Σφίγγει το κεφάλι ανάμεσα στους αγκώνες του. Ο χρόνος είναι συμπαγής κι ακίνητος. Ένας λάκκος χάσκει στα πόδια του.
Πέφτει μέσα.
*
Κοπέλα σε συνοικιακό φούρνο
Αυτή η κοπέλα ποτίζει τα λιγοστά παρτέρια έξω από τον συνοικιακό φούρνο, τόσο συγκεντρωμένη, θαρρείς και δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Ούτε τ’ αυτοκίνητα, ούτε οι περαστικοί, ούτε η σκέψη μιας άλλης ζωής δείχνει να την απασχολούν. Λες κι οι ανιαρές πλάκες του πεζοδρομίου δεν οδηγούν στον φούρνο ‒τι θα πάρετε, ένα ψωμί, μια τυρόπιτα, ένα γάλα, 5,20 παρακαλώ‒ αλλά σε κάποιο στούντιο παραγωγής ταινιών. Είναι άλλωστε τόσο όμορφη, που θα μπορούσε να ήταν ηθοποιός, η μούσα σεναριογράφων, σκηνοθετών και μόδιστρων, κι οι παπαράτσι να μην την άφηναν σε ησυχία – ω! μα αφήστε με λίγο μόνη επιτέλους!, ίσως να έλεγε καμιά φορά. ∆εν ξέρω βέβαια αν μια αδικαιολόγητη ανασφάλεια δεν θα έκανε κάποτε το σώμα της να καμπουριάζει, αν μια φευγαλέα κι απροσδιόριστη σκιά δεν θα της έφερνε ακατανόητη θλίψη, κάνοντάς την να κρύβει ξαφνικά το κεφάλι στον αγκώνα, καθώς θα βρισκόταν με την παρέα της σ’ ένα πριβέ κλαμπ, αναλογιζόμενη πώς άραγε θα ήταν η ζωή της αν δεν ήταν μια διάσημη ηθοποιός, αλλά μόνο μια υπάλληλος σε κάποιον συνοικιακό φούρνο μιας μικρής, άγνωστης πόλης, που με αφοσίωση θα πότιζε τα λιγοστά παρτέρια του πεζοδρομίου χαμογελώντας μέσα στην υγρή ζέστη του Αυγούστου δίχως κανένας να το γνωρίζειπως-πότιζε-με-αφοσίωση-τα-λιγοστά-παρτέρια-στην-υγρή ζέστη-του-Αυγούστου εκτός ίσως από εκείνον που η σκέψη του θα την έκανε να χαμογελά καθώς θα πότιζε τα παρτέρια, καθώς θα πατούσε πάνω στις ανιαρές πλάκες του πεζοδρομίου έξω από τον συνοικιακό φούρνο μιας μικρής, άγνωστης πόλης, και που θα μάζευε τα νερά του χρόνου από πάνω της, κι όπως αγίασμα θα τα κατάπινε.
*
Οι ερχόμενοι
Στον Χρύση Υπήρξαμε κι εμείς. Οι ερχόμενοι. Κάποιων από εμάς τα οστά ανακαλύφθηκαν σε εμβρυακή στάση, αγκαλιασμένα με τον εαυτό που αποδέχτηκαν την ύστατη στιγμή. Την ώρα αυτή που γράφω, το κρανίο μου βαστούν χέρια που θα γεννηθούν. Στις μαύρες τρύπες των ματιών του περιδιαβάζει φως από βλέμμα στοργικό κι απορημένο. Τους εμφυσά απαλά δροσιά. Ακούγονται στρατιώτες που τραγουδούν, θαμώνες πυκνοί καφενείου στον Άγιο Ερμόλαο. Πριν τον πόλεμο. Κλαίω όλο και συχνότερα (αρκεί να νυχτώνει) Θυμάσαι εκείνο το αγόρι, που όταν το ρωτούσαν τι θα ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει, απαντούσε: «Κυρία Πολυξένη»; Θυμάσαι τον Παναγιώτη, που υιοθετήθηκε από πλούσιους Αμερικανούς; Σου έλεγα να πάρουμε εμείς τον Παναγιώτη, να συνεχίσει να είναι κοντά στη μητέρα του και τα οχτώ αδέρφια του, κι είπες πως οι πλούσιοι Αμερικανοί θα φρόντιζαν για όλη του την οικογένεια, όχι μόνο για τον Παναγιώτη, και μου φαινόταν ασήκωτο, μια δυστυχία αναπόφευκτη. Όταν ήρθε να μας αποχαιρετήσει, το τελευταίο εκείνο βράδυ, σου φίλησε τα χέρια και μαζί του κλαίγαμε εσύ, εγώ, η μητέρα του και μια αδερφούλα του, νομίζω η μικρότερη. Αργότερα έφυγαν απ’ το χωριό μας οι γονείς και τα οχτώ αδέρφια του. Χαθήκαμε, κι ο Παναγιώτης δεν ξέρω πώς είναι σήμερα, μητέρα.
Ο άνθρωπος ρίχνει φως στον Εσωτερικό του Εαυτό χρησιμοποιώντας λέξεις. Δεν βλέπει ο καθένας τη διαφορά ανάμεσα στο πράσινο και το γαλάζιο, όμως δύναται ν’ ακούσει τη διαφορά, ν’ ακούσει τη λέξη. Η λέξη συντάσσει την Εικόνα. Μία δραστική λέξη, κάποτε, συνέταξε μία ξεχωριστή, δραστική εικόνα. Λέμε Θεός, σήμερα. Καμία ξεχωριστή, δραστική εικόνα δεν ανακαλείται.
Το φως στερείται εικόνας. Το διάστημα στερείται εικόνας.
Η τέχνη καταγράφει τη Λέξη που το Φως γράφει στο Διάστημα.
Οι ζωγράφοι επιζητούν να γράψουν έναν κόσμο νέο. Η τέχνη βρίσκεται στην ουρά του κομήτη. Η ζωγραφική συνιστά το έναυσμα, το μήνυμα που το Φως γράφει στο Διάστημα προκειμένου να συντάξει απειράριθμες εικόνες.
Εγώ ίσως γράφω μονάχα ό,τι γνωρίζω στο διάστημα: Είμαι αυτό που είμαι. Εσύ, Λέξη, γέννησες Εμένα κι αυτό μονάχα ξέρω για τον εαυτό μου σε κάθε σημείο στο διάστημα. Η δραστική φράση, εντούτοις, συστήνει μία λεκτική κλειδαριά στατικής προαίρεσης˙ σκοπεύει να μ’ ακινητοποιήσει. Κάθε σημείο στο διάστημα αποτελεί μέρος διαπληκτισμού κι εγώ δεν θα περιοριστώ σ’ ένα σημείο. Θ’ αμφισβητήσω τη λέξη – κλειδαριά ώστε να κινηθώ. Θέλω να ταξιδέψω παντού στο Διάστημα.
*Brion Gysin, Πέντε Κείμενα, μετάφραση Χρήστος Αγγελακόπουλος, εκδ. Bibliotheque 2019.
Γι’ αυτό μοιράζετε λευκές επιταγές στους ειδήμονες: τους ολίγους και τους άριστους! Για να ασχολούνται με τα κοινά και να αποφασίζουν ερήμην σας˙ και αυτοί οι αθεόφοβοι συνωμοτούν εις βάρος σας, κλέβοντας χρήματα, θεσπίζοντας σκληρούς, άδικους νόμους˙ όμως για να πούμε και του στραβού το δίκιο, παραφορτώνετε τους άρχοντες με ευθύνες, ώστε να μην προλαβαίνουν να παρακολουθήσουν τα τούρκικα σήριαλς από την τηλεόραση, ενώ εσείς τα παρακολουθείτε, διευρύνοντας το γνωστικό πεδίο σας, οξύνοντας την κριτική διάθεσή σας.
Αλλά τώρα, δεν μπορείτε να αλλάξετε τα έπιπλά σας, τα είδη υγιεινής, λιγουρεύεστε απ’ τις βιτρίνες τα καγιέν, χωρίς να μπορείτε να τα αγγίξετε, αδυνατείτε να στείλετε τα παιδιά σας στο εξωτερικό, να σπουδάσουν ατομοκρατία, κομπασμό, αδηφαγία, ληστρική, ανεραστία, δολιότητα.
Σας πήραν απ’ το στόμα το δόλωμα της χλιδής με το οποίο σας δωροδοκούσαν. Σας αιφνιδίασαν! Τα χάσατε! Όμως ελπίζετε!
Η τελευταία σας ελπίδα είναι το ενδεχόμενο ενός ολοκαυτώματος, η λήξη του οποίου θα φέρει πάλι την ευημερία της ανάπτυξης, την λύσσα της κατανάλωσης, τις επενδύσεις. Δηλαδή θα ξανανθίσουν όλα αυτά που θα οδηγήσουν σε νέο ολοκαύτωμα. Η γιαγιά μου που έζησε και στην εποχή της έξαρσης της εκμεταλλευτικής καπιταλιστικής κουλτούρας των κρεματορίων, της Χιροσίμα, των Γκουλάγκ, και μάλιστα ήταν τότε (χωρίς να ντρέπεται) μητέρα δύο παιδιών, μετά από χρόνια, πάλι δίχως ντροπή έλεγε: «Αυτή είναι η ζωή Λεωνίδα! Οι άνθρωποι κάνουν πολέμους και μέσα από τα χαλάσματα, αρχίζουν πάλι να δημιουργούν!».
Ενώ με αγανάκτηση , υπερηφάνεια και θράσος περίσσιο η γιαγιά επίσης έλεγε: « Μόνο τα ζώα συνευρίσκονται με όποιο ζώο τους αρέσει˙ ο άνθρωπος με την αιδώ και την ηθική που διαθέτει, διαφέρει από αυτά».
Υ.Γ. Η ανηθικότητα των ζώων συνίσταται (κατά τους ανθρώπους) στην αναίδεια της ελευθερίας των ζώων να εκφράζουν αυτό που νοιώθουν˙ σε αντίθεση με τους ανθρώπους οι οποίοι πνίγονται! Το σύμπλεγμα των ανθρώπων έναντι του θράσους των ζώων να εκφράζονται, αλλά, και έναντι της αυτάρκειας των ζώων λόγω της λιτότητος και της μυικής, ανοσοποιητικής υπεροχής τους (!) αναγκάζει τους ανθρώπους, να διαχωρίζονται από τα ζώα, υποτιμώντας τα, φορτώνοντας σε αυτά, τις αθλιότητες, που, μόνο οι άνθρωποι θα μπορούσαν να επινοήσουν!
Η αιδημοσύνη και η ηθική των πολιτισμένων ανθρώπων, ευρίσκονται στην Χιροσίμα! Στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου! Μαϊντάνεκ! Τρεμπλίνκα! Μπούχενβαλντ! Σέλμνο! Μαουτχάουζεν! Μπέλζεκ!
Έντιμοι αιδήμονες της καθημερινής εργασίας και της οικογένειας, αυτήν την φορά, η φαντασία της πολιτισμένης ηθικής αρετής σας θα ξεπεράσει τόσο πολύ τα ανωτέρω αριστουργήματά σας, ώστε χορτάρι δεν θα φυτρώσει! Οι λέξεις δε πλούτος, πλούσιος, επιχειρηματίας, επενδύσεις, καριέρα, εξουσία, κέρδος, ανάπτυξη, ελεύθερη αγορά, ανταγωνισμός θα αποτελούν βαρύτατα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητος, που όποιος τις προφέρει, θα θανατώνεται πάραυτα!
Όμως θα είναι πολύ αργά για τους εναπομείναντες, προσβεβλημένους μελλοθάνατους.
*Πηγή: Richard Brautigan, Revenge of the Lawn. Stories 1962-1970, Νέα Ὑόρκη, Simon and Schuster, 1972 [πρώτη δημοσίευση: Rolling Stone 25 (4 Ἰαν. 1969), σ. 30].
**Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan) (1935, Τακόμα – 1984, Σὰν Φρανσίσκο). Ἀμερικανὸς πεζογράφος καὶ ποιητής. Τὸ ἔργο του ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕντεκα νουβέλες, δέκα ποιητικὲς συλλογὲς καὶ μία συλλογὴ σύντομων πεζογραφημάτων. Ἡ πρωτοπρόσωπη ἀφήγηση, τὸ παιγνιῶδες καὶ γλυκόπικρο ὕφος καὶ ἡ εὑρηματικότητά του εἶναι στοιχεῖα ποὺ θὰ συναντήσει κανεὶς στὸ σύνολο τοῦ ἔργου του. Ἔδωσε ὁ ἴδιος τέλος στὴ ζωή του.
Εκεί που έπαιρνα θαυμαστικό, τώρα μου βάζαν αποσιωπητικά. Το κρασί γινόταν νερό, ο Παράδεισος ένα προάστιο κοντά στο Μαρούσι. Στον ύπνο μου έμπαινε ο άγγελός μου, ψιθυρίζοντας ύπουλα το επίθετό του. Μια γνώση οξύτονη και τετρασύλλαβη φώλιαζε μέσα μου. Κάτι σαν Χάρις που αποσυρόταν υπήρχε γύρω. Δεν είναι τίποτα, είπε η Α. Κι εγώ το ’χω περάσει. Έχασες την εύνοια του βασιλιά. Δεν ξέρω εγώ, της φώναξα, κανένα βασιλιά. Δεν έχει σημασία, είπε άτονα. Εκείνος σε ξέρει. Μας ξέρει ανέκαθεν όλες εμάς, μας βαριέται μία μία θανάσιμα.
*
Στο βυθό
Έπεφτα κι έπεφτα, κι ούτε ήξερα ποιος μ’ είχε ρίξει. Γύρω οι φίλες μου χάνονταν, με φούστες που ανέμιζαν σα φτερούγια ψαριών, γύρω από πέτρα που πέφτει. Ένα πράσινο μήλο βρισκόταν στο χέρι μου, κι όσο εγώ πια κατέβαινα, τόσο εκείνο κοκκίνιζε, ωριμάζοντας γρήγορα μέσα στην πτώση. Δεν μπορεί, έλεγα μέσα μου. Όπου να ’ναι θα ερχόταν η αντίστροφη ώθηση, που θα μ’ έστελνε ίσια ψηλά, συνοδευμένη από πλήθος θριαμβευτικές φυσαλίδες. Ένα έδαφος κρύο με δέχτηκε και με κράτησε. Το μήλο, στο χέρι μου, βαθύ βαθύ κόκκινο. Κανείς δεν ερχόταν.
*Από το βιβλίο «Του Λιναριού τα πάθη – Ο Μέγας Μυρμηκοφάγος» (μικρά πεζά), εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1993.
‘Ηταν μια γνωριμία τυχαία. Καθόταν στο πλαϊνό μου τραπέζι ενός καφενείου απ’ αυτά της Ομόνοιας, που συχνάζουν ηθοποιοί. Μόλις είχ’ αφήσει τη βραδινή εφημερίδα που διάβαζα, στο μάρμαρο του τραπεζιού και άκουσα μια φωνή βραχνιασμένη να μιλάη σιμά μου. Τι διαβολεμένο κρύο που κάνει!.. Κρυώνετε;… είπα για να πω κάτι επειδή με κοιτούσε στα μάτια, περιμένοντας απάντηση. Αν κρυώνω!.. Τα πόδια μου δεν τα νοιώθω… Μα είναι κρύο το φετινό!.. ‘Hταν ένα λιγνό κορίτσι με πρόσωπο χλωμό και παιδιάστικο που τόσο ερχότανε σε αντίθεση με τη χονδρή εκείνη φωνή της. Τι; ‘σεις δεν κρυώνετε;… Δεν κρυώνω τόσο, όσο πονάν τα μάτια μου απ’ τις καπνούρες των τσιγάρων, που καπνίζει εδώ τόσος κόσμος… Και μένα μου πονάν τα μάτια… είπε ζαρώνοντας τα βλέφαρά της, σαν νάθελε να προφυλαχθή από καμιά φωτεινή αντηλιά. Κι’ επειδή εκείνης της επονούσαν τα πόδια από τον κρύο, κι’ εμένα τα μάτια από τον καπνό του καφενείου, βγήκαμε έξω συντροφιά να περπατήσουμε. Μόλις βγήκαμε στο δρόμο, φύσηξε και μας περιέλουσε ένα κύμα ψυχρού αέρα. Και το φουστάνι της συνοδού μου φορμαρίστηκε πάνω στο απαλόγραμμο σώμα της. Ξέρεις μένω στη Λαχαναγορά, κάτω… μού’πε δυναμώνοντας τη φωνή της, γιατί ο αέρας σκορπούσε τις λέξεις. Στη Λαχαναγορά! Σαν πολύ μακριά είπα και σκεφτόμουνα αν θάξιζε τον κόπο να πήγαινα με τόσο κρύο ως εκεί κάτω, για μερικές στιγμές της γυναίκας αυτής. Αν μούλεγε να μείνω τη νύχτα όλη μαζύ της, θάμενα; Βρίσκουμε στο δωμάτιο του Φέρμα προς το παρόν… συμπλήρωσε απότομα την προηγούμενη φράσι της. Πώς;… Δεν άκουσα καλά!… φώναξα μέσ’ απ’ το ξεροβόρι, σιμώνοντάς την. Τον Φέρμα τον ξέρεις… Σας είδα το μεσημέρι στο καφενείο μαζύ να κουβεντιάζετε. Ε και τι έχει να κάνη ο Φέρμας; Σου είπα. Μένω μαζύ του… Ήρθα προχτές από την «τουρνέ» που έκανα με το θιάσο πούμουνα και θυμήθηκα τα παληά με το Φέρμα… Έφερα και μερικά λεφτά, και καπνίζουμε αράδα κάθε βράδυ τσιγαριλίκια. Τι; τσιγαριλίκια!… Ώστε καπνίζει κι αυτή χασίς, όπως ο Φέρμας. Τι είπες; Δεν τον ξέρεις τον Φέρμα;… με σίμωσε για να καταλάβη τι έλεγα, γιατί ο αέρας δεν άφηνε – καμία λέξη ν’ ακουστή σωστή. Κι εγώ, ναι, ήξερα το Φέρμα, το μαυριδερό πρόσωπό του, που όταν γελούσε δεν ακουγόταν κανένας ήχος, αλλά μόνο το κεφάλι του πετούσε μπρος κι εζάρωνε λίγο το στόμα του. Γι’ αυτόν τον είχαν βγάλει και «Φέρμα». Φτάσαμε στο δωμάτιο. ‘Ητανε σε μια αυλή μέσα, ισόγειο, που όμοια μ’ αυτό θάσαν γύρω κι άλλα δέκα κοντά νοικιασμένα όλα από επαρχιωτόπουλα φοιτητές. ‘Ανοιξε η πόρτα και μέσα είδα τον Φέρμα μ’ έναν άλλο να κάθονται, που αργότερα μου τον σύστησε για φοιτητή της ιατρικής – γιατρό. Σου φέρνω κι’ ένα σου φίλο!… φώναξε μπαίνοντας εκείνη. Βρε Δώρα, που τους ξετρυπώνεις και γνωρίζεις όλο ανθρώπους «καθώς πρέπει»!… της είπε ο Φέρμας, πρόσχαρος, με διάθεσι να την πειράξη, που, καθώς φαίνεται, θάχε καπνίσει πολύ, γιατί όλο το δωμάτιο μύριζε από χασίς –μια μυρωδιά πούρχονταν και γαργάλευε ηδονικά τη μύτη. Κάθησα σε μια κασέλα. Ο γιατρός κάπνιζε απλά τσιγάρα και, καθώς φαίνεται, δεν ήξερε «τι καπνό φούμαραν» οι γύρω του και κάθε τόσο έλεγε ν’ ανοίξουν την πόρτα να πάρει αέρα, γιατί άρχισε να του πονάη το κεφάλι. Γιατρέ, τούλεγε ο Φέρμας, κυττάζοντας με τα θολά του μάτια, δεν σου πονάει η καρδιά για να πειράζεσαι στο κεφάλι απ’ τον καπνό μας.!… Κάνε μας τίποτα, κανένα φακιρικό… είπα στο Φέρμα, που τον ήξερα για ηθοποιό και στις επαρχίες για ηθοποιό – φακίρη σε αποτυχημένες «τουρνέ». Τι να κάνω;… είπε και χαμογέλασε σκεφτικά. Τη νοομαντεία κάνε μας!… του λέγει η Δώρα. Νοομαντεία… κάτι έκανε να πη ο γιατρός που κυττούσε εντατικά τη Δώρα, που κάθουνταν πλάι μου στην κασέλα μα τον διάκοψε ο Φέρμας. Αφήστε με βρε παιδιά… κι’ είμαι και γω βαρεμένος… Θα καπνίσης;… μου βάζει η Δώρα στο στόμα ένα τσιγάρο. Πρέπει να ξεχνάει κανείς… ανάβει το τσιγάρο μου απ’ τ’ αναμμένο το δικό της. Πως λάμπουν τα μάτια αυτού του κοριτσιού. Ξάφνου βλέπω τ’ αριστερό πόδι του Φέρμα νάναι δεμένο μ’ έναν επίδεσμο, μέσ’ από την κάλτσα και να μη φορή παπούτσι όπως στο άλλο του το πόδι, αλλά παντούφλα. Τι έχει το πόδι σου, Φέρμα; Μ’ αυτός μου χαμογελάει μυστηριωδώς και δεν μ’ απαντάει Κι’ εγώ τούπα να το κυττάξω το πόδι του, μα δεν μ’ αφίνει,… λέει ο γιατρός, δίχως να μπορή να ξεκολλήση το μάτι του από τα κάπως αμέριμνα ξεσκέπαστα πόδια της Δώρας. Ναι. Να το ιδής, όπως το δόντι μου, που γι’ αυτό με μαχαίρωσες και δεν μπορώ να φάω δέκα μέρες!… Εγώ έκανα απλώς μια «τομή»… Τι να σου πω εγώ, αν εσύ το μόλυνες ύστερα;… ‘Ασ’ τα αυτά! Τον αποπαίρνει ο Φέρμας και για ν’ αποφύγει το θέμα του ποδιού του έρχεται στα πειράματα. Βλέπετε, κύριοι… μιλάει με φωνή επίσημη σαν να βρίσκεται μπρος σε πολυπληθές ακροατήριο. – —Βλέπετε αυτή την εφημερίδα… Λοιπόν, την κάνουμε έτσι, την κάνουμε αλλοιώς, την κάνουμε, κι έτσι… Τι έχει το πόδι του Φέρμα;… σκύβω και ρωτάω σιγά τη Δώρα γιατί κάτι υποψιάζουμαι. Μ’ αυτή με πλησιάζει, βάζει το στόμα της απάνω στ’ αυτί μου και μου λέει, ψιθυριστά, πως του Φέρμα δεν του πονάει το πόδι, αλλά τούχει λυώσει πιότερο τ’ αριστερό του παπούτσι, και γι’ αυτό… Και ξεσπάμε κι οι δύο σε κάτι γέλοια, τρελλά, παράξενα. Κι ο Φέρμας, που κατάλαβε την αιτία των γέλοιων μας, μας κυττάει χαμογελώντας. Ορίστε, για τον κόπο σου!… προσφέρει στη Δώρα μια χάρτινη ανθοδέσμη, που τελείωσε με την εφημερίδα. Κι’ ύστερα ξαπλώνει κι’ αυτός στο χαμηλό του κάθισμα κι αρχίζει ένα γέλοιο όμοιο με το δικό μας, μα βουβό και ήρεμο. Ο γιατρός μας κυττάει παραξενεμένος και κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω. Ύστερα νευριάζεται μη ξέροντας τι να κάνη, που να ρίξη την ματιά του, κι έτσι κόβει και σε μας την όρεξη πούχαμε να γελάμε, καθώς τον βλέπουμε. Γέρνει η Δώρα το κεφάλι της ζαλισμένη, κυττώντας με. Τόνα της χέρι είναι ριγμένο στον ώμο μου και με τραβάει σιμά της. Αχ, εκείνα τα μάτια της πόσο είναι μεγάλα!… Ένας σωστός λαβύρινθος… Πώς εκείνος ο Φέρμας γελάει εκείνο το γέλοιο του το άφωνο!… Ο γιατρός μας καλονυχτίζει και φεύγει. Πώς έχει γίνει τόσο μικρός σα νάνος;… Τι γελοία εμφάνιση που έχει λάβει… Και μόλις κλείνει η πόρτα πίσω του, νοιώθω δυο χείλια να ενώνουνται καυτερά πάνω στα δικά μου. Ξέρεις τι γούστο πώχει ο γιατρός!… Κάθε βράδυ φεύγει από δω μέσα «ντουμάνι» απ’ τα τσιγαριλίκια που καπνίζουμε κι ο «λελές» δεν καταλαβαίνει τίποτα. Και με ρωτάει γιατί, λέει, το πρωί του πονάει το κεφάλι… Σήμερα ήρθε και μούπε, ότι είναι βέβαιος, πως έχει η Αθήνα ελώδεις πυρετούς και γι΄αυτό του πονάει το κεφάλι, και πως από αύριο θαρχίση να παίρνη κινίνο… Καλύτερα να μιλάη ο Φέρμας έτσι παρά να γελάη εκείνο το γέλοιο του. Να ξέρατε τι μου θυμίζει όποτε τον βλέπω; Θυμάμαι βρε παιδιά, σαν τον βλέπω ένα φίλο μου στο στρατό, στη Μικρά Ασία… τον είδα στην οπισθοχώρηση να πεθαίνει πλάι μου, και φύλαξα να ξεψυχήση για να του βγάλω τ’ άρβυλά του, πούσαν γερά πιότερο απ’ τα δικά μου για να μπορώ να τρέχω. Μα νόμισα, σε μια στιγμή, εκεί που τον έσερνα, τραβώντας για να του τα βγάλω, πως μ’ αγριοκύτταζε με τα γουρλωμένα μάτια του… Και πήρα ένα δρόμο! Ωχ!… Κυττούσε ο Φέρμας εμπρός τρομαγμένος σα νάβλεπε κάτι το τρομερό ν’ αναδεύη μέσα στη θαμπή ατμόσφαιρα του δωματίου. Κι’ απλώθηκε γύρω μας η σιωπή. Κι’ από δίπλα μου, εγώ, ένοιωθα δυο άγρια μάτια να προβάλλουν και νάρχωνται, νάρχωνται σιμά μου… Γύριζα να τα ιδώ για να τ’ αποφύγω και ξάφνου με σίμωσαν, σαν αστραπή, κι’ έμπαιναν μέσ’ στα δικά μου και γίνονταν ένα. Κι αυτό διαρκώς επαναλαμβανόνταν. Αχ, τι εφιάλτης! Η γυναίκα, καθισμένη πλάι μου στην ίδια κασέλα;, σφίγγουνταν και πάλι πάνω μου. Κι’ εγώ σφιγγόμουνα σιμά της, με δέος και πόθο μαζύ. ‘Αλλοτε μ’ αυτόν το φίλο μου, είχαμε τρυπώσει σ’ ένα σπίτι, για να ζητήσουμε ψωμί, γιατί είχαμε περιπλανηθεί μακρυά απ’ τους δικούς μας. ‘Οταν ξάφνου, βρεθήκαμε σ’ ένα δωμάτιο με μια λιμνίτσα στη μέση που πλένονταν τρεις γυναίκες, με πέντε κοριτσόπουλα… Μπήξανε ξεφωνητά σαν τρομαγμένα πουλιά… Εμείς μόνο λίγο ψωμί θέλουμε!… τους φωνάξαμε… Κι’ οι άνδρες τους, πούχαν κρυφτή, μόλις μας είδανε, ‘βγήκαν και μας έδωσαν λίγο ψωμί… Τραβάω και την τελευταία ρουφηξιά του τσιγάρου μου και το πετάω κάπου, δεν ξέρω που. Κλείνουν τα μάτια μου βαριά. … Τι ήσαν αυτές οι φωνές, πούβγαιναν απ’ τον θερμό λουτρώνα; Μα πως νόμισα πως οι γυναίκες ξεφώνισαν μόλις μ’ είδαν με το σύντροφό μου πλάι; Να, που αυτές χαμογελούν έτσι ολόγδυτες που τις βλέπω. Κι τα νερά χαμογελούν άλλη μια φορά, που τις καθρεπτίζουν απ’ τη μέση κι απάνω, όσο είναι έξω. Και βγαίνει μια από δαύτες μέσ’ από το νερό και πατάει ντροπαλά χάμω τις μωσαϊκές πλάκες με το λεπτό της ποδάρι. Κ’ έρχεται για μένα, λικνιστή έτσι, που κάνει να τρέμουν τα γιομάτα μπούτια της και τα μελαψά της στήθη. Έρχεται αυτή για μένα και στο δρόμο της αφίνει τ’ αχνάρια της βρεγμένης πατούσας της απάνω στα μωσαϊκά… που, αχ! Θε μου, έχουν ένα τέτοιο πολυποίκιλο σχέδιο με κόκκινες γραμμές, που όσο το κυττάω ζαλίζουμαι. Νοιώθω να μ’ αγκαλιάζη αυτή και να με φιλή στα χείλη… Μα τώρα δεν είμαι εγώ ο στρατιώτης, αλλά η γυναίκα που βγήκε μέσ’ απ το λουτρό… Νοιώθω τα νερά να στεγνώνουν απάνω μου κι ανατριχιάζω και κρυώνω, σα να πεθαίνω… Και πεθαίνω… κι είμαι γω τώρα ο στρατιώτης, που σέρνει ο Φέρμας στο χώμα χάμου, κάτω απ’ τον φλογερό ήλιο, για να μου βγάλη τα παπούτσια… Κι εγώ είμαι αυτός, που κυττάω με θυμωμένα μάτια… Με τραβάει και με σέρνει ο Φέρμας απ’ τα πόδια… Όταν βλέπω γύρω μου όλα νάναι αχνόφωτα. Και τα μάτια μου τα νοιώθω τώρα, καθώς τ’ ανοιγοκλείνω και καίνε. Βρε, τι έπαθες και κλωτσάς!… ακούω σιμά μια γνωστή μου φωνή – το Φέρμα – να φωνάζει. ‘Εχει αρχίσει να γλυκοχαράζη πια. Τι εφιάλτες, Θεέ μου, που μ’ ετυράννηασαν όλη τη νύχτα! Η Δώρα κοιμάται ακόμη μισόγυμνη και ξετραχηλωμένη, ακουμπώντας απάνω μου. Κι ο Φέρμας, βρίσκεται πεσμένος απ’ το χαμηλό του κάθισμα, κάτω στα πόδια μας. Τα μάτια μου καίνε. ‘Ολο μου το σώμα είναι κομμένο και κρυώνω, γιατί έξω μουγκρίζει ένας τέτοιος βορηάς! Καλημέρα!… Σηκώνεται η Δώρα να μας ψήση τον καφέ! Ε, κοιμόμαστε ακόμα;… άνοιξε το θυρόφυλλο και μπήκε ο γιατρός. Κλείσε γρήγορα την πόρτα, γιατί φυσάει! Δεν ξέρω τι σόι αρρώστεια νάναι αυτή. Απόψε, όλο το βράδυ, μου πονούσε το κεφάλι κι έβλεπα και κάτι όνειρα… ‘Ετσι, ε;… γελάει ο Φέρμας. Πήρα τρία κουφέτα κινίνο και το κεφάλι μου πάει να φύγη… Ελονοσία πούχει η Αθήνα!… ‘Ετσι, ε;…
*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Εβδομάς” στις 30 Ιανουαρίου 1930.