Τάκης Σινόπουλος, Το παράθυρο

Φράξαμε το παράθυρο, ο αέρας φύσαγε απ’ το σκουπιδότοπο, τι
πήραμε; τι χάσαμε;
Περπατώντας αμίλητοι σε τούτα τα δύσκολα, τ’ ασυνάρτητα
χρόνια.
Υπήρχε η κάμαρα, τόση απογύμνωση. Στον τοίχο η λάμπα και το φως φωτίζοντας
πότε το πρόσωπο πότε το ψέμα.
Τη στρίψαμε κατά την εποχή της μνήμης.
Μονάχα ένα μικρό ποτάμι, τ’ όνομά του χαμένο στη σιωπή των
άμμων.
Κλείσαμε το παράθυρο. Το χώμα απέξω ανάστατο και το δέντρο παραμιλώντας με το
μισό φεγγάρι.
Μέσα απ’ το όνειρο έβγαινε, βαρύ με τη φοβέρα του, τ’ αληθινό
φεγγάρι.

*Από τη συλλογή “Πέτρες”, 1972.

Γρηγόρης Σακαλής, Ουράνια κι επίγεια Εδέμ

Κανείς δεν θα κερδίσει
τον Παράδεισο
όχι γιατί είναι όλοι κακοί
αλλά γιατί στον ουρανό
δεν υπάρχει
και στη γη
όπου υπάρχουν πιθανότητες
είναι πολύ δύσκολο
να πραγματωθεί
εξαιτίας του εγωισμού
του υπέρμετρου εγώ του καθενός
που δεν αφήνει
τίποτα συλλογικό
ν΄ ανθίσει και να ριζώσει
έτσι η εξουσία και οι πατσαβούρες της
αλωνίζουν ανενόχλητα.

Escandar Algeet, Θα χρειαστούμε τη βροχή

Θα χρειαστούμε τη βροχή
για να’ ναι όλα δυσφορία
και για να γεμίσει εμπόδια η αγέλη,
για να βραχούμε με αλήθεια
και ώσπου στην αστυνομία
να γεμίσει τις διαρροές τους η ντροπή
και η ψυχή
και θα χρειαστεί για να έρθουν
στον καταρρακτώδη δημόσιο λόγο
η πολυτέλεια και τα προνόμια
αυτών που ναι έχουν πολλά να χάσουν
και να μουσκευτούν με πότισμα οι φόβοι
αυτών που, ηττημένοι ήδη, μόνο να κερδίσουν τους απομένει,
θα χρειαστεί η βροχή
της κάθε Παρασκευής
να αμαυρώνει αυτή την πόλη
που στριφογυρίζει ανάμεσα σε σκαλωσιές
για να καθαρίσει τον αμετάκλητο εμετό
προσώπων που περπατούν με το κεφάλι κάτω,
θα χρειαστεί
η βροχή που θα’ ρθει να μας καταβρέξει
για να μην ξεχάσουμε
πως ποτέ δεν υπήρξε εκείνο το θαύμα
των άρτων και των ιχθύων: αυτοί που θέλησαν να καταφέρουν κάτι
έπρεπε να κηλιδωθούν ως το λαιμό
και να τραβήξουν κουπί ανάμεσα στη λάσπη και το βούρκο,
και να κολυμπήσουν ενάντια σ’ ένα ρεύμα
που φώναζε: ποτέ δεν θα τα καταφέρεις
ποτέ ποτέ
και θα είναι αυτή η βροχή
θα έρθει σαν τυφώνας
ερεθισμένος από πάγο
με τις γροθιές κλειστές
να πλημμυρίσει με την αλμυρή ανάσα του
ο σάπιος γυάλινος τοίχος
απ’ όπου η πραγματικότητα
ήταν απλά ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα.
Θα χρειαστούμε αυτή τη βροχή
κι αυτές που είναι να’ ρθουν
για να κρίνουμε αυτούς που γελούσαν τις αδικίες
αυτών των από πάντα
και ν’ αφήσουμε επιτέλους καθαρούς
τους αμφισβλητροειδείς αυτών που είδαν
να καίγεται σε φλόγες
και να πέφτει στα συντρίμμια
η αξιοπρέπεια των γενναίων.
Θα χρειαστεί αυτή η βροχή
Γιατί είναι εκείνη των δικών μας ματιών
γεμάτων με οργή
και με μίσος
να κλαίνε γιατί αυτός ο σκατόκοσμος
μας πονάει
και δεν έχουμε άλλα όπλα από τις λέξεις μας
κι αυτή τη βροχή από δάκρυα
πυρακτωμένα.

*Μετάφραση: nathalie.
**Από εδώ: https://universo2666.blogspot.com/2020/04/blog-post.html

Λεωνίδας Καζάσης, Da quale binario parte il treno?*

Αγέρας διεκδίκησε
κι η ταλαιπώρια ανεβλήθη.
Των ενστίκτων αβίαστη βία!
Αέναη προσήλωση,
φρικτή ομορφιά της συνήθειας.
Όλεθρε αποχή γυναίκεια!
Πώς να φιλιώσω την εξόντωση;

*

Στην έξοδο! Στην έξοδο!
Αυτός δεν είναι τόπος!
Χωρίς δένδρα, δίχως νερά,
χωρίς φιλιά εφήβων σ’ απόμερα ανταμώματα.
Στην έξοδο!
Στον τόπο των ανθρώπων λοιδορούνται,
ο άνδρας που δεν κατέχει χρήμα, εξουσία
και η γυναίκα εκείνη που διεφύλαξε τον ερωτισμό της.

*

Σε δώμα απέριττο, ένα κερί σ’ ένα τραπέζι επάνω,
φέγγει την θλιμμένη σου όψη.
Τα μαλλιά σου αγγίζω, το μέτωπο, τα χείλη,
ξεκουμπώνω το πουκάμισό σου, που το αφήνω στο τραπέζι,
τα στήθη σου ελευθερώνονται!
Ξεκουμπώνω το παντελόνι σου, το τραβώ προς τα κάτω,
το αφήνω κι αυτό στο τραπέζι,
κατεβάζω το εσώρουχό σου, είσαι πλέον γυμνή.
Κοιτώντας την γυμνότητά σου, ανοίγω την πόρτα˙
αμέτοχη στο κατώφλι στέκεσαι˙
πηδώ από το μπαλκόνι,
αναγκάζοντας την συγκυρία,
την ψύχρα σου να εκβιάσει.

*

Στους γονατισμένους που τις ζωές τους εκχωρούν,
υποκλίνονται εκείνοι που επιδιώκουν να τους διαφεντέψουν.

Ένα αγόρι μ’ένα κορίτσι φιλιούνται στης αμμουδιάς την βάτο.
Με την μνήμη, με τον λόγο ταρακουνώ
απλωμένες επιθυμίες ανεκπλήρωτες.
«Και να αυτοπυρποληθείς δεν σε συγχωρώ»˙ η σεφεριάδα αρχαιολόγος απήντησε».
«Πολύ ευχαρίστως να βγαίνουμε να συζητούμε, εφ’ όσον αποκλείσουμε το ερωτικό», αποκρίθηκε η αναρχική επαναστάτρια που μοίραζε τρόφιμα στους μικροαστούς να καρδαμώσουν, να μας φωνάζουν πιο δυνατά αλήτες.

Δίχως τον ερωτισμό που την στυλώνει,
και τον αποκαλούν
μοιχεία, απιστία, προστυχιά,
η αρετή πάντα θα σωριάζεται.

Πενήντα χρόνια στην βία, στον δόλο, στην ευνουχία των μελεοφρόνων˙ τι έχεις πάλι να μου πεις συγκυρία;

Όταν καταλάβεις τι ζητούν από σένα,
στο περιθώριο θα καταφύγεις,
ή θα γίνεις κάθαρμα.

*Από ποια αποβάθρα φεύγει το τρένο;

Ντίνος Σιώτης, Δύο ποιήματα 

Απομακρύνετε τον κόσμο

Απομακρύνετε τα παιδιά απ’ τις οθόνες διότι
οι σκηνές που ακολουθούν είναι ακατάλληλες
βίαιες και σκληρές / απομακρύνετε τους
ηλικιωμένους απ’ τα παγκάκια διότι σε λίγο
θα περάσουν εξαγριωμένοι διαδηλωτές και
θα τα κάνουν όλα γυαλιά καρφάκια
απομακρύνετε τον κόσμο απ’ τη ζωή διότι δεν
είναι ζωή αυτή μια και η παγίωση του τρόμου
είναι γεγονός και ο φόβος είναι πια καθεστώς

*

Στη σκιά του ανέμου

Φωτογραφίζοντας τη σκιά του ανέμου ενώ
διέσχιζε το Αιγαίο αντικατοπτρίζοντας τη
θέα του κύματος ενώ θαύμαζε τη φροντίδα
των λέξεων φορτίζοντας στην μπαταρία
του ανέφικτου έναν ουρανό που πετούσε
πάνω απ’ τον ορίζοντα καθαρίζοντας το
δέρμα από σπυριά αθώα επισκευάζοντας
καθυστερήσεις που είχαν αργήσει για τα
εγκαίνια της αθέατης πλευράς οραμάτων

*Από τη συλλογή, «Στη σκιά του ανέμου», Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2019.

Μανώλης Αναγνωστάκης, Επίλογος

Κι ὄχι αὐταπάτες προπαντός.
Τὸ πολὺ πολὺ νὰ τοὺς ἐκλάβεις σὰ δυὸ θαμποὺς
προβολεῖς μὲς στὴν ὁμίχλη
Σὰν ἕνα δελτάριο σὲ φίλους ποὺ λείπουν
μὲ τὴ μοναδικὴ λέξη: ζῶ.
«Γιατὶ» ὅπως πολὺ σωστὰ εἶπε κάποτε κι ὁ φίλος μου ὁ Τίτος,
«κανένας στίχος σήμερα δὲν κινητοποιεῖ τὶς μᾶζες
κανένας στίχος σήμερα δὲν ἀνατρέπει καθεστῶτα.»
Ἔστω.
Ἀνάπηρος, δεῖξε τὰ χέρια σου.
Κρῖνε γιὰ νὰ κριθεῖς.

Θεοδώρα Βαγιώτη, Το νηπενθές τέλος της ιστορίας

Paul Klee, Hexan Scene (Witch Scene), 1921

/ κι αν της πεζότητας η όψη
νυστάζει ξεφυσώντας
πάνω σ’ ένα στίχο
φιλόξενος ο ρυθμός
ρίχνει στρωσίδια στην κλίνη
της βραχύβιας παρθενίας
[για το ελάχιστο του λίγου
η κρίση
σαν του σπουδαίου ποιητή
ω ματαιότης!
που μάτωσε τ΄ απλωμένο σεντόνι
της γαμήλιας κόλασης]
/ άκου στο βάθος μια φωνή
του σοφού κραυγή
σαν καλιαρντά
να αποζητά το όλον
στον περίπατο των γλαυκών λέξεων
/ κι η ιστορία μια αυτοτέλεια
σε ξεχασμένα λιβάδια
του χρόνου και του τόπου
σε ποταμούς Αλιάκμονες
και φίλους
/ μην τη γυρεύεις ποτέ στα ποιήματα
/ μη λυπάσαι

*Από τη συλλογή “Μαρμαρογλυφείο [Shine], εκδ. Στίξις, 2022.

Αργύρης Χιόνης, Απορίες

Τι νιώθει η έρημος
όταν μακρινός άνεμος
αποθέτει πάνω της ένα σπόρο;
Ξεδιψάει ποτέ το γεμάτο ποτήρι;
Ο δρόμος που τελειώνει σ’ αδιέξοδο
ονειρεύεται άραγε μακρινές αποστάσεις;
Τρέμουν ποτέ τα γόνατα του πανίσχυρου Χάρου;
Οι μεγάλες ψυχές γνωρίζουν άραγε
ότι υπάρχει μόνον ένα μέγεθος θανάτου;
Τα ψηλά βουνά νιώθουνε τάχα
ότι ο κόκκος άμμου είν’ αδερφός τους;
Η μετάνοια θυμάται αλήθεια
ότι κάποτε λεγόταν τόλμη;
Το χέρι που δίνει και το χέρι που παίρνει
ξέρουν ότ’ είναι δυό γλάροι που ζυγιάζονται
πάνω από το κενό της έλλειψης;
Πώς νιώθει τάχα η νύχτα
μ’ όλα τούτα τ’ άστρα στο κορμί της
ωραία ή σημαδεμένη;
Το φεγγάρι όταν το λεν σελήνη διχάζεται;
Τι κρύβει το κρεβάτι κάτω απ’ το προσκέφαλό του
περίστροφο ή όνειρα;
Τα πούπουλα του μαξιλαριού
ονειρεύονται ακόμα τα ύψη;
Πώς πεθαίνει ο μόνος άνθρωπος
πώς τρίζει η ψυχή του ερημίτη
όταν την αγγίζει ο θάνατος
τι κρότο κάνει ένα δέντρο που πέφτει
όταν κανείς δεν είν’ εκεί για να τ’ ακούσει;
Είναι το σκοτάδι που ’ναι τυφλό
ή το φως που σκοντάφτει πάνω του;

Ρωξάνη Νικολάου, Με χίλιους τρόπους πως δεν υπήρξαμε

Πέτερ Πάουλ, θα ‘χεις πεθάνει.
Πέρασαν πολλά χρόνια κι ήσουνα ήδη σχεδόν γέρος.
Θυμάναι ο μακρύ σου σώμα πώς κατάπινε του δρόμους.

“Δεν θ’ ασφαλιστώ ποτέ” μου είπες
στο χείλος ενός μπουκαλιού
με τα ερπετά να σου δαγκώνουν την καρδιά.
“Κι αν δεν βρίσκω σκέπη να κοιμηθώ – καλή ώρα –
μακριά απ’ τπυς ανθρώπους
ο ίσκιος τους είναι γλυκύτερος”.

Η Αφροδίτη με μια λεπτή κορδέλα μου έζωνε το μέτωπο
σα δαχτυλίδι γύρω απ’ το αίνιγμα του κόσμου.
Κι ενώ χόρευα στη “Σπηλιά”
λυνόταν η κορδέλα.

-Έχεις τα πιο λυπημένα μάτια που είδα ποτέ μου.

Μια λευκή νύχτα διέσχιζα τη Χάουπστρασσε
με τον Ντάνιελ, δεκαεννιά χρονών μισεμένο πορτοκάλι
ξαφνικά του έγινα άγνωστη ξένη
κι άρχισε να κρύβεται μες στον γιακά του
κι ήμασταν φίλοι δύο δευτερόλεπτα πριν
κρύωνε κι έτρεμε
λευκή νύχτα,
νύχτα της Χαϊδελβέργης, δεν έφυγα
μέχρι το πρωί.

Μ’ αποχαιρέτησε λέγοντας “μείνε όπως είσαι”.

Γκρεμούς ανοίγει ανάμεδα
σ’ εμένα και τους ανθρώπους
αυτό που είμαι.

Ό,τι θυμάστε από ‘μένα,
λίγο ή πολύ αλήθεια ή ψέμα φυλάξτε το
κι όταν ο θάνατος μάς πιει τον ύπνο της ζωής

ο αέρας θα τραγουδά με χίλιους τρόπους
πως δεν υπήρξαμε

Γιώτα Αργυροπούλου, Ποιήματα

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ

ΙΙ.

Μνήμη Γιώργη Παυλόπουλου

Ένας άντρας τραγουδάει
στο απέναντι γιαπί,
σπάνια τραγούδι ολόκληρο
μια δυο στροφές
και το ρεφραίν μονάχα.
Κι αυτός ο ήχος ο ξερός καθώς καρφώνει τις σανίδες
κρατάει τον άντρα τον ημίγυμνο
αιχμάλωτο στον ήλιο, τη μελωδία αιχμάλωτη
στον ίδιο τον καημό της.

Εκεί στο ίδιο οικόπεδο στα ταπεινά του δένδρα
φώλιαζε ένα αηδόνι.
Το αηδονάκι πάει πια
κι ο μάστορας θα φύγει.
Ανέλπιστο και το δικό του το κελάηδημα,
ανέλπιστο στην πόλη
το αηδόνι.

*

ΜΑΝΝΑ

Ι.

Γελούσαν οι μεγάλοι, τον πειράζανε.
-Τί θα λες άμα πεθάνει η μάννα σου;
-Πω-πω, μαννούλα μου…
Γέλαγε η μάννα και τον χόρευε στα πόδια της
γέλαγε και κείνη.

Πάντα σκιάς ασθενέστερα
πάντα ονείρων απατηλότερα
η μάννα του κοιμήθηκε βαριά
μες στα κεριά μες στα λουλούδια.
Άντρας σαραντάρης πια
ίδιος της Μάνης τα βουνά
την παραστέκει βουρκωμένος.
Στο πλάι ο πατέρας του συντετριμμένος τύραννος.
Χαρτοπαιξία, δανεικά, ούτε τον έβλεπε το σπίτι.
Εκείνη όμως καρδιά υπομονετική
εξαρχής τον είχε συγχωρήσει.
Καρδιά παλιάς γυναίκας υπομονετική κι ευρύχωρη,
χώρεσε, βάσταξε πολλά
και ξάφνου χθες βαρέθηκε τις αλλαγές του κόσμου.
Όταν πια την έραναν με λάδι και με χώμα,
ο γιος της στέναξε ασυναίσθητα την παλιά του υπόσχεση
και εγώ ήρθα πίσω στις αυλές και στα παλιά τα γέλια.

Σα να στενάξαν τα βουνά.
Και μαζί του άκουσα
όλους τους γιους του κόσμου.

*Από τη συλλογή “Διηγήματα”, εκδ. Μεταίχμιο.