Ειρήνη Παραδεισανού, Τρία ποιήματα για τα Τέμπη

ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΗΣ

Η μάνα είχε βγει στην αυλή με το λάστιχο.
Κοιτούσε στο τσιμέντο τα ρυάκια του νερού και δεν έβλεπε.
Χελιδόνια πετούσαν χαμηλά ανάμεσα στα πόδια της.
Δεν τα’ βλεπε.
Είχε μάτια για το τσιμέντο μοναχά.
Για τις βρώμικες πλάκες του πεζοδρομίου.
Κι έριχνε το νερό με μανία να ξεπλύνει το κρίμα.
Τις νύχτες
Ερχόταν το κορίτσι της
Μαμά μου
Άσε το πια το λάστιχο
Μια ζωή σκυμμένη στα νερά
Μαμά μου
Δες τα χελιδόνια
Είναι πολλά
Και πετούν χαμηλά
Κι εσύ μαμά μου είσαι μοιρασμένη στα δυο
Και δεν βρίσκεις τον τρόπο να το πεις
Το κρίμα σου
Σε άνθρωπο
Που με γέννησες στη χώρα του ήλιου και της θάλασσας
Που αχρείοι κυβερνούν
Για να πεθάνω
Στο τραίνο τους
Ξημερώματα Τρίτης
Στα δεκαεννιά μου

*

ΚΛΑΟΥΝΤΙΑ
Την κόρη μου την είπα Κλαούντια.
Μα τον τελευταίο χρόνο τη φώναζα γιατρίνα
Ξέρετε
Η κόρη μου έφυγε από τη Λάρισα
Και πήγε στη Θεσσαλονίκη για σπουδές.
Γιατρίνα τη φώναζα με καμάρι
Κι αυτή θύμωνε
Και μου’ λεγε
Μαμά ακόμη στη σχολή είμαι
Περίμενε να τελειώσω
Κι έπαιρνε το τραίνο να πάει στη σχολή της
Κι εγώ τη σταύρωνα κρυφά
Να την προσέχει η Παναγιά
Κρυφά
Γιατί η γιατρίνα μου
Δεν πίστευε σ’ αυτά.
Τώρα περνώ από τον δρόμο που φτιάξαν, λέει, προς τιμήν της .
Της άλλαξαν το όνομα.
Την είπαν Αλεξάνδρα.
Φαίνεται για το κράτος που τη σκότωσε
Ακόμη και μετά θάνατον
Το Κλαούντια
Δεν ήταν αρκετά ελληνικό
Για να μπει στην ταμπέλα του δρόμου.

*

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΓΩ

Είμαι η Ιφιγένεια
Η γεννημένη από τη δύναμη
Ματωμένη με αποθέσαν απ’ τα σκέλια της μάνας μου
Στο στήθος της
Με κοίταξε με μισάνοιχτα μάτια
Και πόνεσε
Γιατί το βρήκε σημάδι κακού
Σκουπίστε το παιδί μου
Τα αίματα ειναι σημάδι
Φώναζε
Μα οι άσπρες νοσοκομειακές ρόμπες
Τη βρήκαν υπερβολική
Δεν πίστευαν στα σημάδια
Και κύλησε καιρός
Και ήρθε η μέρα
Που η Ιφιγένεια εγώ
Από τη δύναμη γεννημένη
Έγινα ένα όνομα μονάχα
Να σέρνεται στα χείλη των αναιδών
Είμαι η Ιφιγένεια
Τη μάνα μου δεν άκουσε κανένας

Κλυταιμνήστρα τη φώναζαν τότε
Που με θυσίασαν
Για να φύγουν τα πλοία των φονιάδων
Για την Τροία

Τη μάνα μου δεν άκουσε κανένας
Σαν καταριόταν τον πατέρα μου
Το παγωμένο στήθος της κανείς δεν ένιωσε
Και τώρα
Με φέραν πάλι ματωμένη στο γυμνό της στήθος
Οι άσπρες νοσοκομειακές ρόμπες
Κι αγνόησαν τα ουρλιαχτά της
Μη
Είναι σημάδι κακού
Το αίμα σκουπίστε

Leave a comment