Ρωξάνη Νικολάου, Από το βιβλίο “Οι ερχόμενοι”

Ο λάκκος

Σφίγγει το κεφάλι ανάμεσα στους αγκώνες του. Ο χρόνος είναι συμπαγής κι ακίνητος. Ένας λάκκος χάσκει στα πόδια του.


Πέφτει μέσα.

*

Κοπέλα σε συνοικιακό φούρνο

Αυτή η κοπέλα ποτίζει τα λιγοστά παρτέρια έξω από τον συνοικιακό φούρνο, τόσο συγκεντρωμένη, θαρρείς και δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Ούτε τ’ αυτοκίνητα, ούτε οι περαστικοί, ούτε η σκέψη μιας άλλης ζωής δείχνει να την απασχολούν. Λες κι οι ανιαρές πλάκες του πεζοδρομίου δεν οδηγούν στον φούρνο ‒τι θα πάρετε, ένα ψωμί, μια τυρόπιτα, ένα γάλα, 5,20 παρακαλώ‒ αλλά σε κάποιο στούντιο παραγωγής ταινιών. Είναι άλλωστε τόσο όμορφη, που θα μπορούσε να ήταν ηθοποιός, η μούσα σεναριογράφων, σκηνοθετών και μόδιστρων, κι οι παπαράτσι να μην την άφηναν σε ησυχία – ω! μα αφήστε με λίγο μόνη επιτέλους!, ίσως να έλεγε καμιά φορά.

∆εν ξέρω βέβαια αν μια αδικαιολόγητη ανασφάλεια δεν θα έκανε κάποτε το σώμα της να καμπουριάζει, αν μια φευγαλέα κι απροσδιόριστη σκιά δεν θα της έφερνε ακατανόητη θλίψη, κάνοντάς την να κρύβει ξαφνικά το κεφάλι στον αγκώνα, καθώς θα βρισκόταν με την παρέα της σ’ ένα πριβέ κλαμπ, αναλογιζόμενη πώς άραγε θα ήταν η ζωή της αν δεν ήταν μια διάσημη ηθοποιός, αλλά μόνο μια υπάλληλος σε κάποιον συνοικιακό φούρνο μιας μικρής, άγνωστης πόλης, που με αφοσίωση θα πότιζε τα λιγοστά παρτέρια του πεζοδρομίου χαμογελώντας μέσα στην υγρή ζέστη του Αυγούστου δίχως κανένας να το γνωρίζειπως-πότιζε-με-αφοσίωση-τα-λιγοστά-παρτέρια-στην-υγρή ζέστη-του-Αυγούστου εκτός ίσως από εκείνον που η σκέψη του θα την έκανε να χαμογελά καθώς θα πότιζε τα παρτέρια, καθώς θα πατούσε πάνω στις ανιαρές πλάκες του πεζοδρομίου έξω από τον συνοικιακό φούρνο μιας μικρής, άγνωστης πόλης, και που θα μάζευε τα νερά του χρόνου από πάνω της, κι όπως αγίασμα θα τα κατάπινε.

*

Οι ερχόμενοι

Στον Χρύση

Υπήρξαμε κι εμείς. Οι ερχόμενοι. Κάποιων από εμάς τα οστά ανακαλύφθηκαν σε εμβρυακή στάση, αγκαλιασμένα με τον εαυτό που αποδέχτηκαν την ύστατη στιγμή. Την ώρα αυτή που γράφω, το κρανίο μου βαστούν χέρια που θα γεννηθούν. Στις μαύρες τρύπες των ματιών του περιδιαβάζει φως από βλέμμα στοργικό κι απορημένο. Τους εμφυσά απαλά δροσιά. Ακούγονται στρατιώτες που τραγουδούν, θαμώνες πυκνοί καφενείου στον Άγιο Ερμόλαο. Πριν τον πόλεμο.
Κλαίω όλο και συχνότερα (αρκεί να νυχτώνει)
Θυμάσαι εκείνο το αγόρι, που όταν το ρωτούσαν τι θα ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει, απαντούσε: «Κυρία Πολυξένη»;
Θυμάσαι τον Παναγιώτη, που υιοθετήθηκε από πλούσιους Αμερικανούς; Σου έλεγα να πάρουμε εμείς τον Παναγιώτη, να συνεχίσει να είναι κοντά στη μητέρα του και τα οχτώ αδέρφια του, κι είπες πως οι πλούσιοι Αμερικανοί θα φρόντιζαν για όλη του την οικογένεια, όχι μόνο για τον Παναγιώτη, και μου φαινόταν ασήκωτο, μια δυστυχία αναπόφευκτη.
Όταν ήρθε να μας αποχαιρετήσει, το τελευταίο εκείνο βράδυ, σου φίλησε τα χέρια και μαζί του κλαίγαμε εσύ, εγώ, η μητέρα του και μια αδερφούλα του, νομίζω η μικρότερη. Αργότερα έφυγαν απ’ το χωριό μας οι γονείς και τα οχτώ αδέρφια του. Χαθήκαμε, κι ο Παναγιώτης δεν ξέρω πώς είναι σήμερα, μητέρα.

*”Οι ερχόμενοι”, Εκδόσεις Τεχνοδρόμιον, 2024.

Brion Gysin, Ο άνθρωπος ρίχνει φως στον Εσωτερικό του Εαυτό χρησιμοποιώντας λέξεις

Ο άνθρωπος ρίχνει φως στον Εσωτερικό του Εαυτό χρησιμοποιώντας λέξεις. Δεν βλέπει ο καθένας τη διαφορά ανάμεσα στο πράσινο και το γαλάζιο, όμως δύναται ν’ ακούσει τη διαφορά, ν’ ακούσει τη λέξη. Η λέξη συντάσσει την Εικόνα. Μία δραστική λέξη, κάποτε, συνέταξε μία ξεχωριστή, δραστική εικόνα. Λέμε Θεός, σήμερα. Καμία ξεχωριστή, δραστική εικόνα δεν ανακαλείται.

Το φως στερείται εικόνας. Το διάστημα στερείται εικόνας.

Η τέχνη καταγράφει τη Λέξη που το Φως γράφει στο Διάστημα.

Οι ζωγράφοι επιζητούν να γράψουν έναν κόσμο νέο. Η τέχνη βρίσκεται στην ουρά του κομήτη. Η ζωγραφική συνιστά το έναυσμα, το μήνυμα που το Φως γράφει στο Διάστημα προκειμένου να συντάξει απειράριθμες εικόνες.

Εγώ ίσως γράφω μονάχα ό,τι γνωρίζω στο διάστημα: Είμαι αυτό που είμαι. Εσύ, Λέξη, γέννησες Εμένα κι αυτό μονάχα ξέρω για τον εαυτό μου σε κάθε σημείο στο διάστημα. Η δραστική φράση, εντούτοις, συστήνει μία λεκτική κλειδαριά στατικής προαίρεσης˙ σκοπεύει να μ’ ακινητοποιήσει. Κάθε σημείο στο διάστημα αποτελεί μέρος διαπληκτισμού κι εγώ δεν θα περιοριστώ σ’ ένα σημείο. Θ’ αμφισβητήσω τη λέξη – κλειδαριά ώστε να κινηθώ. Θέλω να ταξιδέψω παντού στο Διάστημα.

*Brion Gysin, Πέντε Κείμενα, μετάφραση Χρήστος Αγγελακόπουλος, εκδ. Bibliotheque 2019.

Λεωνίδας Καζάσης, Προμήτορος νουθεσίαι

Σας καταλαβαίνω!

Είστε απασχολημένοι με τις οικογένειές σας!

Γι’ αυτό μοιράζετε λευκές επιταγές στους ειδήμονες: τους ολίγους και τους άριστους! Για να ασχολούνται με τα κοινά και να αποφασίζουν ερήμην σας˙ και αυτοί οι αθεόφοβοι συνωμοτούν εις βάρος σας, κλέβοντας χρήματα, θεσπίζοντας σκληρούς, άδικους νόμους˙ όμως για να πούμε και του στραβού το δίκιο, παραφορτώνετε τους άρχοντες με ευθύνες, ώστε να μην προλαβαίνουν να παρακολουθήσουν τα τούρκικα σήριαλς από την τηλεόραση, ενώ εσείς τα παρακολουθείτε, διευρύνοντας το γνωστικό πεδίο σας, οξύνοντας την κριτική διάθεσή σας.

Αλλά τώρα, δεν μπορείτε να αλλάξετε τα έπιπλά σας, τα είδη υγιεινής, λιγουρεύεστε απ’ τις βιτρίνες τα καγιέν, χωρίς να μπορείτε να τα αγγίξετε, αδυνατείτε να στείλετε τα παιδιά σας στο εξωτερικό, να σπουδάσουν ατομοκρατία, κομπασμό, αδηφαγία, ληστρική, ανεραστία, δολιότητα.

Σας πήραν απ’ το στόμα το δόλωμα της χλιδής με το οποίο σας δωροδοκούσαν. Σας αιφνιδίασαν! Τα χάσατε!  Όμως ελπίζετε!

Η τελευταία σας ελπίδα είναι το ενδεχόμενο ενός ολοκαυτώματος, η λήξη του οποίου θα φέρει πάλι την ευημερία της ανάπτυξης, την λύσσα της κατανάλωσης, τις επενδύσεις. Δηλαδή θα ξανανθίσουν όλα αυτά που θα οδηγήσουν σε νέο ολοκαύτωμα. Η γιαγιά μου που έζησε και στην εποχή της έξαρσης της εκμεταλλευτικής καπιταλιστικής κουλτούρας των κρεματορίων, της Χιροσίμα, των Γκουλάγκ, και μάλιστα ήταν τότε (χωρίς να ντρέπεται) μητέρα δύο παιδιών, μετά από χρόνια, πάλι δίχως ντροπή έλεγε: «Αυτή είναι η ζωή Λεωνίδα! Οι άνθρωποι κάνουν πολέμους και μέσα από τα χαλάσματα, αρχίζουν πάλι να δημιουργούν!».

Ενώ με αγανάκτηση , υπερηφάνεια και θράσος περίσσιο η γιαγιά επίσης έλεγε: « Μόνο τα ζώα συνευρίσκονται με όποιο ζώο τους αρέσει˙ ο άνθρωπος με την αιδώ και την ηθική που διαθέτει, διαφέρει από αυτά».

Υ.Γ.  Η ανηθικότητα των ζώων συνίσταται (κατά τους ανθρώπους) στην αναίδεια της ελευθερίας των ζώων να εκφράζουν  αυτό που νοιώθουν˙ σε αντίθεση με τους ανθρώπους οι οποίοι πνίγονται! Το σύμπλεγμα των ανθρώπων έναντι  του  θράσους των ζώων να εκφράζονται, αλλά, και έναντι  της αυτάρκειας των ζώων  λόγω της λιτότητος και της μυικής, ανοσοποιητικής υπεροχής τους (!) αναγκάζει τους ανθρώπους, να διαχωρίζονται από τα ζώα, υποτιμώντας τα, φορτώνοντας σε αυτά, τις αθλιότητες, που, μόνο οι άνθρωποι θα μπορούσαν να επινοήσουν!

Η αιδημοσύνη και η ηθική των πολιτισμένων ανθρώπων, ευρίσκονται στην Χιροσίμα!
Στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου! Μαϊντάνεκ! Τρεμπλίνκα! Μπούχενβαλντ! Σέλμνο! Μαουτχάουζεν! Μπέλζεκ!

Σομπιμπόρ! Τερεζίενσταντ!  Βαρσοβία! Βίλνο! Νταχάου! Πόναρυ! Μπέρκεν-Μπέλσεν! Μάλι Τρόστενετς! Μάουτχάουζεν-Γκούζεν!

Ζάξενχάουζεν!  Γκρός-Ρόζεν!  Ράβενσμπρικ! Νοϋενγκάμε! Νατζβάϊλερ-Στρούτχοφ! Μίτελμπάου-Ντόρα! Σκάρτυσκο! Ζάκωβ!  Φλόνσεμπεργκ!  Σιβηρία! Τσέρνομπιλ!

Έντιμοι αιδήμονες της καθημερινής εργασίας και της οικογένειας, αυτήν την φορά, η φαντασία της πολιτισμένης ηθικής αρετής σας θα ξεπεράσει τόσο πολύ τα ανωτέρω αριστουργήματά σας, ώστε χορτάρι δεν θα φυτρώσει! Οι λέξεις δε πλούτος, πλούσιος, επιχειρηματίας, επενδύσεις, καριέρα, εξουσία, κέρδος, ανάπτυξη, ελεύθερη αγορά, ανταγωνισμός θα αποτελούν βαρύτατα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητος, που όποιος τις προφέρει, θα θανατώνεται πάραυτα!

Όμως θα είναι πολύ αργά για τους εναπομείναντες,  προσβεβλημένους μελλοθάνατους.

Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan), Χνούδι (Lint)

Jerry Bleem — «Patriotic Lint Drawing VI» (χνούδι ἀπὸ σημαῖες τῶν ΗΠΑ σὲ φύλλο κυλίνδρων ἁπλωμένο σὲ χαρτί, 5″ x 8”).

ΜΕ ΒΑΣΑΝΙΖΟΥΝ λιγάκι ἀπόψε συναισθήματα ἀπερίγραπτα καὶ συμβάντα ποὺ θά ’πρεπε μᾶλλον νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε μὲ ὅρους νημάτων καὶ ὄχι μὲ λέξεις.
       
Κάθομαι καὶ περιεργάζομαι ρετάλια τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας. Εἶναι θραύσματα ζωῆς μακρυσμένης, δίχως νόημα ἢ σχῆμα. Εἶναι πράγματα ποὺ συνέβησαν ἁπλῶς, σὰν χνούδι.

*Πηγή: Richard Brautigan, Revenge of the Lawn. Stories 1962-1970, Νέα Ὑόρκη, Simon and Schuster, 1972 [πρώτη δημοσίευση: Rolling Stone 25 (4 Ἰαν. 1969), σ. 30].

**Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan) (1935, Τακόμα – 1984, Σὰν Φρανσίσκο). Ἀμερικανὸς πεζογράφος καὶ ποιητής. Τὸ ἔργο του ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕντεκα νουβέλες, δέκα ποιητικὲς συλλογὲς καὶ μία συλλογὴ σύντομων πεζογραφημάτων. Ἡ πρωτοπρόσωπη ἀφήγηση, τὸ παιγνιῶδες καὶ γλυκόπικρο ὕφος καὶ ἡ εὑρηματικότητά του εἶναι στοιχεῖα ποὺ θὰ συναντήσει κανεὶς στὸ σύνολο τοῦ ἔργου του. Ἔδωσε ὁ ἴδιος τέλος στὴ ζωή του.

***Μετάφραση ἀπό τὰ ἀγγλικά:
Γιῶργος Ἀποσκίτης (1984). Γεννήθηκε καὶ ζεῖ στὴν Ἀθήνα. Πραγματοποίησε σπουδὲς στὴν Ἀθήνα καὶ στὸ Ἐδιμβοῦργο. Ἔχει ἀσχοληθεῖ, μεταξὺ ἄλλων, μὲ τὴ λεξικογραφία καὶ μὲ τὰ κινούμενα σχέδια. Δουλειά του ἔχει δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικὸ Σημειώσεις καὶ ἀλλοῦ. Τακτικὸς συνεργάτης, μὲ πρωτότυπα κείμενα καὶ μεταφράσεις, τοῦ ἱστολογίου μας Ἱστορίες Μπονζάι. Πρῶτο του βιβλίο ἡ συλλογὴ μὲ μικρὰ πεζὰ Στιγμόμετρο (Σμίλη, 2021).

****Αναδημοσίευση από εδώ: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2025/06/08/richard-brautigan-chnoudi/

Χάινριχ Μπέλλ (Heinrich Böll), Ὁ γελωτοποιός (Der Lacher)

ΚΑΘΕ ΠΟΥ ΜΕ ΡΩΤΟΥΝ γιὰ τὸ ἐπάγγελμά μου, μὲ πιάνει ἀμηχανία: κοκκινίζω, τραυλίζω, ἐγὼ ποὺ κατὰ τ᾽ ἄλλα εἶμαι γνωστὸς ὡς ἄνθρωπος θετικός. Ζηλεύω ἐκείνους ποὺ μποροῦν νὰ λένε: Εἶμαι χτίστης. Στοὺς κομμωτές, τοὺς λογιστὲς καὶ τοὺς συγγραφεῖς ζηλεύω τὴν ἁπλότητα, μὲ τὴν ὁποία δηλώνουν τὴ δουλειά τους, ἐπειδὴ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπαγγέλματα δηλώνονται μόνα τους καὶ δὲν χρειάζονται περισσότερες ἐξηγήσεις. Ἐγώ, ὅμως, εἶμαι ὑποχρεωμένος, σὲ σχετικὲς ἐρωτήσεις, νὰ ἀπαντῶ: «Εἶμαι γελωτοποιος.» Μιὰ τέτοια δήλωση ἀπαιτεῖ περαιτέρω δηλώσεις, ἐπειδὴ στὴ δεύτερη ἐρώτηση «Καὶ ζεῖτε ἀπ᾽ αὐτό;» πρέπει νὰ ἀπαντῶ εἰλικρινὰ μὲ ἕνα «Ναί». Ζῶ πράγματι ἀπὸ τὸ γέλιο μου, καὶ ζῶ καλά, ἐπειδὴ τὸ γέλιο μου ἔχει ζήτηση, ὅπως λέγεται στὴ γλώσσα τοῦ ἐμπορίου. Εἶμαι ἕνας καλός, πεπαιδευμένος γελωτοποιος· κανεὶς ἄλλος δὲν γελᾶ ὅπως ἐγώ, δὲν ἐλέγχει τόσο τὶς λεπτὲς ἀποχρώσεις τῆς τέχνης μου. Γιὰ ἀρκετὸ καιρό, προκειμένου νὰ ἀποφεύγω φορτικὲς διευκρινίσεις, δήλωνα ἠθοποιός, ἀλλὰ οἱ ὑποκριτικὲς καὶ φωνητικὲς δεξιότητές μου εἶναι τόσο περιορισμένες ποὺ αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμὸς δὲν μοῦ φαινόταν εἰλικρινής, καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι Εἶμαι γελωτοποιός. Δὲν εἶμαι οὔτε κλόουν οὔτε κωμικὸς ἠθοποιός, δὲν διασκεδάζω τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἐκθέτω καταστάσεις φαιδρές: γελάω σὰν Ρωμαῖος αὐτοκράτορας ἢ σὰν εὐαίσθητος τελειόφοιτος Λυκείου. Εἶμαι τόσο ἀσκημένος στὸ γέλιο τοῦ 17ου αἰώνα ὅσο καὶ στὸ γέλιο τοῦ 19ου, καὶ ὅταν χρειαστεῖ, διατρέχω μὲ τὸ γέλιο ὅλους τοὺς αἰῶνες, ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις καὶ ἡλικίες: ἁπλῶς τὸ ἔχω μάθει, ὅπως μαθαίνει κανεὶς νὰ σολιάζει παπούτσια. Τὸ γέλιο τῆς Ἀμερικῆς βρίσκεται στὸ στῆθος μου, τὸ γέλιο τῆς Ἀφρικῆς, λευκό, κόκκινο, κίτρινο γέλιο – καὶ τὸ κάνω νὰ ἠχεῖ μὲ τὴν ἀνάλογη ἀμοιβή, ὅπως τὸ καθορίζει ἡ σκηνοθεσία.

       Ἔχω γίνει ἀπαραίτητος, γελάω σὲ δίσκους βινυλίου, σὲ μαγνητοταινίες, καὶ οἱ σκηνοθέτες ραδιοφωνικῶν θεατρικῶν σκηνῶν μοῦ συμπεριφέρονται μὲ ἁβρότητα. Γελάω βαρύθυμα, μετρημένα, ὑστερικά – γελάω σὰν ἐλεγκτὴς τραίνων, σὰν μαθητευόμενος στὸν κλάδο τῶν τροφίμων· τὸ πρωινὸ γέλιο, τὸ βραδινὸ γέλιο, τὸ νυχτερινὸ καὶ τὸ γέλιο τὴν ὥρα ποὺ χαράζει· μὲ δυὸ λόγια: ὁπουδήποτε καὶ ὁποτεδήποτε πρέπει νὰ προκληθεῖ γέλιο, τὸ γεννῶ πάραυτα.

       Καταλαβαίνετε ὅτι ἕνα τέτοιο ἐπάγγελμα εἶναι κοπιαστικό, πολλῷ δὲ μᾶλλον ποὺ ἐγὼ —αὐτὴ εἶναι ἡ εἰδικότητά μου— διαπρέπω στὸ μεταδοτικὸ γέλιο∙ ἔτσι, ἔχω γίνει ἀπαραίτητος ἀκόμη καὶ σὲ κωμικοὺς τρίτης καὶ τέταρτης σειρᾶς, οἱ ὁποῖοι δικαίως τρέμουν γιὰ τὴν κρίσιμη στιγμὴ τοῦ ἀστείου τους, καὶ σχεδὸν κάθε βράδυ κάθομαι μὲ τὶς ὧρες στὰ βαριετὲ ὡς λεπτῆς ὑφῆς κλακέρ, γιὰ νὰ προκαλέσω μεταδοτικὸ γέλιο στὶς ἀδύναμες στιγμὲς τοῦ προγράμματος. Πρέπει νὰ γίνεται δουλειὰ ἀκριβείας: τὸ πηγαῖο, ἄγριο γέλιο μου δὲν πρέπει νὰ ξεσπᾶ πρὶν τῆς ὥρας του οὔτε καθυστερημένα, ἀλλὰ στὴν κατάλληλη στιγμή – τότε βάζω τὰ γέλια, βάσει προγράμματος, τὸ ἀκροατήριο ξεσπᾶ κι αὐτὸ σύσσωμο σὲ κραυγὲς ἐνθουσιασμοῦ καὶ τὸ ἀστεῖο ἔχει σωθεῖ.

       Ἐγὼ τότε γλιστρῶ κατάκοπος στὴν γκαρνταρόμπα, φοράω τὸ παλτό μου, εὐτυχὴς ποὺ ἐπιτέλους ἔχω σχολάσει. Στὸ σπίτι μὲ περιμένουν τὶς περισσότερες φορὲς τηλεγραφήματα «Χρειαζόμεθα ἐπειγόντως γέλωτά Σας. Ἠχογράφηση ἡμέρα Τρίτη», κι ἐγὼ λίγες ὧρες ἀργότερα κάθομαι σὲ ἕνα ὑπερθερμασμένο βαγόνι τῆς Deutsche Bahn καὶ οἰκτίρω τὴ μοίρα μου.

       Καθένας ἀντιλαμβάνεται ὅτι μετὰ τὸ σχόλασμα ἢ στὶς διακοπὲς ἔχω ἐλάχιστη διάθεση γιὰ γέλιο. Ὁ ἀρμεχτὴς εἶναι χαρούμενος, ὅταν μπορεῖ ν᾽ ἀφήνει στὴν ἄκρη τὴν ἀγελάδα· ὁ χτίστης εἶναι εὐτυχής, ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα ν᾽ ἀφήσει τὸ χαρμάνι, καὶ οἱ ξυλουργοὶ ἔχουν συχνὰ στὸ σπίτι τους πόρτες χαλασμένες, ἢ συρτάρια ποὺ ἀνοίγουν μὲ πολὺ κόπο. Ζαχαροπλάστες προτιμοῦν ξυδάτα ἀγγουράκια, χασάπηδες τὰ ἀμυγδαλωτά, καὶ ὁ φούρναρης προτιμᾶ τὰ ἁλλαντικὰ ἀπὸ τὸ ψωμί· ταυρομάχοι προτιμοῦν τὴ συναναστροφὴ μὲ περιστέρια, μποξὲρ γίνονται κάτωχροι, ὅταν ματώσει ἡ μύτη τοῦ παιδιοῦ τους. Τὰ κατανοῶ αὐτὰ ὅλα, ἐπειδὴ δὲν γελῶ ποτὲ μετὰ τὸ σχόλασμα. Εἶμαι ἕνας σοβαρότατος ἄνθρωπος καὶ ὁ κόσμος μὲ θεωρεῖ —δικαίως— πεσσιμιστή.

       Τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ γάμου μας μοῦ ἔλεγε συχνὰ ἡ γυναίκα μου: «Γέλασε καμιὰ φορά», ἀλλὰ στὸ μεταξὺ κατάλαβε πὼς δὲν μπορῶ νὰ τῆς ἱκανοποιήσω αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία. Εἶμαι εὐτυχής, ὅταν μπορῶ μέσω τῆς ἀπόλυτης σοβαρότητας νὰ χαλαρώνω τοὺς τεντωμένους μῦς τοῦ προσώπου μου, τὴν ταλαιπωρημένη μου διάθεση. Ναί, μὲ ἐκνευρίζει ἀκόμη καὶ τὸ γέλιο τῶν ἄλλων, ἐπειδὴ μοῦ θυμίζει καὶ μοῦ παραθυμίζει τὴ δουλειά μου. Ἔτσι, ἔχουμε μιὰ ἥσυχη, εἰρηνικὴ συζυγικὴ ζωή, ἐπειδὴ καὶ ἡ γυναίκα μου ἔχει ξεμάθει τὸ γέλιο. Κάθε τόσο τὴν πιάνω νὰ χαμογελᾶ καὶ τότε χαμογελῶ κι ἐγώ. Μιλᾶμε σιγανὰ μεταξύ μας, ἐπειδὴ μισῶ τὸν θόρυβο τῶν βαριετέ, μισῶ τὸν θόρυβο ποὺ μπορεῖ νὰ κυριαρχεῖ στοὺς χώρους ἠχογράφησης. Ἄνθρωποι ποὺ δὲν μὲ γνωρίζουν, μὲ θεωροῦν κλειστὸ τύπο. Ἴσως εἶμαι πράγματι, ἐπειδὴ πολὺ συχνὰ πρέπει ν᾽ ἀνοίγω τὸ στόμα μου γιὰ νὰ γελάσω.

       Περνάω τὴν προσωπική μου ζωὴ μὲ παγωμένο πρόσωπο, ἐπιτρέπω κάθε τόσο στὸν ἑαυτό μου ἕνα ἤπιο χαμόγελο καὶ συχνὰ ἀναρωτιέμαι ἂν ἔχω γελάσει ποτέ. Νομίζω πὼς ὄχι. Τὰ ἀδέλφια μου ἔχουν νὰ λένε ὅτι ὑπῆρξα πάντοτε ἕνα σοβαρὸ παιδί.

       Ἔτσι, γελάω μὲ πολλαπλοὺς τρόπους, ἀλλὰ τὸ δικό μου γέλιο δὲν τὸ γνωρίζω.

*Πηγή: Böll, Heinrich Werke [ἐπιμ. J.H. Reid]. Kölner Ausgabe, τόμος 9ος, 1954-1956 [1955]. Κολωνία, Kiepenheuer &Witsch 2006, 79-81.

**Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:
Συμεὼν Σταμπουλοῦ. Γεννήθηκε τὸ 1954 στὴν Ἀθήνα, ὅπου σπούδασε κλασικὴ ἀρχαιολογία. Ἀργότερα προχώρησε σὲ σπουδὲς συγκριτολογίας στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Τύμπινγκεν. Ἐκπόνησε μελέτες γιὰ τὶς πηγὲς τῆς πεζογραφίας καὶ τὰ θεατρικὰ ἔργα τοῦ Γιάννη Σκαρίμπα, τὴν «ἀντιπαράθεση» τοῦ Φρήντριχ Χαίλντερλιν μὲ τὸ ἔργο τοῦ Σοφοκλῆ. Μετέφρασε καὶ ἐξέδωσε ἢ δημοσίευσε σὲ λογοτεχνικὰ ἔντυπα ἔργα τῶν Ρ.Μ. Ρίλκε, Νοβάλις, Χαίλντερλιν, Πάουλ Τσέλαν, Νέλλυ Ζάκς, Γκότφρηντ Μπένν, Γκέρχαρντ Φάλκνερ, Ντοὺρς Γκρυνμπάιν, Σάρα Κίρς, Πέτερ Ἄλτενμπεργκ, Γκύντερ Κοῦνερτ, Μπάρμπαρα Καῖλερ κ.ἄ. Βιβλία του κυκλοφοροῦν ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Στιγμή, Gutenberg, Ἄγκυρα, Κουκκίδα καὶ ΣΩΒ.

***Χάινριχ Μπέλλ (Heinrich Böll, 1917-1985). Ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους μεταπολεμικοὺς Εὐρωπαίους συγγραφεῖς, τιμημένος μὲ τὸ βραβεῖο Νομπὲλ λογοτεχνίας τὸ 1972. Μὲ τὸ ἔργο του (μυθιστορήματα, διηγήματα, θεωρητικὰ κείμενα) στηλίτευσε τὴ γερμανικὴ κοινωνία τῆς συνεργασίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀνοχῆς, στὶς θηριωδίες τῶν ναζιστῶν, τὸν ἐξολοθρεμὸ τῶν Ἑβραίων σὲ ὁλόκληρη τὴν κατεχόμενη, μέσα στὸν πόλεμο, Εὐρώπη. Μὲ τρόπο ἀριστοτεχνικὸ ἀποκάλυψε, μέσα ἀπὸ τοὺς χαρακτῆρες τῶν προσώπων, τὸν λειτουργικὸ ρόλο τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας στὴν ἐκκόλαψη τοῦ Ναζισμοῦ καὶ τοῦ πολέμου, στὴ μόλυνση τοῦ γερμανικοῦ πνεύματος μὲ τὴν πολιτικὴ τῶν ὑπόγειων συνεργασιῶν καὶ τῆς ἰδιοτέλειας. Οἱ ἥρωές του, τραγικὰ εἰρωνικοὶ ἀπέναντι στὴν κοινωνία τῶν συμβιβασμῶν, ὁδηγοῦνται σταδιακὰ στὴν ἀποτυχία καὶ τὸ περιθώριο (Καὶ δὲν εἶπε λέξη, 1953, Οἱ ἀπόψεις ἑνὸς κλόουν, 1963). Ὁ Μπὲλλ ἔδειξε συμπάθεια στὴν ὁμάδα «Μπάαντερ-Μάινχοφ», μὲ τὶς πρακτικὲς ἑνὸς ἀντάρτικου πόλεων, ποὺ ἔδρασε στὴ Δυτικὴ Γερμανία τὴ δεκαετία κυρίως τοῦ ᾽70 (Ἡ χαμένη τιμὴ τῆς Καταρίνα Μπλούμ, 1974). Ἡ τρομοκρατία ὡς ἀπότοκος τῆς μεταπολεμικῆς γερμανικῆς κοινωνίας μὲ ἀφομοιωμένους ὀργανικὰ σὲ αὐτὴν τοὺς ναζιστὲς ἐγκληματίες. Βασικὸς συντελεστὴς τῆς λεγόμενης «Λογοτεχνίας τῶν ἐρειπίων» («Trümmerliteratur»), ἔγραψε παράλληλα σύντομα διηγήματα καὶ μικροϊστορίες, ἀλληγορίες τοῦ κατακερματισμένου κόσμου καὶ τῆς ψυχικῆς ἐρειπίωσης τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνδεικτικὴ ἡ ἱστορία τοῦ «Γελωτοποιοῦ» ποὺ πρέπει νὰ διαβαστεῖ ὡς συνεκδοχὴ τοῦ μυθιστορήματος Οἱ ἀπόψεις ἑνὸς κλόουν. Στὴν Αὐτοβιογραφία του ὁ Μαρσὲλ Ράιχ Ρανίτσκυ τὸν χαρακτήρισε «Γερμανὸ ἱεροκήρυκα μὲ κλοουνίστικα χαρακτηριστικά».

****Αναδημοσίευση από εδώ: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2025/05/11/heinrich-boll-o-gelotopoios/#like-17589

Ἀθορίν (Azorín), Ἡ προϊστορία (La prehistoria)

(Ἀφιέρωμα: Ἀναρχία καὶ Λογοτεχνία, 4/9)
 

Εἴμαστε στὴν ἀρχὴ τῆς ἀρχῆς 
Γουέλς

— ΚΑΛΗΜΕΡΑ, ἀγαπημένε δάσκαλε. Πῶς πάει; Πῶς εἶστε;
— Ἤδη τὸ βλέπετε· στὸ ἐργαστήριό μου πάντα, ἀπορροφημένος στὸ μεγάλο μου ἔργο.
— Μιλᾶτε γι’ αὐτὸ τὸ περίφημο καὶ ἀξιοθαύμαστο ἔργο ποὺ ὅλοι περιμένουμε, Ἡ προϊστορία;
— Πράγματι· αὐτὸν τὸν καιρὸ ἀσχολοῦμαι μ’ αὐτή. Καὶ μένει λίγο ἀκόμα γιὰ νὰ τὴν τελειώσω.
— Μήπως φτάσατε στὶς ἱστορικὰ μοντέρνες ἐποχές;
— Ναί, κύριε, μόλις ἔβαλα τὶς τελευταῖες γραμμὲς στὴν περιγραφὴ τῆς περιόδου τοῦ ἠλεκτρισμοῦ.
— Θὰ εἶναι μιὰ ἐνδιαφέρουσα περίοδος αὐτὴ τοῦ ἠλεκτρισμοῦ;
— Εἶναι τὸ τελευταῖο στάδιο τῆς ἐξέλιξης τοῦ πρωτόγονου ἀνθρώπου· ἀπὸ ἐκεῖ πιὰ ἀρχίζει ὁ βαθὺς μετασχηματισμὸς ποὺ γνωρίζουν οἱ ἱστορικοί, δηλαδή, ἀρχίζει ἡ ἐποχὴ τοῦ πραγματικὰ πολιτισμένου ἀνθρώπου.
— Τέλεια, ἀγαπημένε δάσκαλε. Καὶ ἐσεῖς βρήκατε πολλὲς πληροφορίες γιὰ αὐτὴ τὴ σκοτεινὴ καὶ μυστηριώδη περίοδο;
— Κατάφερα πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ ἐξακριβώσω πῶς ζοῦσαν ὅλα αὐτὰ τὰ παράξενα πλάσματα ποὺ προηγήθηκαν ἀπὸ ἐμᾶς στὴ χρησικτησία τοῦ πλανήτη. Ξέρω, ἐπὶ παραδείγματι, μὲ βεβαιότητα, ὅτι αὐτὰ τὰ πλάσματα ζοῦσαν μαζεμένα, στοιβαγμένα καὶ πατημένα σὲ συγκροτήματα κατοικιῶν πού, ἀπ’ ὅτι φαίνεται, ὀνόμαζαν πόλεις.
— Εἶναι ὄντως περίεργο καὶ παράξενο αὐτὸ ποὺ μοῦ λέτε. Καὶ πῶς μποροῦσαν νὰ ζοῦν αὐτὰ τὰ πλάσματα σ’ αὐτὰ τὰ συγκροτήματα κατοικιῶν; Πῶς μποροῦσαν νὰ ἀναπνεύσουν, νὰ κινηθοῦν, νὰ πάρουν ἥλιο, νὰ ἀπολαύσουν τὴ σιωπή, νὰ νιώσουν τὴ μοναδικὴ αἴσθηση τῆς μοναξιᾶς; Καὶ πῶς ἦταν; Ἦταν ὅλα ἴδια; Τὰ ἔκαναν διαφορετικὰ ὁ καθένας ἀνάλογα μὲ τὸ γοῦστο του;

— Ὄχι. Αὐτὰ τὰ σπίτια δὲν ἦταν ὅλα ἴδια· ἦταν διαφορετικά. Ἄλλα μεγάλα, ἄλλα πιὸ μικρὰ· ἄλλα πνιγηρὰ καὶ στενά.
— Εἴπατε ὅτι κάποια ἦταν στενὰ καὶ πνιγηρά; Πῶς γινόταν αὐτό; Πῶς μποροῦσαν νὰ ὑπάρχουν πλάσματα ποὺ τοὺς ἄρεσε νὰ κατοικοῦν σὲ κατοικίες πνιγηρές, στενές, ἀνθυγιεινές;
— Αὐτοὶ δὲν εἶχαν τέτοια ἰδιοτροπία· τοὺς ἐξανάγκαζαν ὅμως νὰ ζήσουν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ συνθῆκες τοῦ κοινωνικοῦ περιβάλλοντος στὸ ὁποῖο κινοῦνταν.
— Δὲν καταλαβαίνω τίποτα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θέλετε νὰ μοῦ πεῖτε.
— Θέλω νὰ πῶ ὅτι στὶς πρωτόγονες ἐποχὲς ὑπῆρχαν κάποια πλάσματα ποὺ διέθεταν ὅλους τοὺς πόρους γιὰ νὰ ζοῦν καὶ ἀντίθετα ἄλλα ποὺ δὲν διέθεταν αὐτά τα μέσα.
— Εἶναι ἐνδιαφέρον καὶ παράξενο αὐτὸ ποὺ λέτε. Γιὰ ποιούς λόγους δὲν διέθεταν τὰ μέσα αὐτὰ τὰ πλάσματα;
— Αὐτὰ τὰ πλάσματα ἦταν οἱ λεγόμενοι φτωχοί.
— Φτωχοί! Τί περίεργη λέξη! Καὶ τί ἔκαναν αὐτοὶ οἱ φτωχοί;
— Αὐτοὶ οἱ φτωχοὶ δούλευαν.
— Αὐτοὶ οἱ φτωχοὶ δούλευαν; Καὶ ἂν δούλευαν αὐτοὶ οἱ φτωχοί, πῶς καὶ δὲν εἶχαν μέσα γιὰ νὰ ζήσουν; Πῶς ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦσαν στὰ μικροσκοπικὰ σπίτια;
— Αὐτοὶ οἱ φτωχοὶ δούλευαν. Ἀλλὰ δὲν ἦταν γιὰ λογαριασμό τους.
— Πῶς, ἀγαπημένε δάσκαλε, μπορεῖ κανεὶς νὰ δουλεύει ἐὰν δὲν εἶναι γιὰ λογαριασμό του; Δὲν σᾶς καταλαβαίνω· ἐξηγεῖστε μου.
— Θέλω νὰ πῶ, ὅτι αὐτὰ τὰ πλάσματα ποὺ δὲν εἶχαν πόρους ζωῆς, γιὰ νὰ καταφέρουν τὸν καθημερινὸ ἐπιούσιο συγκεντρώνονταν γιὰ ἐργασία σὲ κάποια κτίρια ποὺ τὰ ἔλεγαν φάμπρικες.
— Καὶ τί θὰ κέρδιζαν μὲ τὸ νὰ συγκεντρώνονται σὲ αὐτὲς τὶς φάμπρικες;
— Ἐκεῖ τοὺς ἔδιναν κάθε μέρα ἕνα μεροκάματο.
— Λέτε μεροκάματο; Αὐτὸ θὰ εἶναι κάποια λέξη τῆς ἐποχῆς.
— Μεροκάματο εἶναι πράγματι μιὰ λέξη τῆς ὁποίας τὸ νόημα σήμερα δὲν καταλαβαίνουμε· μεροκάματο ἦταν ἕνας ἀριθμὸς ἀπὸ κέρματα ποὺ τοὺς ἔδιναν κάθε μέρα γιὰ τὴ δουλειά τους.
— Ἕνα λεπτό, ἀγαπημένε δάσκαλε συγχωρέστε μὲ πάλι. Ἄκουσα ὅτι εἴπατε κέρματα. Τί εἶναι αὐτὰ τὰ κέρματα;
— Κέρματα ἦταν κάποια στρογγυλὰ μεταλλικὰ κομμάτια.
— Γιὰ τί ἦταν αὐτὰ τὰ στρογγυλὰ μεταλλικὰ κομμάτια;
— Αὐτὰ τὰ κομμάτια… Δίνοντάς τα στὸν ἰδιοκτήτη ἑνὸς ἀντικειμένου, αὐτὸς ὁ ἰδιοκτήτης σοῦ ἔδινε τὸ ἀντικείμενο.
— Καὶ αὐτὸς ὁ ἰδιοκτήτης, δὲν ἔδινε τὰ ἀντικείμενα ἐὰν δὲν τοῦ ἔδιναν αὐτὰ τὰ μεταλλικὰ κομμάτια;
— Φαίνεται ὅτι ὄντως δὲν τὰ ἔδινε.
— Παράξενα πλάσματα ἦταν αὐτοὶ οἱ ἰδιοκτῆτες! Καὶ γιατί ἤθελαν τὰ μεταλλικὰ κομμάτια;
— Φαίνεται νὰ ἴσχυε ὅτι ὅσο περισσότερα κομμάτια ἀπὸ αὐτὰ εἶχε κανεὶς τόσο καλύτερα ἦταν.
— Ἦταν καλύτερα; Γιατί; Δηλαδὴ αὐτὰ τὰ κομμάτια δὲν μποροῦσε νὰ τὰ ἔχει ὅποιος τὰ ἤθελε;
— Ὄχι, δὲν μποροῦσαν νὰ τὰ ἔχουν ὅλοι.
— Γιὰ ποιό λόγο;
— Γιατί αὐτὸν ποὺ τὰ ἔπαιρνε χωρὶς νὰ εἶναι δικά του τὸν ἔκλειναν κάπου ποὺ λεγόταν φυλακή.
— Φυλακή! Τί ἦταν αὐτὴ ἡ φυλακή;
— Φυλακὴ ἦταν ἕνα κτίριο ὅπου ἔβαζαν κάποια ἄτομα ποὺ ἔκαναν κάτι ποὺ οἱ ὑπόλοιποι δὲν ἤθελαν νὰ κάνει.
— Καὶ γιατί ἐκεῖνοι ἐπέτρεπαν νὰ τοὺς βάλουν ἐκεῖ;
— Δὲν εἶχαν ἄλλη λύση· ὑπῆρχαν ἄλλα ἄτομα μὲ τουφέκια ποὺ τοὺς ὑποχρέωναν σὲ αὐτό.
— Ἄκουσα καλά; Μόλις εἴπατε τουφέκια;
— Ναί, κύριε, εἶπα τουφέκια.
— Τί εἶναι τὰ τουφέκια;
— Τουφέκια ἦταν κάτι ὅπλα ποὺ διέθεταν κάποια ἄτομα.
— Καὶ γιὰ ποιό σκοπὸ ἔφεραν τὰ ὅπλα;
— Γιὰ νὰ σκοτώνουν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους στοὺς πολέμους.
— Γιὰ νὰ σκοτώνουν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους! Αὐτὸ εἶναι ὑπερβολικό, ἀπίστευτο. Σκοτώνονταν οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους;
— Σκοτώνονταν οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους.
— Νὰ τὸ πιστέψω; Εἶναι βέβαιο;
— Εἶναι βέβαιο· σᾶς δίνω τὸ λόγο τῆς τιμῆς μου.
— Μὲ ἀφήνετε κατάπληκτο, ἄναυδο, ἀγαπημένε δάσκαλε. Δὲν ξέρω τί εἶναι αὐτὸ ποὺ προσπαθεῖτε νὰ μοῦ προσφέρετε μὲ τὰ τελευταῖα σας λόγια.
— Μίλησα γιὰ τὴν τιμή;
— Μιλήσατε γιὰ τὴν τιμή.
— Συγχωρῆστε με· αὐτὴ εἶναι ἡ τωρινὴ ἐμμονή μου· αὐτὸ εἶναι τὸ τρωτὸ σημεῖο τοῦ βιβλίου μου· αὐτὴ εἶναι ἡ βαθιά μου δυσκολία. Ἐπανέλαβα ἐνστικτωδῶς μιὰ λέξη ποὺ εἶδα νὰ διατρέχει σὲ ἀφθονία ὅλα τὰ χειρόγραφα τῆς ἐποχῆς καὶ τῆς ὁποίας τὸ νόημα δὲν κατάφερα νὰ συλλάβω. Σᾶς ἐξήγησα τί ἦταν οἱ πόλεις, οἱ φτωχοί, οἱ φάμπρικες, τὸ μεροκάματα, τὰ κέρματα, ἡ φυλακὴ καὶ τὰ τουφέκια, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ σᾶς ἐξηγήσω τί ἦταν ἡ τιμή.

— Μᾶλλον ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔκανε τοὺς ἀνθρώπους νὰ διαπράξουν περισσότερες ἀνοησίες καὶ βαρβαρότητες.
— Ἴσως…

Πηγή: https://ciudadseva.com/texto/la-prehistoria/

Ἀθορίν (Χοσὲ Μαρτίνεθ Ρουὶθ) (Azorín [José Martínez Ruíz]) (Ἀλικάντε 1873 – Μαδρίτη 1967). Ἱσπανὸς συγγραφέας ποὺ ἀνήκει στὴ Γενιὰ τοῦ ’98. Στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργικῆς του πορείας, τὸ ἔργο του χαρακτηρίζεται ἀπὸ μιὰ εὐαισθησία ἀναρχικοῦ χαρακτῆρα καὶ τὰ πρῶτα του βιβλία ἀντιστοιχοῦν σὲ αὐτὴ τὴν ἰδεολογία. Πρόκειται γιὰ τά: Notas sociales (1896) καὶ Pecuchet demagogo (1898). Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ταξίδεψε πολὺ στὴν περιοχὴ γύρω ἀπὸ τὴν Καστίλη μὲ σκοπὸ νὰ γνωρίσει τόσο τὸ τοπίο της ὅσο καὶ τοὺς ἀνθρώπους της, οἱ ὁποῖοι τότε ζοῦσαν σὲ ἐξαιρετικὴ ἐξαθλίωση. Μοιράστηκε μαζὶ μὲ τὸν Ρομίρο ντὲ Μαέτσου (Romiro de Maetzu) καὶ Πίο Μπαρόχα (Pío Baroja) ἕναν μεγάλο θαυμασμὸ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Νίτσε καθὼς ἐπίσης καὶ γιὰ τὶς ἐπαναστατικὲς θεωρίες. Σπούδασε νομικὰ καὶ στὴ συνέχεια ἔγινε γνωστὸς μέσῳ τῶν συνεργασιῶν του μὲ τὸν τύπο. Μὲ τὸ ψευδώνυμο «Ἀθορίν» ἐμφανίστηκε γιὰ πρώτη φορὰ σὲ ἕνα ἄρθρο δημοσιευμένο στὴν España, ἐνῷ ἀκολούθησε πληθώρα δημοσιεύσεων σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικὰ τῆς ἐποχῆς. Ἡ πρώτη του τριλογία, La voluntad (1902), Antonio Azorín (1903) καὶ Las confesiones de un pequeño filósofo (1904), ἀποτελεῖ μιὰ ἐκτεταμένη διαδικασία προσωπικῆς περισυλλογῆς ποὺ τὸν ὁδήγησε νὰ ἀλλάξει ριζικὰ τὶς θέσεις του. Ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ ἔπληξαν τὴν Ἱσπανία στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰ. (τὴν ἀπώλεια καὶ τῶν τελευταίων ἀποικιῶν της), κατέληξε νὰ υἱοθετήσει μιὰ συντηρητικὴ στάση ἀπέναντι στὰ πράγματα. Ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἡ πρόζα του διακρινόταν ἤδη ἀπὸ μιὰ ἐξαιρετικὴ ἀνάλυση τοῦ θέματός του στὶς πιὸ μικρές του λεπτομέρειες, ὅπως καὶ ἀπὸ τὴν προτίμησή του στὴ μικρὴ πρόταση, στὴν ἐκφραστικὴ σαφήνεια καὶ ἀκρίβεια καὶ στὸν πλοῦτο τοῦ λεξιλογίου της. Ἔτσι, τὸ ἔργο του Ἀθορὶν ἀποτέλεσε τότε μιὰ αὐθεντικὴ αἰσθητικὴ ἐπανάσταση συγκρινόμενο μὲ τὸν ὄγκο τῆς λογοτεχνικῆς παραγωγῆς τοῦ 19ου αἰ. Γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Ἀθορίν, τὸ κύριο ἀντικείμενό του δὲν ἔπρεπε νὰ εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀντίληψη τοῦ «οὐσιώδους τῆς ζωῆς». Ἔτσι, λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴν ἰδιαίτερη ἀφηγηματική του τεχνικὴ καὶ μελετῶντας τὶς ἀναλύσεις ποὺ ἔκανε στὸ ἔργο τοῦ Ἀθορὶν ὁ Χοσὲ Ὀρτέγκα ὐ Γκασὲ (José Ortega y Gasset), ἡ οὐσία δὲ βρίσκεται «στοὺς μεγάλους ἄντρες, τὰ κορυφαῖα γεγονότα, τὰ θορυβώδη πάθη, ἀλλὰ στὸ μικρὸ καὶ ἀτομικό». Τεχνικὴ ἰμπρεσιονιστική, ἀφοῦ, φιλοδοξεῖ νὰ δείξει τὴν πνευματικὴ οὐσία τῶν πραγμάτων μέσῳ λυρικῶν περιγραφῶν στὶς ὁποῖες κυριαρχεῖ ἕνα συναίσθημα ἐκλεπτυσμένο καὶ προσεγμένο. Ἐπηρεασμένη ἀπ’ αὐτὲς τὶς ἀξίες, ἡ ἀφήγηση τοῦ Ἀθορίν, θὰ διατρέχεται συνεχῶς ἀπὸ τὴν ἐμμονὴ τοῦ χρόνου, τὴ γαλήνια ἐνατένιση τοῦ τοπίου καὶ τῆς ἱστορίας καὶ μιὰ ἀνανεωμένη εὐαισθησία πρὸς τοὺς κλασσικούς. Σὲ αὐτὴ τὴ γραμμὴ θὰ κινηθοῦν τὰ Los pueblos (1905) (Οἱ λαοί), Castilla (1912) (Καστίλη), Clásicos y modernos (1913) (Κλασσικοὶ καὶ μοντέρνοι), Al margen de los clásicos (1915) (Στὸ περιθώριο τῶν κλασσικῶν) καὶ Una hora de España (1924) (Μιὰ ὥρα τῆς Ἱσπανίας)· ξεχωρίζει ἰδιαίτερα La ruta de Don Quijote (1905) (Ὁ δρόμος τοῦ Δὸν Κιχώτη), ἕνα ἐντυπωσιακὸ χρονικὸ κάποιου ταξιδιοῦ τοῦ Don Quijote de la Mancha.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:
Χρηστάκου Βασιλική. Ἰατρὸς καρδιολόγος καὶ ἀριστοῦχος ἀπόφοιτος τοῦ τμήματος Ἱσπανικὴ γλώσσα καὶ Πολιτισμὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀνοιχτοῦ Πανεπιστημίου. Μεταφράζει λογοτεχνία ἀπὸ τὴν ἱσπανικὴ στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα.

Ρικάρδο Φλόρες Μαγκόν (Ricardo Flores Magón), Οἱ δύο σπορές (Las dos siembras)

—ΚΑΛΕ μου ἀγρότη, τί σπέρνεις;
       Ὁ ἀγρότης σήκωσε τὰ μάτια καὶ ἀπάντησε:
       — Σπέρνω πραότητες, σπέρνω καρτερίες, θεῖες ἀρετὲς ποὺ ἔχουν τὸ προνόμιο νὰ ἀνοίγουν τὶς πόρτες τοῦ οὐρανοῦ σὲ αὐτοὺς ποὺ ὑπομένουν μὲ ὑπομονὴ τὰ βάσανα τῆς μιζέριας καὶ τὶς τιμωρίες τῆς τυραννίας.
       Ἔτσι μίλησε ὁ ἀγρότης καὶ ξανάπιασε ἀναστενάζοντας τὴ δουλειά του προσφέροντας στὸ αὐλάκι τὸ σπόρο καὶ τὰ δάκρυά του.
       Πέρασαν οἱ αἰῶνες καὶ ὁ ἀγρότης, κυρτωμένος, ἔσπερνε, ἔσπερνε.
       — Καλέ μου ἀγρότη, τί σπέρνεις;
       Ὁ ἀγρότης σήκωσε τὰ μάτια καὶ ἀπάντησε:
       Σπέρνω πραότητες, σπέρνω καρτερίες , θεῖες ἀρετὲς ποὺ μὲ τὴν ἀγάπη πρέπει νὰ ἡμερέψουν τὰ χέρια τοῦ τυράννου.Τίποτα σὰν τὴν ἀγάπη γιὰ νὰ μαλακώσει τὶς καρδιὲς τῶν κακῶν!
       Ἔτσι μίλησε ὁ ἀγρότης καὶ ἀναστενάζοντας τοποθέτησε σιγὰ-σιγὰ στὸ αὐλάκι τὸ σπόρο καὶ τὰ δάκρυά του. Πέρασαν οἱ αἰῶνες καὶ ὁ ἀγρότης, κυρτωμένος ἔσπερνε, ἔσπερνε.
       — Καλέ μου ἀγρότη, τί σπέρνεις;
       Ὁ ἀγρότης σήκωσε τὰ μάτια καὶ ἀπάντησε:
       — Σπέρνω πραότητες, σπέρνω καρτερίες , θεῖες ἀρετὲς ποὺ θὰ σώσουν τὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὴ μιζέρια καὶ τὴ σκλαβιά.
       Ἔτσι μίλησε ὁ ἀγρότης καὶ ἀναστενάζοντας συνέχισε νὰ προσφέρει στὸ αὐλάκι τὸ σπόρο καὶ τὰ δάκρυά του.
       Πέρασαν οἱ αἰῶνες καὶ αἰῶνες αἰώνων καὶ αἰῶνες αἰώνων καὶ αἰώνων καὶ ὁ ἀγρότης ἔσπερνε, ἔσπερνε, ἔσπερνε τὶς θεῖες ἀρετές του καὶ ἡ μιζέρια καὶ ἡ σκλαβιὰ συνέχιζαν νὰ εἶναι τὸ ἔπαθλο τῆς καρτερίας καὶ τῆς πραότητας μέχρι ποὺ ἡ πηγὴ τῶν δακρύων του στέρεψε καὶ τὰ μάτια του, ἐλεύθερα ἀπ’ τὸν ἐπίδεσμο τοῦ κλάματος, μπόρεσαν νὰ δοῦν καθαρά. Τὰ ἔστρεψε στὸ διάστημα καὶ δὲν εἶδε ἄλλο ἀπὸ ἄστρα, ἄστρα καὶ ἄστρα, ἥλιους σὰν αὐτὸν ποὺ μᾶς φωτίζει καὶ ἐδάφη σὰν αὐτὰ ποὺ κατοικοῦμε. Ἡ Γῆ εἶναι στὸν οὐρανό! ἀναφώνησε. Ἡ Γῆ εἶναι μέρος τοῦ οὐρανοῦ —πρόσθεσε— καὶ ἔνιωσε ὅτι κάτι κατέρρεε στὰ βάθη τῆς ὕπαρξής του· ἦταν ἡ πίστη στὸ ὑπερφυσικό, μιὰ ἁλυσίδα ἰσχυρότερη ἀπὸ τὴ σιδερένια. Τότε κατάλαβε ὅτι ἔπρεπε νὰ σπείρει ἄλλο σπόρο καὶ γερμένος πάνω στὸ αὐλάκι ἔσπερνε, ἔσπερνε, ἔσπερνε.
       — Καλέ μου ἀγρότη, τί σπέρνεις;
       Ὁ ἀγρότης σήκωσε τὰ μάτια καὶ ἀπάντησε:
       — Σπέρνω ἐξεγέρσεις. Τὸν θεῖο σπόρο ποὺ πρέπει νὰ κατακτήσει γιὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν τὸν παράδεισο ποὺ λέμε γῆ. Ἡ ἐπανάσταση τῆς σκέψης γκρέμισε τοὺς τυράννους τοῦ οὐρανοῦ· ἡ ἐπαναστατικὴ δράση θὰ γκρεμίσει τοὺς τυράννους τῆς γῆς.
       Ἔτσι μίλησε ὁ ἀγρότης καὶ ξαναπιάνοντας τὴ δουλειά του, χάθηκε στὸν ὁρίζοντα σπέρνοντας, σπέρνοντας, σπέρνοντας τὸ θεῖο σπόρο τῆς Ἀναρχίας.

Ρικάρδο Φλόρες Μαγκόν (Ricardo Flores Magón) (1873-1922). Μεξικανὸς πολιτικὸς καὶ δημοσιογράφος. Θεωρεῖται πρόδρομος τῆς Μεξικανικῆς Ἐπανάστασης καὶ ἔχει παραμείνει στὴν ἱστορία σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀκέραιους καὶ συνεπεῖς μαχητὲς γιὰ τὸ δίκιο τῶν ἐργαζομένων κατὰ τὰ χρόνια τῆς Μεξικανικῆς Ἐπανάστασης. Ἀκούραστος καὶ ἀδάμαστος, ἐνέπνευσε μὲ τὶς ἰδέες του καὶ τὴ δράση του πολλὲς ἀπὸ τὶς ἐργατικὲς κατακτήσεις καὶ πολλὰ δικαιώματα τῶν ἐργατῶν θὰ καταχωροῦνταν στὸ μεξικανικὸ σύνταγμα. Παιδὶ γονιῶν ἰθαγενῶν, ὁ Ρικάρδο Φλόρες Μαγκὸν σπούδασε Νομικὴ στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Μεξικοῦ. Τὸ 1892 συνελήφθη μαζὶ τὸν ἀδερφό του Ἐνρίκε κατὰ τὴ διάρκεια μιὰ φοιτητικῆς διαδήλωσης ἐνάντια στὴν δικτατορία τοῦ Πορφίριο Ντίας (Porfirio Días). Ἀφοῦ συνεργάστηκε μὲ τὴν ἐφημερίδα El demócrata, ἵδρυσε μὲ τὸν ἀδερφό του τὸ περιοδικὸ Regeneración (Ἀναγέννηση), τοῦ ὁποίου τὸ πρῶτο τεῦχος βγῆκε στὶς 7 Αὐγούστου τοῦ 1900 καὶ ἀπὸ τὶς σελίδες τοῦ ὁποίου καταδικαζόταν διαρκῶς ἡ δικτατορία του Ντίας. Κυνηγημένος ἀπὸ τὴν κυβέρνηση, ἀναγκάστηκε νὰ αὐτοεξοριστεῖ τὸ 1904 στὶς ΗΠΑ. Στὸ Σὲν Λιούις, ἵδρυσε τὸ Φιλελεύθερο Μεξικανικὸ Κόμμα, σοσιαλιστικῆς ἰδεολογίας, διεκδικῶντας ἕνα ἐπαναστατικὸ πρόγραμμα κρατικοῦ παρεμβατισμοῦ. Ζήτησε τὸ ἐργασιακὸ ὀχτάωρο, τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς καὶ τὴν ἀναδιανομὴ τῆς γῆς πρὸς ὄφελος τῶν ἀγροτῶν, ἰδέες ποὺ ἐπηρέασαν ἰδιαίτερα τὸ μεξικανικὸ ἐργατικὸ κίνημα. Ὅλο καὶ πιὸ κοντὰ στὸ σοσιαλιστικὸ ἀναρχισμό, τὸ κόμμα του πρωτοστάτησε στὶς ἀπεργίες τῶν τοπικῶν ὀρυχείων τῆς Σονόρα καὶ στὴ βιομηχανικὴ ζώνη τῆς Βερακροὺζ (1906-1907), οἱ ὁποῖες κατεστάλησαν βίαια ἀπὸ τὸ καθεστώς του Ντίας. Μετὰ τὸ ξέσπασμα τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1910, ποὺ θὰ ὑποχρέωνε σὲ παραίτηση τὸν Πορφίριο Ντίας, τὸ 1911 ξεκίνησε, μαζὶ μὲ τὸν ἀδερφό του Ἐνρίκε, τὴν ἐξέγερση τῆς Κάτω Καλιφόρνια. Κατάφεραν νὰ πάρουν τὶς πόλεις Μεξικάλι καὶ Τιχουάνα καὶ προσπάθησαν, χωρὶς ἐπιτυχία, νὰ ἱδρύσουν μιὰ σοσιαλιστικὴ δημοκρατία. Ἀβοήθητοι καθὼς ἦταν, ἡττήθηκαν ἀπὸ τὰ κυβερνητικὰ στρατεύματα καὶ ἀναγκάστηκαν νὰ ὑποχωρήσουν στὶς ΗΠΑ. Ἔχοντας πεισθεῖ ἀπολύτως ὅτι οἱ κυβερνήσεις ἦταν οἱ ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν τραγικὴ κατάσταση τῆς ἐργατικῆς τάξης, συνέχισαν νὰ ἀντιτίθενται στοὺς κυβερνῶντες πού, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μεξικανικῆς Ἐπανάστασης, διαδέχτηκαν τὸν Ντίας, τοὺς Φρανθίσκο Ἰ. Μαδέρο (Francisco I. Madero) καὶ Μπενουστιάνο Καράνθα (Venustiano Carranza). Ὁ πρόεδρος Φρανθίσκο Μαδέρο ζήτησε τὴ βοήθειά του, ἀλλὰ ὁ Φλόρες ἀρνήθηκε νὰ συνεργαστεῖ μὲ τὴν ἀστικὴ ἐπανάσταση. Πολλὰ ἀπὸ τὰ αἰτήματά του συζητήθηκαν στὸ Συνέδριο τοῦ Κερέταρο (1917). Τὸ 1918 συνέταξε ἕνα μανιφέστο, ἀπευθυνόμενο στοὺς ἀναρχικοὺς ὅλου τοῦ κόσμου, γεγονὸς γιὰ τὸ ὁποῖο καταδικάστηκε σὲ 20 χρόνια φυλακὴ ἀπὸ τὶς βορειοαμερικανικὲς ἀρχές. Μέσα σὲ ἕνα καθεστὼς σκληρῆς καὶ ἀπάνθρωπης φυλάκισης, πέθανε σχεδὸν τυφλὸς στὶς 20 Νοέμβρη 1922 στὴ φυλακὴ Λιβενγουόρθ του Κάνσας.
Βλ. καὶ ἐκτενῆ Εἰσαγωγή στὸ Ἀφιέρωμα: Βάσω Χρηστακου: Ἀναρχία καὶ Λογοτεχνία.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:
Χρηστάκου Βασιλική. Ἰατρὸς καρδιολόγος καὶ ἀριστοῦχος ἀπόφοιτος τοῦ τμήματος Ἱσπανικὴ γλώσσα καὶ Πολιτισμὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀνοιχτοῦ Πανεπιστημίου. Μεταφράζει λογοτεχνία ἀπὸ τὴν ἱσπανικὴ στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα.

*Πηγή: https://archivomagon.net/?r3d=cyr-37-las-dos-siembras Εμείςτο πήραμε από εδώ: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2025/03/09/ricardo-flores-magon-oi-dyo-spores/

Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου, από “Του Λιναριού τα πάθη”

User comments

Εύνοια

Εκεί που έπαιρνα θαυμαστικό, τώρα μου βάζαν αποσιωπητικά. Το κρασί γινόταν νερό, ο Παράδεισος ένα προάστιο κοντά στο Μαρούσι. Στον ύπνο μου έμπαινε ο άγγελός μου, ψιθυρίζοντας ύπουλα το επίθετό του. Μια γνώση οξύτονη και τετρασύλλαβη φώλιαζε μέσα μου. Κάτι σαν Χάρις που αποσυρόταν υπήρχε γύρω.
Δεν είναι τίποτα, είπε η Α. Κι εγώ το ’χω περάσει. Έχασες την εύνοια του βασιλιά.
Δεν ξέρω εγώ, της φώναξα, κανένα βασιλιά.
Δεν έχει σημασία, είπε άτονα. Εκείνος σε ξέρει. Μας ξέρει ανέκαθεν όλες εμάς, μας βαριέται μία μία θανάσιμα.

*

Στο βυθό

Έπεφτα κι έπεφτα, κι ούτε ήξερα ποιος μ’ είχε ρίξει. Γύρω οι φίλες μου χάνονταν, με φούστες που ανέμιζαν σα φτερούγια ψαριών, γύρω από πέτρα που πέφτει. Ένα πράσινο μήλο βρισκόταν στο χέρι μου, κι όσο εγώ πια κατέβαινα, τόσο εκείνο κοκκίνιζε, ωριμάζοντας γρήγορα μέσα στην πτώση. Δεν μπορεί, έλεγα μέσα μου. Όπου να ’ναι θα ερχόταν η αντίστροφη ώθηση, που θα μ’ έστελνε ίσια ψηλά, συνοδευμένη από πλήθος θριαμβευτικές φυσαλίδες.
Ένα έδαφος κρύο με δέχτηκε και με κράτησε. Το μήλο, στο χέρι μου, βαθύ βαθύ κόκκινο. Κανείς δεν ερχόταν.

*Από το βιβλίο «Του Λιναριού τα πάθη – Ο Μέγας Μυρμηκοφάγος» (μικρά πεζά), εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1993.

O Φέρμας

του κ. Ν. Ι. Σαράβα

‘Ηταν μια γνωριμία τυχαία.
Καθόταν στο πλαϊνό μου τραπέζι ενός καφενείου απ’ αυτά της Ομόνοιας, που συχνάζουν ηθοποιοί.
Μόλις είχ’ αφήσει τη βραδινή εφημερίδα που διάβαζα, στο μάρμαρο του τραπεζιού και άκουσα μια φωνή βραχνιασμένη να μιλάη σιμά μου.
Τι διαβολεμένο κρύο που κάνει!..
Κρυώνετε;… είπα για να πω κάτι επειδή με κοιτούσε στα μάτια, περιμένοντας απάντηση.
Αν κρυώνω!.. Τα πόδια μου δεν τα νοιώθω… Μα είναι κρύο το φετινό!..
‘Hταν ένα λιγνό κορίτσι με πρόσωπο χλωμό και παιδιάστικο που τόσο ερχότανε σε αντίθεση με τη χονδρή εκείνη φωνή της.
Τι; ‘σεις δεν κρυώνετε;…
Δεν κρυώνω τόσο, όσο πονάν τα μάτια μου απ’ τις καπνούρες των τσιγάρων, που καπνίζει εδώ τόσος κόσμος…
Και μένα μου πονάν τα μάτια… είπε ζαρώνοντας τα βλέφαρά της, σαν νάθελε να προφυλαχθή από καμιά φωτεινή αντηλιά.
Κι’ επειδή εκείνης της επονούσαν τα πόδια από τον κρύο, κι’ εμένα τα μάτια από τον καπνό του καφενείου, βγήκαμε έξω συντροφιά να περπατήσουμε. Μόλις βγήκαμε στο δρόμο, φύσηξε και μας περιέλουσε ένα κύμα ψυχρού αέρα. Και το φουστάνι της συνοδού μου φορμαρίστηκε πάνω στο απαλόγραμμο σώμα της.
Ξέρεις μένω στη Λαχαναγορά, κάτω… μού’πε δυναμώνοντας τη φωνή της, γιατί ο αέρας σκορπούσε τις λέξεις.
Στη Λαχαναγορά! Σαν πολύ μακριά είπα και σκεφτόμουνα αν θάξιζε τον κόπο να πήγαινα με τόσο κρύο ως εκεί κάτω, για μερικές στιγμές της γυναίκας αυτής.
Αν μούλεγε να μείνω τη νύχτα όλη μαζύ της, θάμενα;
Βρίσκουμε στο δωμάτιο του Φέρμα προς το παρόν… συμπλήρωσε απότομα την προηγούμενη φράσι της.
Πώς;… Δεν άκουσα καλά!… φώναξα μέσ’ απ’ το ξεροβόρι, σιμώνοντάς την.
Τον Φέρμα τον ξέρεις… Σας είδα το μεσημέρι στο καφενείο μαζύ να κουβεντιάζετε.
Ε και τι έχει να κάνη ο Φέρμας;
Σου είπα. Μένω μαζύ του… Ήρθα προχτές από την «τουρνέ» που έκανα με το θιάσο πούμουνα και θυμήθηκα τα παληά με το Φέρμα… Έφερα και μερικά λεφτά, και καπνίζουμε αράδα κάθε βράδυ τσιγαριλίκια.
Τι; τσιγαριλίκια!… Ώστε καπνίζει κι αυτή χασίς, όπως ο Φέρμας.
Τι είπες; Δεν τον ξέρεις τον Φέρμα;… με σίμωσε για να καταλάβη τι έλεγα, γιατί ο αέρας δεν άφηνε – καμία λέξη ν’ ακουστή σωστή. Κι εγώ, ναι, ήξερα το Φέρμα, το μαυριδερό πρόσωπό του, που όταν γελούσε δεν ακουγόταν κανένας ήχος, αλλά μόνο το κεφάλι του πετούσε μπρος κι εζάρωνε λίγο το στόμα του. Γι’ αυτόν τον είχαν βγάλει και «Φέρμα». Φτάσαμε στο δωμάτιο.
‘Ητανε σε μια αυλή μέσα, ισόγειο, που όμοια μ’ αυτό θάσαν γύρω κι άλλα δέκα κοντά νοικιασμένα όλα από επαρχιωτόπουλα φοιτητές. ‘Ανοιξε η πόρτα και μέσα είδα τον Φέρμα μ’ έναν άλλο να κάθονται, που αργότερα μου τον σύστησε για φοιτητή της ιατρικής – γιατρό.
Σου φέρνω κι’ ένα σου φίλο!… φώναξε μπαίνοντας εκείνη.
Βρε Δώρα, που τους ξετρυπώνεις και γνωρίζεις όλο ανθρώπους «καθώς πρέπει»!… της είπε ο Φέρμας, πρόσχαρος, με διάθεσι να την πειράξη, που, καθώς φαίνεται, θάχε καπνίσει πολύ, γιατί όλο το δωμάτιο μύριζε από χασίς –μια μυρωδιά πούρχονταν και γαργάλευε ηδονικά τη μύτη. Κάθησα σε μια κασέλα.
Ο γιατρός κάπνιζε απλά τσιγάρα και, καθώς φαίνεται, δεν ήξερε «τι καπνό φούμαραν» οι γύρω του και κάθε τόσο έλεγε ν’ ανοίξουν την πόρτα να πάρει αέρα, γιατί άρχισε να του πονάη το κεφάλι.
Γιατρέ, τούλεγε ο Φέρμας, κυττάζοντας με τα θολά του μάτια, δεν σου πονάει η καρδιά για να πειράζεσαι στο κεφάλι απ’ τον καπνό μας.!…
Κάνε μας τίποτα, κανένα φακιρικό… είπα στο Φέρμα, που τον ήξερα για ηθοποιό και στις επαρχίες για ηθοποιό – φακίρη σε αποτυχημένες «τουρνέ».
Τι να κάνω;… είπε και χαμογέλασε σκεφτικά.
Τη νοομαντεία κάνε μας!… του λέγει η Δώρα.
Νοομαντεία… κάτι έκανε να πη ο γιατρός που κυττούσε εντατικά τη Δώρα, που κάθουνταν πλάι μου στην κασέλα μα τον διάκοψε ο Φέρμας.
Αφήστε με βρε παιδιά… κι’ είμαι και γω βαρεμένος…
Θα καπνίσης;… μου βάζει η Δώρα στο στόμα ένα τσιγάρο.
Πρέπει να ξεχνάει κανείς… ανάβει το τσιγάρο μου απ’ τ’ αναμμένο το δικό της. Πως λάμπουν τα μάτια αυτού του κοριτσιού.
Ξάφνου βλέπω τ’ αριστερό πόδι του Φέρμα νάναι δεμένο μ’ έναν επίδεσμο, μέσ’ από την κάλτσα και να μη φορή παπούτσι όπως στο άλλο του το πόδι, αλλά παντούφλα.
Τι έχει το πόδι σου, Φέρμα;
Μ’ αυτός μου χαμογελάει μυστηριωδώς και δεν μ’ απαντάει Κι’ εγώ τούπα να το κυττάξω το πόδι του, μα δεν μ’ αφίνει,… λέει ο γιατρός, δίχως να μπορή να ξεκολλήση το μάτι του από τα κάπως αμέριμνα ξεσκέπαστα πόδια της Δώρας.
Ναι. Να το ιδής, όπως το δόντι μου, που γι’ αυτό με μαχαίρωσες και δεν μπορώ να φάω δέκα μέρες!…
Εγώ έκανα απλώς μια «τομή»… Τι να σου πω εγώ, αν εσύ το μόλυνες ύστερα;…
‘Ασ’ τα αυτά! Τον αποπαίρνει ο Φέρμας και για ν’ αποφύγει το θέμα του ποδιού του έρχεται στα πειράματα.
Βλέπετε, κύριοι… μιλάει με φωνή επίσημη σαν να βρίσκεται μπρος σε πολυπληθές ακροατήριο. – —Βλέπετε αυτή την εφημερίδα… Λοιπόν, την κάνουμε έτσι, την κάνουμε αλλοιώς, την κάνουμε, κι έτσι…
Τι έχει το πόδι του Φέρμα;… σκύβω και ρωτάω σιγά τη Δώρα γιατί κάτι υποψιάζουμαι.
Μ’ αυτή με πλησιάζει, βάζει το στόμα της απάνω στ’ αυτί μου και μου λέει, ψιθυριστά, πως του Φέρμα δεν του πονάει το πόδι, αλλά τούχει λυώσει πιότερο τ’ αριστερό του παπούτσι, και γι’ αυτό… Και ξεσπάμε κι οι δύο σε κάτι γέλοια, τρελλά, παράξενα. Κι ο Φέρμας, που κατάλαβε την αιτία των γέλοιων μας, μας κυττάει χαμογελώντας.
Ορίστε, για τον κόπο σου!… προσφέρει στη Δώρα μια χάρτινη ανθοδέσμη, που τελείωσε με την εφημερίδα.
Κι’ ύστερα ξαπλώνει κι’ αυτός στο χαμηλό του κάθισμα κι αρχίζει ένα γέλοιο όμοιο με το δικό μας, μα βουβό και ήρεμο.
Ο γιατρός μας κυττάει παραξενεμένος και κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω. Ύστερα νευριάζεται μη ξέροντας τι να κάνη, που να ρίξη την ματιά του, κι έτσι κόβει και σε μας την όρεξη πούχαμε να γελάμε, καθώς τον βλέπουμε. Γέρνει η Δώρα το κεφάλι της ζαλισμένη, κυττώντας με.
Τόνα της χέρι είναι ριγμένο στον ώμο μου και με τραβάει σιμά της. Αχ, εκείνα τα μάτια της πόσο είναι μεγάλα!… Ένας σωστός λαβύρινθος… Πώς εκείνος ο Φέρμας γελάει εκείνο το γέλοιο του το άφωνο!… Ο γιατρός μας καλονυχτίζει και φεύγει.
Πώς έχει γίνει τόσο μικρός σα νάνος;… Τι γελοία εμφάνιση που έχει λάβει… Και μόλις κλείνει η πόρτα πίσω του, νοιώθω δυο χείλια να ενώνουνται καυτερά πάνω στα δικά μου.
Ξέρεις τι γούστο πώχει ο γιατρός!…
Κάθε βράδυ φεύγει από δω μέσα «ντουμάνι» απ’ τα τσιγαριλίκια που καπνίζουμε κι ο «λελές» δεν καταλαβαίνει τίποτα. Και με ρωτάει γιατί, λέει, το πρωί του πονάει το κεφάλι… Σήμερα ήρθε και μούπε, ότι είναι βέβαιος, πως έχει η Αθήνα ελώδεις πυρετούς και γι΄αυτό του πονάει το κεφάλι, και πως από αύριο θαρχίση να παίρνη κινίνο… Καλύτερα να μιλάη ο Φέρμας έτσι παρά να γελάη εκείνο το γέλοιο του.
Να ξέρατε τι μου θυμίζει όποτε τον βλέπω; Θυμάμαι βρε παιδιά, σαν τον βλέπω ένα φίλο μου στο στρατό, στη Μικρά Ασία… τον είδα στην οπισθοχώρηση να πεθαίνει πλάι μου, και φύλαξα να ξεψυχήση για να του βγάλω τ’ άρβυλά του, πούσαν γερά πιότερο απ’ τα δικά μου για να μπορώ να τρέχω. Μα νόμισα, σε μια στιγμή, εκεί που τον έσερνα, τραβώντας για να του τα βγάλω, πως μ’ αγριοκύτταζε με τα γουρλωμένα μάτια του… Και πήρα ένα δρόμο! Ωχ!… Κυττούσε ο Φέρμας εμπρός τρομαγμένος σα νάβλεπε κάτι το τρομερό ν’ αναδεύη μέσα στη θαμπή ατμόσφαιρα του δωματίου.
Κι’ απλώθηκε γύρω μας η σιωπή.
Κι’ από δίπλα μου, εγώ, ένοιωθα δυο άγρια μάτια να προβάλλουν και νάρχωνται, νάρχωνται σιμά μου… Γύριζα να τα ιδώ για να τ’ αποφύγω και ξάφνου με σίμωσαν, σαν αστραπή, κι’ έμπαιναν μέσ’ στα δικά μου και γίνονταν ένα. Κι αυτό διαρκώς επαναλαμβανόνταν. Αχ, τι εφιάλτης! Η γυναίκα, καθισμένη πλάι μου στην ίδια κασέλα;, σφίγγουνταν και πάλι πάνω μου.
Κι’ εγώ σφιγγόμουνα σιμά της, με δέος και πόθο μαζύ.
‘Αλλοτε μ’ αυτόν το φίλο μου, είχαμε τρυπώσει σ’ ένα σπίτι, για να ζητήσουμε ψωμί, γιατί είχαμε περιπλανηθεί μακρυά απ’ τους δικούς μας. ‘Οταν ξάφνου, βρεθήκαμε σ’ ένα δωμάτιο με μια λιμνίτσα στη μέση που πλένονταν τρεις γυναίκες, με πέντε κοριτσόπουλα… Μπήξανε ξεφωνητά σαν τρομαγμένα πουλιά… Εμείς μόνο λίγο ψωμί θέλουμε!… τους φωνάξαμε… Κι’ οι άνδρες τους, πούχαν κρυφτή, μόλις μας είδανε, ‘βγήκαν και μας έδωσαν λίγο ψωμί…
Τραβάω και την τελευταία ρουφηξιά του τσιγάρου μου και το πετάω κάπου, δεν ξέρω που.
Κλείνουν τα μάτια μου βαριά.
… Τι ήσαν αυτές οι φωνές, πούβγαιναν απ’ τον θερμό λουτρώνα;
Μα πως νόμισα πως οι γυναίκες ξεφώνισαν μόλις μ’ είδαν με το σύντροφό μου πλάι; Να, που αυτές χαμογελούν έτσι ολόγδυτες που τις βλέπω. Κι τα νερά χαμογελούν άλλη μια φορά, που τις καθρεπτίζουν απ’ τη μέση κι απάνω, όσο είναι έξω.
Και βγαίνει μια από δαύτες μέσ’ από το νερό και πατάει ντροπαλά χάμω τις μωσαϊκές πλάκες με το λεπτό της ποδάρι.
Κ’ έρχεται για μένα, λικνιστή έτσι, που κάνει να τρέμουν τα γιομάτα μπούτια της και τα μελαψά της στήθη.
Έρχεται αυτή για μένα και στο δρόμο της αφίνει τ’ αχνάρια της βρεγμένης πατούσας της απάνω στα μωσαϊκά… που, αχ! Θε μου, έχουν ένα τέτοιο πολυποίκιλο σχέδιο με κόκκινες γραμμές, που όσο το κυττάω ζαλίζουμαι.
Νοιώθω να μ’ αγκαλιάζη αυτή και να με φιλή στα χείλη…
Μα τώρα δεν είμαι εγώ ο στρατιώτης, αλλά η γυναίκα που βγήκε μέσ’ απ το
λουτρό… Νοιώθω τα νερά να στεγνώνουν απάνω μου κι ανατριχιάζω και κρυώνω,
σα να πεθαίνω… Και πεθαίνω… κι είμαι γω τώρα ο στρατιώτης, που σέρνει ο
Φέρμας στο χώμα χάμου, κάτω απ’ τον φλογερό ήλιο, για να μου βγάλη τα
παπούτσια… Κι εγώ είμαι αυτός, που κυττάω με θυμωμένα μάτια… Με τραβάει
και με σέρνει ο Φέρμας απ’ τα πόδια…
Όταν βλέπω γύρω μου όλα νάναι αχνόφωτα.
Και τα μάτια μου τα νοιώθω τώρα, καθώς τ’ ανοιγοκλείνω και καίνε.
Βρε, τι έπαθες και κλωτσάς!… ακούω σιμά μια γνωστή μου φωνή – το Φέρμα –
να φωνάζει.
‘Εχει αρχίσει να γλυκοχαράζη πια.
Τι εφιάλτες, Θεέ μου, που μ’ ετυράννηασαν όλη τη νύχτα!
Η Δώρα κοιμάται ακόμη μισόγυμνη και ξετραχηλωμένη, ακουμπώντας απάνω μου. Κι ο Φέρμας, βρίσκεται πεσμένος απ’ το χαμηλό του κάθισμα, κάτω στα πόδια μας.
Τα μάτια μου καίνε. ‘Ολο μου το σώμα είναι κομμένο και κρυώνω, γιατί έξω μουγκρίζει ένας τέτοιος βορηάς!
Καλημέρα!…
Σηκώνεται η Δώρα να μας ψήση τον καφέ!
Ε, κοιμόμαστε ακόμα;… άνοιξε το θυρόφυλλο και μπήκε ο γιατρός.
Κλείσε γρήγορα την πόρτα, γιατί φυσάει!
Δεν ξέρω τι σόι αρρώστεια νάναι αυτή. Απόψε, όλο το βράδυ, μου πονούσε το κεφάλι κι έβλεπα και κάτι όνειρα…
‘Ετσι, ε;… γελάει ο Φέρμας.
Πήρα τρία κουφέτα κινίνο και το κεφάλι μου πάει να φύγη…
Ελονοσία πούχει η Αθήνα!…
‘Ετσι, ε;…

*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Εβδομάς” στις 30 Ιανουαρίου 1930.