Νικηφόρος Βρεττάκος, Τρία ποιήματα

ΠΛΑΪ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Κάτω στον κάμπο τον πλατύ κι απ’ τον ήλιο κάτου,
Μες στη βοή που φέρνει μας του πέλαους το νερό,
Είκοσι εργάτες που έχουμε το χρώμα του θανάτου
Με τα τσαπιά μας σκάβουμε το χώμα το ξερό.
Εμπρός παιδιά. Το έργο μας το βράδυ να χαρούμε.
Χαρά θεού το χλόισμα να ιδούμε στον αγρό.
Κι ακουμπισμένοι στα τσαπιά, τη θάλασσα κοιτούμε,
Ενώ απ΄ το μέτωπο ο άνεμος στεγνώνει τον ιδρώ.
Κι όταν τελειώνει το έργο μας, βουβοί και κουρασμένοι,
Κοιτούμε με παράπονο τον όμορφο ουρανό,
Και τα τσαπιά στους ώμους μας κρεμώντας λυπημένοι,
Νέο έργο ν’ αρχινήσουμε τραβάμε στο βουνό.

*

ΤΡΕΙΣ ΑΣΤΕΓΟΙ

Μια χειμωνιά, τρεις άστεγοι που από τον πάγο σβύναν
Σε μια ταβέρνα που έκλεινε μπήκαν ορμητικοί.
Κ’ ενώ πολύ διψούσανε καθόλου αυτοί δεν πίναν,
Αλλά το χώμα κοίταζαν κι οι τρεις τους, σκεφτικοί.
Κι ο ταβερνιάρης που άλλοτε την ώρα αυτή σφαλούσε
Γιατί είχε σπίτι ερημικό και φαμελιά πολλή,
Να τους ειπεί πως πέρασε η ώρα δεν τολμούσε
Γιατί ήτανε παράξενοι και σκοτεινοί πολύ.
Κι όταν σαν άχνιζε η αυγή τον αποχαιρετήσαν
Ένα κρασί τους πρόσφερε κι αυτός να ζεσταθούν
Ενώ από οίχτο κι ανθρωπιά τα μάτια του δακρύσαν.
Μ’ αυτοί κ’ οι τρεις περήφανοι, δεν πήρανε να πιούν.

*

ΚΙ ΑΠΟΨΕ…

Κι απόψε μ’ έφτασε ο άνεμος μαζύ με τη νυχτιά.
Την τέντα της ο στρόβιλός του παρασύρει.
Μαύρα πλοκάμια μού κρεμούν στο στήθος τραχηλιά
Κ’ είμαι σα φύλακας στης γης το κοιμητήρι.
Και νάτανε το βήμα μου γοργό σαν αστραπή
Να μη με φτάνει η νύχτα η παγωμένη.
Να δρασκελούσα ανάλαφρα τη στρογγυλή αυτή γη.
Τον ήλιο ακολουθώντας όπως κατεβαίνει…

*Από τη συλλογή “Οι γκριμάτσες του ανθρώπου”, Εκδόσεις Αντωνόπουλου, Αθήνα 1940.
**Δεν διατηρείται το πολυτονικό σύστημα.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s