Θοδωρής Βοριάς, Δύο ποιήματα

Ψηφίδα τῆς πόλης

Τῆς πόλης μιὰ χαμένη ψηφίδα
σοῦ μιλᾶ,
ἕνας ακόμη αἰχμάλωτος
στῶν ἡμερῶν τὴν προπαγάνδα.
-Πότε προλάβανε καὶ μαυροφόρεσαν
μ’ ἐφημερίδες ὅλους τοὺς δρόμους;
Τῶν ἁρπαχτικῶν οἱ κυκλικὲς πτήσεις
στενεύουν πάνω απ’ τὸ κεφάλι μου.
Ἄλλο δὲν ἔχω,
δεκαετίες ληστεύουν τὴν ψυχή μου.
Σωτῆρες μᾶς δείχνουν σιδερένια κλουβιὰ
-παρέχουν κανναβούρι, νερὸ
κι ὁπωσδήποτε μιὰ τηλεόραση-
μᾶς ὁρμηνεύουν νὰ μποῦμε μέσα,
νὰ σωπάσουμε
γιὰ νὰ σωθοῦμε.

***

Ὀρφανεμένες ρίζες

Θέρισες ανεμῶνες καὶ τὶς ἔστησες στὸ βάζο
αντίδοτο γιὰ τὴν αγιάτρευτη κακογουστιὰ τῆς πόλης.
Στὸ πανάκριβό σου βάζο, οἱ τελευταῖες ἐκπνοὲς
καταντήσανε φυσαλίδες ὀξυγόνου
στὰ γυάλινα τοιχώματα.
Τὰ πόδια μου, ακρωτηριασμένα, κρέμονται ακίνητα
μὲς στὸ νερό.
Στηρίζομαι απ’ τὶς μασχάλες στὸ χείλωμα τοῦ βάζου.
Τὰ χέρια μου ἄρχισαν νὰ ξεραίνονται.
Τὸ κεφάλι μου, αναίσθητο, ακουμπᾶ στοὺς ὤμους μου.
Πλησιάζεις καὶ μυρίζεις κάθε τόσο τὰ μαλλιά μου.
Κάθε δυὸ μέρες αλλάζεις τὸ νερό, νὰ μὴ βρωμήσει
τὸ πεθαμένο αἷμα.
Θά ’ρθει κι ἡ ὥρα ποὺ θὰ μὲ πετάξεις στὰ σκουπίδια.
Ἡ γῆ τῆς πατρίδας
εἶναι πιὰ ξερές, ὀρφανεμένες ρίζες,
εἶναι τὰ παραχωμένα παπούτσια
κι οἱ αστράγαλοί μου.

*Από τη συλλογή “Χαμένες ψηφίδες”, Θεσσαλονίκη 2012.

One response to “Θοδωρής Βοριάς, Δύο ποιήματα

  1. Καλημέρα σας, ευχαριστώ για την ανάρτηση των ποιημάτων. Σας τα στέλνω παρακάτω σε μονοτονικό για να τα αναρτήσετε με αυτή τη μορφή γιατί στην μορφή που είναι τώρα αναρτημένα χάθηκε σε κάποια σημεία ο πολυτονισμός.

    Ψηφίδα της πόλης

    Της πόλης μια χαμένη ψηφίδα σου μιλά,
    ένας ακόμη αιχμάλωτος
    στων ημερών την προπαγάνδα.
    -Πότε προλάβανε και μαυροφόρεσαν
    μ’ εφημερίδες όλους τους δρόμους;

    Των αρπαχτικών οι κυκλικές πτήσεις
    στενεύουν πάνω απ’ το κεφάλι μου.
    Άλλο δεν έχω,
    δεκαετίες ληστεύουν την ψυχή μου.

    Σωτήρες μας δείχνουν σιδερένια κλουβιά
    -παρέχουν κανναβούρι και νερό
    κι οπωσδήποτε μια τηλεόραση-
    μας ορμηνεύουν να μπούμε μέσα,
    να σωπάσουμε για να σωθούμε.

    ###

    Ορφανεμένες ρίζες

    Θέρισες ανεμώνες και τις έστησες στο βάζο
    -αντίδοτο για την αγιάτρευτη κακογουστιά της πόλης.

    Στο πανάκριβό σου βάζο, οι τελευταίες εκπνοές
    καταντήσανε φυσαλίδες οξυγόνου
    στα γυάλινα τοιχώματα.

    Τα πόδια μου, ακρωτηριασμένα, κρέμονται ακίνητα
    μες στο νερό.
    Στηρίζομαι απ’ τις μασχάλες στο χείλωμα του βάζου.
    Τα χέρια μου άρχισαν να ξεραίνονται.
    Το κεφάλι μου, αναίσθητο, ακουμπά στους ώμους μου.

    Πλησιάζεις και μυρίζεις κάθε τόσο τα μαλλιά μου.

    Κάθε δυο μέρες αλλάζεις το νερό, να μη βρωμήσει
    το πεθαμένο αίμα.

    Θα ’ρθει κι η ώρα που θα με πετάξεις στα σκουπίδια.

    Η γη της πατρίδας
    είναι πια ξερές, ορφανεμένες ρίζες,
    είναι τα παραχωμένα παπούτσια
    κι οι αστράγαλοί μου.

    Φιλικά
    Θοδωρής Βοριάς
    vorias.blogspot.gr

Leave a comment