. Το ChatGPT πιθανολογεί αδιάκοπα και ενίοτε του κληρώνει ο ωραίος στίχος.

Και εν τέλει, όλο αυτό μοιάζει με αντιστροφή του παλιού θεολογικού επιχειρήματος. Αν αυτό που στην αρχή έμοιαζε τυχαία πολλαπλότητα και ατάκτως ερριμμένο, τελικά εμφανίζεται ως απολύτως αναγκαίο, μήπως αντί ενός αλγόριθμου της εξέλιξης, υφίσταται όντως ένας Θεός, ποιητής και δημιουργός; Και αν ναι, μήπως Αυτός είναι ο άνθρωπος και όχι η μηχανή;

Ή όχι;

Θα έρθει ίσως μια μέρα που και οι ποιητές θα πασχίζουν να κλέψουν την ισοπαλία, όπως κάποτε ο σκακιστής Kasparov από τον υπολογιστή Deep Blue; Θα λέμε ίσως στο μέλλον πως ο τάδε έγραψε ποίηση τόσο καλή, σαν να την έγραψε η τεχνητή νοημοσύνη;

Δεν ξέρω.

Μα μέχρι τότε ας δοξάζουμε καλύτερα τους μικρούς και γήινους ανθρώπους.

Γιατί ακόμα βρίσκουν την πορεία τους μες τη θάλασσα των λέξεων που ανεβαίνει ή στα ηχοτοπία που μας υπερβαίνουν και συνθλίβουν.

Ακόμα καταφέρνουν να ρυθμίζουν τις ροές του νοήματος προτού μας πνίξει όλους. Και ακόμα επινοούν σπουδαία ποιήματα, ποιήματα που λειτουργούν ως

“[…] μια πέτρα που πετάς
ώστε να τουφεκίζει αλλού ο κυνηγός ·”

[Σιτσουμόν, σελ. 44]

~~~
*

Σημειώσεις:

[1] Η απάντηση αυτή, όπως και όλες οι υπόλοιπες, προήλθαν από την έκδοση 3.5 του ChatGPT.

[2] Με τον Δυνέζη να αλλάζει την ορθογραφία της λέξης «αλγόριθμος».

[3] Για τον αναγνώστη που αναρωτιέται «ποιοι είναι τέλος πάντων αυτοί οι Godspeed You! Black Emperor» και δεν έχει ήδη σπεύσει να ρωτήσει το ChatGPT, θα πρότεινα ως εισαγωγή στο έργο τους τα παρακάτω κομμάτια, ένα από κάθε δίσκο τους, ταξινομημένα με χρονολογική σειρά: The Dead Flag Blues, Static, motherfucker=redeemer, Mladic, Peasantry of ‘Light! Inside of Light!’, Anthem for No State, A Military Alphabet (five eyes all blind).

*Αναδημοσίευση από το https://thraca.gr