Ρογήρος Δέξτερ, Τη νύχτα που ο Τζέκιλ μαχαίρωσε τον Χάιντ [και άλλες σχεδίες]

ΘΕΟΔΩΡΑ ΒΑΓΙΩΤΗ

Ο Άγιος Αυγουστίνος απαντούσε συχνά, όταν τον ρωτούσαν τι είναι χρόνος, πως ήξερε τι είναι μέχρι τη στιγμή που τον ρωτούσαν. Το ίδιο συμβαίνει, θαρρώ, και με την ποίηση. Αυτό αποτελεί το μοναδικό διέξοδο που έχουμε, το πιο στιβαρό συμπέρασμα αναφορικά με το τι είναι η ποίηση ή το ποίημα, γι’ αυτό εν τέλει η επιλογή της «σχεδίας» αντί του ποιήματος ως όρου ποιητικής γραφής από έναν νέο δημιουργό που παρουσιάζει για πρώτη φορά το έργο του, μας καθησυχάζει.

Ο Ρογήρος Δέξτερ (Ρ.Δ.) εκδίδει τον Μάιο του ’22 την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο που φέρει την ατμόσφαιρα μίας φαντασιακής ιστορίας των τελών του 19ου αιώνα στο Λονδίνο, μια και Ο Δόκτωρ Τζέκιλ και ο κύριος Χάιντ (1886, Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον) είναι η πρωτότυπη πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν (τον τίτλο). Ο Τζέκιλ βέβαια είναι ο παράτολμος γιατρός που πειραματίζεται με τον εαυτό του προσπαθώντας να διαχωρίσει το καλό από το κακό, ενώ ο Χάιντ είναι φυσικά ο κακός εαυτός του. Τόσο το πείραμα όσο και ο ίδιος έχουν άδοξο τέλος: αποτυχία – αυτοκτονία. Μια και οι Τζέκιλ και Χάιντ είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, τι ακριβώς συνεπάγεται η επιλογή της δολοφονίας («μαχαίρωσε»), αν όχι και πάλι αυτοκτονία; Μα και η αποτυχία δεν είναι τίποτε άλλο παρά αποτυχία διάσπασης του κατεξοχήν διπόλου «καλού-κακού».

Δύο ακόμη πράγματα για τον τίτλο: πρώτον, η αναφορά στη γνωστή νουβέλα δημιουργεί και συντηρεί τον μύθο γύρω από το πρόσωπο του ίδιου του Ρ.Δ. που έχει επιλέξει δια της ανωνυμίας να δημοσιεύει το έργο του εδώ και κάποια χρόνια ξεκινώντας από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και χωρίς να δείχνει ουδεμία διάθεση αποκάλυψης. Δεύτερον, η χρήση του όρου «σχεδία» αντί του ποιήματος (πράγμα που αντιμετωπίζω με κατανόηση, ενδεχομένως και συμπάθεια) μπορεί να ερμηνευτεί ως άποψη που θέλει την ποίηση στο υψηλό άπιαστο βάθρο ή ως αποδοχή της γνωστής αδυναμίας όλων να αποσαφηνίσουν την ποίηση, τουλάχιστον στον βαθμό που η «σχεδία» το πετυχαίνει δίνοντας μάλιστα στο σύνολο της συλλογής ένα πολύ συγκεκριμένο ύφος. Η σχεδία βέβαια προέρχεται από το αοριστικό θέμα του ρήματος «έχω» (σχ-) και σχετίζεται με το «σχεδιάζω», «σχεδιασμός», «σχέδιο». Όλα συντείνουν στην επινόηση του σχεδίου μιας κατασκευής και στη γραφική του απόδοση. Περαιτέρω, η «σχεδία» είναι μία πρόχειρη κατασκευή που προορίζεται να πλεύσει, αλλά όχι στα βαθιά νερά. Ο Οδυσσέας είδε τη σχεδία του να καταστρέφεται ολοσχερώς από την οργή του Ποσειδώνα, ενώ χρειάστηκε η θεϊκή παρέμβαση (Λευκοθέα) προκειμένου να τον σώσει.

Οι 57 σχεδίες, λοιπόν, εκτείνονται σε σύνολο 103 σελίδων (7-110) και χωρίζονται σε δύο διακριτά μέρη, εκ των οποίων το πρώτο -άτιτλο- αποτελεί τον κορμό της βασικής συλλογής και το δεύτερο μέρος, που τιτλοφορείται “Carmina Tristia” (Ποιήματα της Λύπης), είναι μικρότερο σε έκταση. Είναι συνήθης η χρήση ξένων λέξεων (αμερικανική και λατινική γλώσσα), η αναφορά σε ξένα ονόματα και τοπωνύμια, ενώ οι επιμέρους τίτλοι (των σχεδιών) συχνά έχουν διαζευκτική μορφή (είναι επί της ουσίας διπλοί). Τα λατινικά και αμερικανικά στοιχεία προκύπτουν από σχετικές σπουδές του συγγραφέα (ή τουλάχιστον αυτή είναι η μοναδική πληροφορία που έχουμε κάτω από το πέπλο της ανωνυμίας) που όμως αντιστρέφει το «κλασικιστικό ύφος» με την προσήλωση στον κόσμο των παρακμιακών και μη bars. To bar είναι ιερός τόπος. Είναι και το κολαστήριο. Είναι ο τόπος που δημιουργεί τις προϋποθέσεις της ποίησης, είναι όμως και ό,τι κατατρύχει τον Ρ.Δ.

Οι περισσότερες σχεδίες απλώνονται μπροστά μας σε αρκετά μεγάλη έκταση με στίχους στοιχισμένους αριστερά (ας πούμε ορθόδοξα). Το περιεχόμενό τους ισορροπεί μεταξύ του storytelling και των λυρικών στοιχείων. Ο Ρ.Δ. χρησιμοποιεί κατά κύριο λόγο α’ πρόσωπο ενικού οριοθετώντας κατά κάποιον τρόπο την ποιητική του στο εύρος των αρχών της βιωματικότητας, ενώ είναι εμφανείς οι επιρροές από το πεδίο της αμερικανικής ποίησης του 20ου αιώνα, της μπιτ λογοτεχνίας ή της χειμαρρώδους ενδόμυχης, σαρκαστικής και κυνικής σκέψης ενός Μπουκόβσκι. Οι παραλληλισμοί αυτοί δεν αντικατοπτρίζουν, κατά τη γνώμη μου, την ουσία των σχεδιών του Ρ.Δ., αλλά περισσότερο τις αναγνωστικές του τάσεις, καθώς οι σχεδίες του ούτε μπιτ είναι ακριβώς ούτε ομοιάζουν με τα ποιήματα του Μπουκόβσκι σε τέτοιο βαθμό που να τα χαρακτηρίσουμε «μπουκοβσκικά». Από το πρώτο κιόλας ποίημα, ο συναισθηματικός κουρνιαχτός δεν μπορεί παρά να σηκωθεί στον αέρα, να απεγκλωβιστεί μέσα από αυτή την αμερικανική περιβολή που δεν τη μιμείται ανεπιτυχώς ο Ρ.Δ., αλλά ούτε την κατακτά, αφού τελικά το αποτέλεσμα είναι ένα προσωπικό ύφος που, κατά τη γνώμη μου, πασχίζει εσφαλμένα να παγιωθεί πάνω σε αλλότρια ερείσματα.

Στρεφόμενος στον ίδιο του τον εαυτό και μπαίνοντας στο αέναο «παιχνίδι» της συγγραφής («Μοιάζει να κύλησαν μάταια τόσα χρόνια/Στο κούφιο από ιδέες κεφάλι μου»), ταλανίζεται από τη ματαιότητα της ανάγκης για έκφραση, για πλήρωση. Γιατί ό,τι είναι πρόσφορο να μεταφερθεί στο χαρτί είναι ταυτόχρονα και ένας βαθμός απώλειας. Αυτή η χαρακτηριστική ενδογενής ρήξη που γεννά έμπνευση φέρει το ανάλογο κόστος («Μόλις πιάσω κουπί στα ξένα κάτεργα/ Και ξαναγίνω/Το παλιό κορμί/Χαμένο στα κράσπεδα της Βαβυλώνας·»). Ο Ρ.Δ. «σερβίρει» ποτά στα πιο καταραμένα πλάσματα της νύχτας, σε ανθρώπους που τους απαρνήθηκε η ίδια η ζωή, που παραδομένοι στο αλκοόλ ψάχνουν διεξόδους. Οι ήρωές του είναι όμως επί της ουσίας εγκλωβισμένοι μέσα σε αυτόν τον μικρό-απέραντο δεξτερικό κόσμο και δεν λυτρώνονται παρά συνδυάζοντας πράγματα που συνιστούν ταυτόχρονα μεγαλείο και πτώση.

Το ίδιο διπολικό μοτίβο διέπει όλη τη συλλογή και ως προς το στυλ γραφής∙ ο Ρ.Δ. κινείται από τη λυρικότητα, όταν καταπιάνεται με θέματα που αφορούν την τέχνη [πχ. «Άμουσος (μπροστά στο δέος των χρωμάτων)»], το μεταφυσικό στοιχείο και τον θάνατο (π.χ. «Αυτοσχέδιο για τη Jill Ή Όνειρο στο Everglades (B’)”, «Η κυρά-Γραφτώ» ή όλο το δεύτερο μέρος) στον ακραίο ρεαλισμό (π.χ. «Οι δύο όψεις [στο ίδιο νόμισμα]» ή «TENDER IV» κλπ.). Η διπλή διάθεση απέναντι στο καθετί είναι σαν το παιχνίδι της διελκυστίνδας, παρόν ακόμη και μέσα στο πεπερασμένο σύμπαν της μίας ή της άλλης σχεδίας, κυρίως διακριτό στο θέμα του έρωτα∙ η γυναίκα είναι «νεράιδα», είναι πλανεύτρα, είναι ο αδιαφιλονίκητος πόθος, είναι αυτή που τροφοδοτεί το σώμα με ζωή. Η απουσία της γυναίκας (ή του έρωτα) ισοδυναμεί με θάνατο και ο θάνατος σημαίνει παύση της διέγερσης και της ερωτικής επιθυμίας. Ως εκ τούτου, το σώμα αποθεώνεται: στη σχεδία «Λόγια στο Outnet Ή Pseudo-Blues [prose song “written on a toilet roll”]», η γυναίκα και η ηδονή συνυπάρχουν μέσα στην καρδιά μιας έννοιας που παρουσιάζουν στοιχεία ομαδοποίησης, ομοιότητας και εξάρτησης («Τα γυμνά όταν το θέλουν κορίτσια της ερημιάς/ Να σε φωνάζουν στη λιακάδα τους/Και σε καλούν στον οργασμό τους/Να γαμηθείτε μέχρι να ξημερώσει»).

Ο Ρ.Δ. χρησιμοποιεί μία γλώσσα που παρουσιάζει ποικιλομορφία. Ήδη αναφέρθηκα στη χρήση πολλών αμερικανικών και λατινικών λέξεων. Συναντούμε επίσης πολλούς ιδιωματισμούς, τυπικές προφορικές φράσεις και αργκό όρους. Η αργκό γλώσσα είναι το «ένδυμα» του ηρώων του υποκόσμου και του αλκοόλ: «δεν κάθεται στα ζάρια», «χάνω προπάντων στα χαρτιά και στην αγάπη», «τ’ αρσενικά να κόβουν τον κώλο της», «Ένα βράδυ έκοψε ξαφνικά φτερό στο μπαρ» κλπ. Ενίοτε η χρήση τέτοιων φράσεων μοιάζει εξεζητημένη ή υπερβολική, αν και αυτό το συναίσθημα πρέπει να δημιουργήθηκε μέσα μου από την αίσθηση ότι ο δημιουργός εγκλωβίζεται πρώτον στη γενικευμένη θεματολογία που διέπει την underground λογική του Μπουκόβσκι και δεύτερον ότι -εισχωρώντας τώρα βαθιά στην ποιητική- ακόμη περισσότερο ο δημιουργός εγκλωβίζεται στο ποιητικό υποκείμενο.

Προσπαθώντας τώρα να εξηγήσω λίγο πιο αναλυτικά την τελευταία μου φράση, πιστεύω πως η ποιητική εδώ είναι προσωπική – εξομολογητική και χειμαρρώδης. Αυτό το γεγονός είναι ένας ευχάριστος συναισθηματικός κόλαφος για τον αναγνώστη τουλάχιστον στις δέκα πρώτες σχεδίες, ίσως και παραπάνω. Περαιτέρω, όμως παρουσιάζει ένα μοτίβο αρκετά αναγνωρίσιμο, που δεν χάνει τίποτε σε ποιότητα, όμως επιτελεί τον ίδιο ή έναν παρόμοιο σκοπό στο σύνολο της συλλογής. Χωρίς να είναι διακριτά τα όρια του ποιητικού υποκειμένου από τον δημιουργό, ενεργεί, μαθαίνει, παθαίνει, βιώνει, κάνει έρωτα, υποφέρει, συλλογίζεται σχεδόν πάντα σε α’ πρόσωπο (όπως προανέφερα). Ελάχιστες φορές παρατηρείται η χρήση πρώτου πληθυντικού προσώπου, συγκεκριμένα μόνο όταν ο δημιουργός προσπαθεί να καταστήσει κοινωνούς τους αναγνώστες στη γενική ηθική κοσμοθεωρία του. Και αυτό δεν είναι μεμπτό, αν και σπάνια αντιμετωπίζω με συμπάθεια τις ηθικοφιλοσοφικές διαπιστώσεις που διατυπώνονται με αυτόν τον τρόπο. Στην περίπτωση του Ρ.Δ. πολύ συχνά η χρήση τους εντάσσεται στο πλαίσιο της προσωπικής εμπειρίας, της αναγκαίας βιωματικότητας που επιβάλλει η ποιητική του, ωστόσο -κατά τη γνώμη μου- πρέπει να βρει έναν άλλο τρόπο να καταστήσει ελκυστική την όποια ιδεολογία του.

Κλείνω το κείμενο αυτό με τη γενική διαπίστωση πως η συλλογή του Ρ.Δ. φέρει τη σφραγίδα των συνειδητών ποιητικών επιλογών. Φέρει ακόμη τη σφραγίδα του ιδιότυπου χαρακτήρα που κρύβεται πίσω από την ανωνυμία, την προσωπική αισθητική, την εμπειρία, τη γνώση, την πεποίθηση γύρω από τον άνθρωπο και την ύπαρξή του. Ο Ρ.Δ. με την πρώτη του συλλογή δείχνει αναμφισβήτητα το ιδιαίτερο ύφος του, το οποίο όμως μπορεί να απελευθερώσει εντελώς από πρότυπα που λειτουργούν «κανονιστικά» και να ανάγει τις σχεδίες του σε ποιήματα που μπορούν «να πλεύσουν στα βαθιά νερά».

Οι 2 όψεις
[στο ίδιο νόμισμα]

Βγήκε έξω απ’ το μπαρ
Φωνάζοντας τα ξημερώματα
Και ο θόρυβος ακούστηκε πιο μακριά
Σα να έσπαγε το τσόφλι ενός αβγού
Και ύστερα
Ότι έπεσε νόμιζες στο πλατύ ποτάμι
Που θα τον ξέβραζε
Στη θάλασσα με τα ποντοπόρα καράβια
Και τις νεράιδες των ωκεανών· αλλά
Στην πραγματικότητα ίσως να ήταν άλλος
Ένας μεθυσμένος που χάθηκε
Στα βρόμικα νερά μια νύχτα κραιπάλης
Ξοδεύοντας και το παραμικρό του νόμισμα
Ξοδεύοντας και τον τελευταίο του χρόνο
Στα ποτά στα χαρτιά στις γυναίκες
Ευτυχισμένος μέχρι λίγο πριν πνιγεί
Γιατί δε βρέθηκε κανείς μπροστά του
Να τον εμποδίσει
Από τους φιλήσυχους πολίτες
Που κοιμόντουσαν ατάραχοι
Και δε θα ήθελαν ποτέ
Αν ξυπνούσαν ξαφνικά
Να μοιραστούν μαζί του ούτ’ ένα κέρμα
Από εκείνα που ρίχνουμε ψηλά
Όταν γυρεύουμε μάταια
Παίζοντας στην τύχη τις ελπίδες μας
Παίζοντας στα ζάρια όλο το μέλλον
Να στείλουμε στα τσακίδια μια θλίψη·

*Ρογήρος Δέξτερ, Τη νύχτα που ο Τζέκιλ μαχαίρωσε τον Χάιντ [και άλλες σχεδίες], Εκδόσεις Στίξις, Αθήνα – Ρέθυμνο 2022.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s