«Εισελθέτωσαν ύδατα έως ψυχής μου.
Στη γλώσσα μου
μετενσαρκώθηκα
μακριά, φιδίσια
γλίστρησα γλυκά
ανάμεσα στις ρίζες
ακουμπώντας άθελα
φρέσκια ουλή
από βγαλμένο δόντι
πλημμυρίζοντας αλμύρα
ματωμένης απώλειας.
Εισχώρησα αργά μέσα μου,
η καρδιά παιχνιδιάρα
γουργούρισμα αγριοπερίστερου
μπροστά σε σπόρους,
παίζω μαζί της
σαν μωρό σκυλί
που ικανοποιείται απ’ την επανάληψη.
Γλείφω περιμετρικά
το σημείο εκκίνησης,
τη σκοτεινή μήτρα
άπραγη πια, πέτρινη,
άχρηστος παλιός ασκός.
Έρπω γλιστρώντας
στην κομμένη ανάσα
πέφτω στο κενό
της έλλειψης μισού πνεύμονα,
τον ρούφηξε δράκος
απ’ άνοιγμα είκοσι δύο εκατοστών
στην πλάτη, ανάμεσα στα πλευρά.
Στέγνωσα απ’ την περιπλάνηση.
Ως τίμια γλώσσα
βούτηξα να λιπανθώ
στα ύδατα της ψυχής μου.
“Lei water reach my soul”
In my tongue
I was transubstantiated
long, snake-like
I sweetly slipped
in-between the roots
touching unwillingly
the fresh scar
from a lost tooth
flooded with the saltness
of a bleeding loss
I slowly entered my inside
a playful heart
always with a wild pigeon’s gurgle
when facing seeds,
I play with it
like a baby dog
that is satisfied
with repetition.
I lick all around
the starting point
the dark vagina
inactive by now, a stone
a useless old sac.
I crawl slipping
over a breath taken away
I fall into the void
of half a lung missing
sucked in by the dragon
from an opening of twenty two centimeters
of my the back, in between two ribs.
I dried up from wandering around
as an honest tongue
and dipped in to be fertilized
by the water of my soul.
*Από τη συλλογή “Ουλές / Scars”, δίγλωσση έκδοση, Το ΡΟΔΑΚΙό, Οκτώβρη 2016.
**Αγγλική μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ.