Η ποιητική της ασθένειας ως βίωμα του ασθενούς: Η συμβολή της Χριστίνας Λιναρδάκη

Tου Δήμου Χλωπτσιούδη
 
ΣΚΠ, Χριστίνα Λιναρδάκη, Ενάντια, 2024
 
Η ποιητική της ασθένειας, ως υποείδος της ποίησης του ιδιωτικού ή αυτοβιογραφικής ποίησης, αποτελεί έναν χώρο όπου η σωματική και ψυχολογική εμπειρία της νόσου μετασχηματίζεται σε ποιητικό λόγο. Ενώ η ιατρική αφήγηση τείνει να αντικειμενοποιεί τον ασθενή, η λογοτεχνική προσέγγιση επιτρέπει την υποκειμενική ανασύνθεση της ασθένειας με έμφαση στο τραύμα μέσα από μια γλώσσα ωμή και ρεαλιστική. Όπως σημειώνει η Susan Sontag στην εισαγωγή του διάσημου Illness as Metaphor (1978) η ασθένεια είναι η νυχτερινή πλευρά της ζωής, μια επαχθής ιθαγένεια. Όλοι όσοι γεννιούνται έχουν διπλή υπηκοότητα, ζώντας στο βασίλειο της υγείας και το βασίλειο της νόσου. Αν και όλοι προτιμούμε να χρησιμοποιούμε μόνο το καλό διαβατήριο, αργά ή γρήγορα καθένας μας είναι υποχρεωμένος, τουλάχιστον για ένα διάστημα, να αυτοπροσδιορίζεται ως πολίτης του άλλου τόπου.

Στην ελληνική ποίηση το υποείδος υπηρέτησαν γυναίκες, καθώς η ασθένεια ως υποείδος της αυτοβιογραφικής ποίησης, προβάλλει αμήχανες στιγμές που εκθέτουν το ποιητικό υποκείμενο, είτε με έμφαση στην αναπηρία (Αγγελάκη-Ρουκ, Ειρήνη Παραδεισανού) είτε ως βίωμα του συγγενή που παρακολουθεί την εξέλιξη μιας ασθενείας (Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Αλεξάνδρα Μπακονίκα). Η επιλογή των ποιητριών να εκθέσουν τον εαυτό και το τραυματικό βίωμα, ωστόσο, έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με τον ανδρικό εξουσιαστικό λόγο, που επιδιώκει να εκφράσει το κοινόν. Οι γυναίκες ιστορικά προβάλλοντας το ιδιωτικό, αναζήτησαν μία νέα εκφραστική επιλογή να απομακρυνθούν από την ανδρική αισθητική και να εκφράσουν το άτομο, προσπαθώντας να συνδέσουν το βίωμα των αναγνωστών/αναγνωστριών με το δικό τους ως μία κοινή εμπειρία.

Η πρώτη ποιητική συλλογή της Χριστίνας Λιναρδάκη, ΣΚΠ (Ενάντια, 2024), εισάγει στα ελληνικά γράμματα το υποπεδίο της ποιητικής της ασθένειας ως βίωμα του ασθενούς, προσφέροντας μια σκληρή ματιά στην εξέλιξη της σκλήρυνσης κατά πλάκας, και αυτή είναι η η μία σημαντική προσφορά της Λιναρδάκη στην ελληνική ποίηση –η άλλη εστιάζει στην κριτική και τις μεταφράσεις της).

[…] Ο μυελός μου
ένα πεδίο μάχης
διάστικτο από λευκούς κύκλους
πάνω στο μαύρο της μαγνητικής […]

Η συλλογή δεν αποτελεί απλώς μια ποιητική καταγραφή, αλλά μια ριζοσπαστική επανεξέταση του τρόπου με τον οποίο η χρόνια ασθένεια διαμορφώνει την ταυτότητα, τον χρόνο και τις σχέσεις του ποιητικού υποκειμένου. Οι συνθέσεις λειτουργούν ως ποιητικό ημερολόγιο αυτοαποκάλυψης και αποδοχής, και διατηρούν χαρακτηριστικά ιατρικής αφήγησης (medicine narratives) από τη σκοπιά του ασθενούς, θυμίζοντας τις συχνές αναφορές της Χαράς Χρηστάρα σε ψυχιάτρους και την ψυχαναλυτριά της.

Η συλλογή αποτελεί μια σημαντική συμβολή στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, καθώς προσεγγίζει το τραυματικό βίωμα όχι ως μεμονωμένη στιγματική εμπειρία, αλλά ως πολυδιάστατη διαδικασία σωματικών και ψυχολογικών εγγραφών. Η ποιητική έκφραση της Λιναρδάκη, βασισμένη στο αυτοβιογραφικό υλικό, αποκαλύπτει την οντολογική ευπάθεια της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από ένα πρίσμα βαθύτατης ανθρωπιστικής ευσπλαχνίας. Ο ποιητικός λόγος δεν λειτουργεί μόνο ως κατανόησης εργαλείο, αλλά κυρίως ως μορφή ηθικής και υπαρξιακής αντίστασης έναντι της απώλειας σωματικού και ψυχικού ελέγχου. Η ποιητική πράξη δεν αποσκοπεί στη θεραπεία του τραύματος –κάτι που θα συνιστούσε μια απλοϊκή θεραπευτική ανάγνωση– αλλά στην ωμή εικονοποίησή του, μετατρέποντάς το από απρόσληπτο φαινόμενο σε διαχειρίσιμη εμπειρία.

Ο νοσοκομειακός χώρος μεταμορφώνεται ποιητικά σε τόπο φαινομενολογικής αναστοχής, όπου ο ποιητικός λόγος αποκτά την ιδιότητα του υπαρξιακού εργαλείου επιβίωσης. Σε μια εποχή ιατροκρατούμενων αφηγήσεων, όπου ο πόνος τείνει να υποβαθμίζεται είτε σε απρόσωπη στατιστική είτε σε κλινική περίπτωση, η ποιητική παρέμβαση της Λιναρδάκη υπενθυμίζει τον αναγκαίο ρόλο της Τέχνης να φωτίζει τις πιο ευάλωτες διαστάσεις της ανθρώπινης εμπειρίας. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η συλλογή δεν περιορίζεται στην αυτοθεραπευτική αφήγηση, αλλά επεκτείνει τον διάλογο σχετικά με τις ηθικές και κοινωνικές προεκτάσεις των χρόνιων ασθενειών, θέτοντας ζητήματα που αφορούν τόσο την ιδιωτική όσο και τη συλλογική διάσταση του πόνου. Η ποιητική γραφή αποκτά πια χαρακτήρα παρέμβασης στη δημόσια σφαίρα, προκαλώντας τον αναγνώστη και την αναγνώστρια να αντιμετωπίσουν κριτικά τις επικρατούσες αναπαραστάσεις της ασθένειας και της αναπηρίας.

Η Λιναρδάκη, σε αντίθεση με δημιουργούς που ασχολούνται με την ασθένεια ως εξωτερικοί παρατηρητές (π.χ. συγγενείς ή ιατρικό προσωπικό), εστιάζει στην προσωπική σωματική εμπειρία, όπου το τραυματισμένο κορμί μετατρέπεται ταυτόχρονα σε θύμα και μάρτυρα, όπως στο «Ηλεκτρομυογράφημα»:

Στο πόδι ή αλλού στο σώμα
δεν ενοχλεί
στο πρόσωπο όμως
δεν είναι μόνο ο πόνος
είναι η φρίκη
του ακούσιου σπασμού που
[…]
σε μετατρέπει σε
σπασμένο είδωλο
αυτού που ήσουν πριν.

Βασικό χαρακτηριστικό στην ποιητική της ασθένειας είναι η αμεσότητα της γλώσσας. Αυτή η επιλογή φέρνει τον αναγνώστη και την αναγνώστρια πιο κοντά στο βιωματικό περιεχόμενο, καθώς το προσωπικό βίωμα της ποιήτριας συναντά τις εμπειρίες του κοινού.

Σε αντίθεση με άλλες ποιήτριες που ασχολούνται με την ασθένεια (όπως η Μπακονίκα και η Λουκίδου, που αναφέρονται τον καρκίνο, ή η Σιδηρά, που εστιάζει στην άνοια), η Λιναρδάκη δεν επικεντρώνεται μόνο στην απώλεια, αλλά και στην προσπάθεια της ασθενούς να αποδεχτεί τη νόσο:

[…]
το ένα πόδι έπαψε
ξαφνικά να λειτουργεί
μετατράπηκε σε
άσκοπη απόφυση που
απλά κρεμόταν
χρειάστηκα είκοσι λεπτά
για μια απόσταση
εκατό μόλις μέτρων
[…]

Στο πλαίσιο της εξομολογητικής ρητορικής η ποιήτρια εκθέτει άβολες στιγμές από την εξέλιξη της ασθένειας:
[…]έτυχε να κατέβω απ’ το μετρό επειδή βράχηκα
κι όμως μου πήρε πάνω από πέντε χρόνια
να συνειδητοποιήσω πως έχω πρόβλημα
δεν ξέρω πόσα μέχρι να το δεχτώ
«Ακράτεια»
ή άλλοτε δίνει έμφαση στα ιατρικά εργαλεία και τα φάρμακα:
Aubagio, Gilenya, Zeposia
Εξωτικές ονομασίες[…]
«Φάρμακα»
η νευρολόγος μου είναι φύση ρομαντική
πιστεύει πως τα φάρμακα
βρίσκεται η θεραπεία[…]
«Ιατρικός ρομαντισμός»
Μπλε και πράσινες πεταλούδες
χύμα
μέσα σε άσπρα κουτιά
[…]
που προορίζονται για ορούς.

«Πεταλούδες»

Ως μέρος της ποίησης της αγωνίας και του άγχους, η ποιητική της ασθένειας μάς επιτρέπει να στοχαστούμε και να συγκινηθούμε για το απρόβλεπτο του ανθρώπινου βίου, θυμίζοντας τη θέση του Σόλωνα και τη ματαιότητα των συλλογικών οραμάτων, όταν αδιαφορούμε για το ίδιο το άτομο. Το υποείδος αναδεικνύει τη ματαιότητα του αγώνα ενάντια στη φθορά, τον χρόνο, τη θνητότητα και τη νόσο. Οι σωματικές παθήσεις φέρνουν στην επιφάνεια μια έντονη αντίθεση συναισθημάτων, καθώς το σώμα παλεύει με την παρακμή: απογοήτευση και θυμός, αποστροφή και παραίτηση, απελπισία αλλά και ελπίδα.

Συχνή συνθήκη σε τέτοια ποιήματα είναι ο νοσοκομειακός χώρος ως ποιητικό σκηνικό, όπου ο τόπος και ο χώρος παραμορφώνονται υπό το βάρος της ασθένειας. «Στη νευρολογική κλινική» διαβάζουμε:

Οι θάλαμοι μιας νευρολογικής κλινικής
είναι κάπως πιο ανθρώπινοι
οι γιατροί σε εξετάζουν τακτικά
[…]
κάθε φορά με την ίδια αλληλουχία:
αντανακλαστικά
κίνηση ματιών
συγχρονισμοί
παραμάνες, διαπασών, σφυράκια και
δυνάμεις
Ένας επαναλαμβανόμενος αλγόριθμος […]

Οι νοσοκομειακοί χώροι δίνουν την ευκαιρία για την καταγραφή πολλών εικόνων, ως μια βουβή κραυγή απελπισίας και αγωνίας για τον εαυτό και τον άλλο:

Μάτια σφιγμένα δυνατά
μέσα στον μαγνητικό τομογράφο
η φωνή του τεχνικού ραγισμένη
μετά από μια αιωνιότητα
«τελειώσαμε» ανήγγειλε[…]
«Mediterranean Hospital»
Ένας νεαρός
περπατά με πι
δεν μπορεί να ισιώσει την πλάτη του
μιλά για το τελευταίο χειρουργείο του
για την αντλία κορτιζόνης στη σπονδυλική του στήλη
είναι μόλις δεκάξι

«Στον διάδρομο»

Η ασθένεια έχει ισχυρό έλεγχο στη φαντασία μας. Η ποιητική της ασθένειας έρχεται να μάς θυμίσει ότι παρά τις ιατρικές τεχνολογικές προόδους του 20ου αιώνα, ο άνθρωπος παραμένει αιχμάλωτος του σώματος και της αρρώστιας. Όταν η ανάπτυξη αντιβιοτικών για την καταπολέμηση των λοιμώξεων, η αυτονόητη δημόσια υγιεινή και τα εμβόλια για την πρόληψη επιδημιών δημιουργούν την αντίληψη ότι ζούμε σε μια σχεδόν μετα-ασθένειας εποχή, η ποιητική της ασθένειας μάς προσγειώνει στην τρωτότητα του σώματος και μάς θυμίζει ότι τελικά το άτομο δεν είναι άτρωτο και πως η υγεία του μπορεί να κλονιστεί ανά πάσα στιγμή. Η ασθένεια, με την αβεβαιότητα και τον πόνο που φέρνει, μας υπενθυμίζει την ανθρώπινη φύση και την ανάγκη για κατανόηση. Μέσα από την έκφραση του πόνου και της ευαλωτότητας (θυμικό), η ποιητική της ασθένειας αντιστέκεται στην απ-ανθρωπιά και την ψυχρή λογική (κυνισμός)· υποχρεώνει το άτομο να εκφράσει τα συναισθήματά του, δημιουργώντας έναν χώρο για την κατανόηση και την ενσυναίσθηση.

*Από το fractal art.gr

Marianna Pliakou, Some afternoons

“Somewhere I have never travelled,
Gladly beyond’
EE.Cummings

when time slows and light fills the room
shafts of sun speak the language
of a shared yet unfathomed geometry
in which we expand so gloriously –
we, the sky, the room
the lines on the wall curving
circling that vast-tiny point inside us
where it all begins –
and everything makes sense for a moment
before time spirals to infinity
and somewhere beyond

Νάνος Βαλαωρίτης, Η κεφαλή μιας λέξης Μέδουσας

(… Γυναίκα: Λέξη Πανάκεια Σύμπαντος – για να τη δούμε…)
Να χρησιμοποιείτε μόνο λέξεις – κλειδιά, που ανοίγουν ερμάρια ντουλάπια συρτάρια σεντούκια κουτιά γραφεία κονσόλες βιβλιοθήκες σαπουνοθήκες μπαούλα τσάντες βαλίτσες ψυχές προοπτικές – που ανοίγουν ανοίγματα στους τοίχους – που ανοίγουν διάπλατα πόρτες παράθυρα και τα πόδια των γυναικών – που ανοίγουν κλειστά μυαλά και γραμματοκιβώτια – που ανοίγουν διαθήκες υποθέσεις μητρώα χρηματοκιβώτια (με οξυγόνο) και κρεβατοκάμαρες όπου κοιμάται κάποια ύπαρξη περιπόθητη με αντικλείδια – χρησιμοποιείτε μόνο λέξεις που απειλούν παλάτια – κουτιά με κονσέρβες της μνήμης παλιά φανταστικά καλύβια των παραμυθιών και των διηγήσεων – λέξεις που ανοίγουν σπηλιές, σωλήνες οντάδες, μυστήρια και πρατήρια – που ανοίγουν παρακαταθήκες αιώνων κι οπωροπωλεία –τάφους και κρυψώνες – λέξεις που με το διπλό και το τρίδιπλο τους νόημα καταπλήσσουν απελπίζουν μπερδεύουν, μαγεύουν και προκαλούν την αγανάκτηση στους ανίδεους και την απέραντη ευτυχία σε όσους γνωρίζουν – λέξεις μάνταλα μαντέμια και ματσούκια, λέξεις γρανάζια – λέξεις γρανάζια, λέξεις ψηφιδωτά, λέξεις ανεμόσκαλες λέξεις χαρταετοί, λέξεις διαλέξεις, λέξεις γυναικείες λέξεις φαντάσματα – λέξεις μεζέδες μπαξέδες μενεξέδες και αμανέδες λέξεις ορτύκια λέξεις ορμητήρια – και παροράματα- λέξεις σταυρόλεξα. Μόνο τέτοιες λέξεις και όχι άλλες να χρησιμοποιείτε – λέξεις κεριά λέξεις φανάρια και φαρμάκια – λέξεις κρεβάτια λέξεις κολόνες λέξεις μπαμπάκια από χαρτόνι λέξεις μπαλόνια λέξεις κυδώνια λέξεις σαγόνια λέξεις σαλόνια λέξεις παγόνια λέξεις χρόνια λέξεις στόμια, λέξεις, λέξεις και λέξεις χελιδόνια!.. Σπασμένος καθρέφτης εφτά χρόνια γρουσουζιά – λέξεις γυναίκες, η γυναίκα γνώση, η γυναίκα κλάδος – η γυναίκα κάδος και των απόκρυφων επιστημών η γυναίκα προμετωπίδα στο εξώφυλλο ενός βιβλίου ανεύρετου, η γυναίκα σάλπισμα για να πέσουν τα τείχη – της ακοής – όπου τρώνε όπου μασουλάνε τα λόγια τους σαν τα φύλλα των περιβολιών οι παράτολμοι απομυζητές της ανίας οι απαίσιοι καταζητούμενοι των ορέων και των εσπλανάδων – οι χαρτοπαίχτες οι άνεργοι – του δάσους οι ύποπτοι που τριγυρίζουν κι οσφραίνονται γύρω από μια απλή συνουσία το αίμα της καρδιάς τους και που μαλάζοντάς το όπως ο χαμαιλέων τ’ ανασηκώνουν μέσα στα χόρτα για να λάμψει πάνω στην τελευταία αχτίδα του ήλιου – η κεφαλή μιας λέξης ΜΕΔΟΥΣΑΣ – ΓΙΑ ΝΑ ΤΗ ΔΟΥΜΕ

*Από τη συλλογή “Μερικές γυναίκες”, Εκδόσεις Θεμέλιο 1982.

Πέτρος Γκολίτσης, Δύο ποιήματα

Τον ουράνιο καμβά θα διαπεράσω

Με δάχτυλα ενωμένα σφιχτά
τον ουράνιο καμβά
θα διαπεράσω,
σχίζοντας την φόδρα του ουρανού
που ξεθωριάζει
θα περάσω
στην άλλη πλευρά
να σας κεράσω
παρουσία και θάνατο
και ό,τι άλλο καλό
απουσιάζει

*

Η μητρική μου γλώσσα τα Μπράιγ

Η μητρική μου γλώσσα είναι τα Μπράιγ
Είμαι τυφλός, πανάθεμα στα σκοτάδια σας
παραπαίω ψηλαφώντας ντουβάρια,
που όρθωσαν άλλοι ως γέφυρες
που χωρίζουν

Γκρεμίζοντας είδωλα
πλημμυρίζω νερό μα στα ξέφωτα
ανοίγω βαδίζω φωτίζοντας
διελκυστίνδες συμβόλων που σκόρπισαν
μέλη κομμένα στις άκρες

Γροθιές ψηλαφώ, τώρα πάψτε

*Από τη συλλογή “Ο εκδορέας του σκότους”, Εκδόσεις Θράκα, 2023.

Σωτήρης Σιαμανδούρας, Δύο ποιήματα

Η σημαία

έβγαλες
με μια κίνηση
το κόκκινό σου μαγιουδάκι

λευκό το σώμα σου απομακρυνόταν
πώς κολυμπούσες
σαν ορίζοντας

σε πλησίαζα κι απομακρυνόσουν
απομακρυνόσουν και σε πλησίαζα
με σπαρταρούσες κόκκινη

ακόμη πάνω μου πώς σπαρταρούσες
μια θάλασσα μέσα στη θάλασσα
πριν λίγο

τώρα
στο αριστερό σου χέρι
το κόκκινό σου μαγιουδάκι
Είναι σημαία
Είναι σημαία

*

Ο κήπος

τη μια στιγμή αγωνιούσα για σένα μόνο,
όπως πάντα
ανθίζουν για πάντα οι κερασιές
ακόμη και μέσα στον χειμώνα;
την άλλη
μετρούσα τα θαυμαστικά
να βάλω κι εγώ δύο;
όπως εκείνη;
είχα μια μικρή αγωνία και για κείνη
Ένα μικρό αηδόνι
σπάνε καμιά φορά οι καρδιές τους τον χειμώνα
ξανά όμως μ’ αυτό
τις αρρυθμίες σου σκέφτομαι
πόσο εύθραυστα τα σαλιγκάρια

*Από τη συλλογή “Έκτος όροφος”, Εκδόσεις Κουκκίδα, Ιανουάριος 2024.

Αργύρης Χιόνης, Ακίνητη παρέλαση 

Οι άνθρωποι κρατούσαν Κυριακές στα χέρια τους,
κρατούσανε αγαπημένα ονόματα
και μνήμες από εκδρομές που κάναν κάποτε
στη θάλασσα.
Οι δρόμοι ήταν έρημοι,
η θάλασσα ήταν μακρινή
και τα καράβια
είχαν αναληφθεί στον ουρανό
κι είχανε γίνει σύννεφα.
Οι άνθρωποι κρατούσανε λουλούδια μαραμένα
και κοίταζαν τον ουρανό.
Ένα κακό προαίσθημα βροχής
τους έκανε να μην μπορούν να προχωρήσουν.
Μέναν εκεί ακίνητοι σαν δέντρα
-ή μήπως ήταν ήδη δέντρα;-
Μέναν εκεί ακίνητοι σαν τοίχοι
-ή μήπως ήταν ήδη τοίχοι;-
Ο άνεμος σαν μεθυσμένος ή ανάπηρος
παραπατούσε ανάμεσά τους,
ξήλωνε τις αφίσες που’χανε ντυθεί,
τους γύμνωνε.
Οι άνθρωποι δεν αντιστέκονταν, περίμεναν·
με πέτρινα αγαλμάτινα χαμόγελα
-ίσως και να’ταν ήδη αγάλματα-
καλούσαν τα πουλιά.
Όμως εκείνα είχαν μια κατεύθυνση, ένα σκοπό,
τον ήλιο·
δεν χαμηλώνανε παρά για να πεθάνουν.
Οι άνθρωποι κρατούσανε νεκρά πουλιά στα χέρια,
πουλιά που ήταν κάποτε
χαρμόσυνες αργίες, Κυριακές
και εκδρομές στη θάλασσα.΄΄

*Από τη συλλογή ”Σχήματα απουσίας’’.

William Carlos Williams, The Poor

It’s the anarchy of poverty
delights me, the old
yellow wooden house indented
among the new brick tenements

or a cast-iron balcony
with panels showing oak branches
in full leaf. It fits
the dress of the children

reflecting every stage and
custom of necessity —
Chimneys, roofs, fences of
wood and metal in an unfenced

age and enclosing next to
nothing at all: the old man
in a sweater and soft black
hat who sweeps the sidewalk —

his own tenfeetofit—
in a wind that fitfully
turning his corner has
overwhelmed the entire city

Οι φτωχοί

Είναι η αναρχία της φτώχειας
που με ευχαριστεί, το παλιό
κίτρινο ξύλινο σπίτι
ανάμεσα στις καινούργιες πολυκατοικίες από τούβλα

ή ένα μπαλκόνι από χυτοσίδηρο
με πάνελ που δείχνει κλαδιά βελανιδιάς
σε πλήρη φυλλωσιά. Ταιριάζει
με το ντύσιμο των παιδιών

αντανακλώντας κάθε στάδιο και
συνήθεια της αναγκαιότητας –
Καμινάδες, στέγες, φράχτες από
ξύλο και μέταλλο σε μια περιφραγμένη

εποχή και περιφράσσοντας δίπλα σε
τίποτα απολύτως: ο γέρος
με πουλόβερ και μαλακό μαύρο
καπέλο που σκουπίζει το πεζοδρόμιο –

τα πόδια του-
σε έναν άνεμο που φυσάει άστατα
στρίβοντας στη γωνία του έχει
έχει κατακλύσει ολόκληρη την πόλη

*Απόδοση: Δημήτρης Τρωαδίτης.

Δημήτρης Παπαδήτσας, Η περιπέτεια

Στον Μανόλη Αναγνωστάκη

Το ν’ ακούει κανείς το πρωί τη βιασύνη των πουλιών
Το να ψάχνει στα μάτια των άλλων να βρει λίγα τοπία
Το να αισθάνεσαι αλλιώτικος μετά από γλέντι όταν μένεις μόνος
Και παίζεις με την έχτρα και τη φιλία του εαυτού σου
Αυτό σημαίνει κίνδυνο
Σημαίνει αναγωγή της λύπης στη μονάδα
Έτσι λοιπόν ξανά σε θυμήθηκα
Ταίριαξα τη γραμμή του ώμου σου με την πιο χαρούμενη μέρα μου
Τα μάτια σου δε μ’ άφηναν να ησυχάσω
Κι από πού δε μου έρχονταν
Απ’ τη βροχή
Απ’ τ’ αμπέλια
Από τα κουρασμένα χέρια της χωριάτισσας
Κι από μένα τον ίδιο
Σε θυμόμουν και σε είχα στη μνήμη μου
Όπως ένα κομμάτι ζάχαρη στο νερό.

Nicanor Parra, Παίρνω πίσω ό,τι έχω πει

Πριν σας αφήσω χρόνους
Περιμένω την εκπλήρωση
Της τελευταίας μου επιθυμίας
Μεγαλόψυχε αναγνώστη
Κάψε αυτό το βιβλίο
Δεν έχει καμιά σχέση με ό,τι ήθελα να πω
Αν και γράφτηκε με αίμα δεν είναι διόλου
Αυτό που ήθελα να πω
Ο κλήρος που μου ‘λαχε βαρύς
Ηττήθηκε από την ίδια μου τη σκιά
Οι λέξεις μ’ εκδικήθηκαν
Συγχώρα με αναγνώστη
Που δεν μπορώ να σ΄ αποχαιρετίσω
Αγκαλιάζοντάς σε σ΄ εγκαταλείπω
Μ’ ένα βιαστικό και λυπημένο χαμόγελο
Και με τα τελευταία μου λόγια:
Παίρνω πίσω ότι έχω πει
Με τη μεγαλύτερη πίκρα του κόσμου
Ανακαλώ ότι έχω πει.

*Μετάφραση: Τάσος Πορφύρης.
**Από το βιβλίο “Μεταφράζοντας”, εκδ. ΠΑΝΟΠΤΙΚόΝ, Μάρτιος 2022.

Νίκος Σκούτας, Τρία ποιήματα

ΦΥΓΕΙΝ ΑΔΥΝΑΤΟΝ

Ήταν αλλεργική
στη γύρη,
όπως μου είπε.
Φταρνίστηκε απανωτά
επτά φορές λουλούδια
Σταγονίδια
με έραναν
παρά την προσπάθεια
να τα συγκρατήσει
με την παλάμη της.

Ποιος τώρα να πιστέψει
ότι με αυτό τον τρόπο
κόλλησα έρωτα.

*

ΔΟΚΙΜΕΣ ΕΝΟΣ ΤΑΛΑΝΤΟΥΧΟΥ ΗΘΟΠΟΙΟΥ

Έγειρε υποδειγματικά,
σταύρωσε τα χέρια,
σταμάτησε να ανασαίνει
και πέθανε.

Ακίνητος αγνόησε
τον ήχο του κουδουνιού,
κάποιες σκέψεις
και ένα φτερούγισμα
στο στήθος.

Άρχισε να μουδιάζει,
ώσπου ήρθε ένας ύπνος
και του χάλασε το θάνατο.

Απτόητος όταν ξύπνησε
υπεδύθη τον ανεστημένο.

*

ΜΕΣΗΜΕΡΙΑ ΠΟΙΗΣΗΣ

Κότσυφες πιτσούνια
και άλλα ιπτάμενα αλητάκια
έσκαβαν όλο το χειμώνα
με το ράμφος τους
στις γαριφαλιές μου.
Εγώ απορούσα μέσα από το τζάμι
σαν σπιτικό καναρίνι.
Έλα που φύτρωσε χασίς.

Αρσενικά και θηλυκά βγάζουν
τα μάτια τους μπροστά μου,
τραγουδούν φαλτσάροντας
και χορεύουν βαριά λαϊκά,
κόβουν όλα τα γαρίφαλα
και με ραίνουν με αυτά.

Είσαι πολύ εντάξει, ποιητή,
μου λένε.
Ώρες ώρες καταφέρνεις και
πετάς.

*Από τη συλλογή “ξι”, εκδόσεις Κέδρος.