ΒΡΑΔΥ ΜΑΪΟΥ
στη πόλη σουρουπώνει
τα νερά του λιμανιού γαλήνια
η κυρά Μαρία σε μια γωνιά
μιλάει μόνη της
πάνε χρόνια που τρελάθηκε
-ερωτεύτηκε κάποιο βουλευτή άκουσα-
παρέες φοιτητών γελάνε αμέριμνες
χαμογελάς σε μια νοστιμούλα
και το σκοτάδι πέφτει σιγά σιγά
πέφτει
όμως ποτέ δε θα το μάθουμε
ποτέ
στα μικρά μας καταφύγια
θα ονειρευτούμε ξανά ;
οι καφετέριες γεμάτες
παρέες φαντάρων διασχίζουν το
πεζοδρόμιο
ήχοι από θλιμμένες μουσικές
άλλοι ονειρεύτηκαν στις γέφυρες
άλλοι έκαναν νωρίς το μακρινό ταξίδι
άλλοι ανακάλυψαν τη ποίηση
γι’ αυτούς λυπάμαι πιο πολύ
ανάβει το πράσινο
πατάς γκάζι και
ξεκινάς
*
ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΔΑ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ Ν’ ΑΠΛΩΝΕΙ
ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΣΕ ΜΙΑ ΑΧΤΙΔΑ
το κλωνάρι διψά ν’ ανθίσει
στέκεται εκεί στην άκρη του
δάσους μαραμένο άσχημο και
ονειρεύεται ταξίδια
διψά για ήλιο
τεντώνεται ν αγγίξει ουρανό
θα αναπολεί κι αυτό το σούρουπο
απριλιάτικες βραδιές
τώρα
στη καρδιά του χειμώνα
αυτό θα υπάρχει
ελπίζοντας πως κάποτε θα τραγουδήσει
σε μια
Άνοιξη
*
ΜΥΣΤΗΡΙΟΣ
βάδιζε αργά στη κάμαρα του
εκείνη τη μέρα
ουρλιάζοντας από
μέσα
του
«ο βλαμμένος , πάλι θα γράφει
εκείνα τα ποιήματα!»
σκέφτηκε η νοικοκυρά
την επόμενη
τον βρήκανε
νεκρό
ελάχιστοι
κλάψανε
ακολούθησε
η δόξα
τα σίριαλ
και
αναρίθμητοι
θαυμαστές
στο
facebook
*
ΠΑΙΔΙ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ
η πόλη θρυμματίζεται
φλέγεται
καθώς το κεφάλι σου
αδειάζει
καβάλα σ’ ένα παλιό μηχανάκι
μυρίζεις την ήρεμη
αυγουστιάτικη θάλασσα
οι όμορφες μέρες περιμένουν
πολύχρωμες
γαλήνιες
ολοφώτιστες
παιδί στον ήλιο
του απλώνεις τα χέρια
και χάνεσαι
χάνεσαι
χάνεσαι
*Από τη συλλογή “Ανθισμένες νύχτες”, 2010.
Reblogged this on Hellenic Canadian Literature.