Η φυγή ερμαφρόδιτη κάθεται κι αγναντεύει
Πεταμένες “κοραλιογενέις νήσοι”
προσμένουν τη φαντασία σε πορσελάνινο τραπέζι,
στρώσαν απάνω τους χορό τα καγκουρώ.
Η φαντασία λίμνασε στη Φωκίωνος Νέγρη
και κανείς φυγόδικος δεν έρχεται να τη σώσει.
Ανθρωποφάγοι με ρούχα κανονικά,
μονόκλ, γάντια σεβρό και σκουλαρίκια,
χαριετίζονται πάνω στη σιφόν καρδιά μου.
και οι κατάδικοι στη “Νέα Γουιάνα” είναι δεμένοι.
*
Σιωπές απόμακρες γεμάτες αγωνία,
η μουσική,
η δίβουλη λήθη,
διάφορα σκόρπια αντικείμενα,
αράχνες να κεντρίζουν την περιέργεια,
ενέδρες ανανδρείας
το πιάνο ακουμπισμένο στον αγώνα του Μπετόβεν.
Ο Πόε καγχάζει η ζωή παίζει σκάκι
και τα λοιπά.
Αποτεφρώνομαι.
*Από τη συλλογή “Πέμπτη διάσταση”. εκδ. Γνώση, 1984.
Reblogged this on Hellenic Canadian Literature.