[Ξημέρωμα]
Πάνε μέρες που έχω πεθάνει.
Ακόμη να συνηθίσω.
Εξακολουθώ να σηκώνομαι
με κεφάλι βαρύ.
Φτιάχνω καφέ
και αναπαριστώ τον εαυτό μου.
Συνωστίζομαι μέσα μου με ντροπή.
Ζωντανός ή πεθαμένος
είμαι εξίσου βαρετός.
Δεν αλλάζει ο άνθρωπος.
Αν ζούσα θα έκανα τα ίδια λάθη.
Γι’ αυτό αδυνατώ να αντιληφτώ
τη διαφορά.
Μία εξίσωση μόνο άλλαξε φορά.
Δεν μου λείπεις πια.
Θέλεις δεν θέλεις
τώρα θα σου λείπω εγώ.
[Μαρία]
Αυτή η Μαρία δεν έζησε ποτέ.
Μπήκε σε γλάστρα
και σκεπάστηκε με χώμα.
Την πότιζαν με ανάμα
μέθυσοι ιερείς.
Έμπηζαν κεριά
σε κάθε της βλαστό.
Τα μάτια της
κοκκινόμαυρα φιτίλια
καψαλισμένα ευχές
τρεμόπαιζαν μέχρι θανάτου.
Απ’ τα άκρα της
στράγγιζε το αίμα
που η μοίρα
της είχε υποσχεθεί.
Αυτή η Μαρία
έζησε όσο ζει μια προσευχή.
[Άνθρωποι κοινής ησυχίας]
Σ’ αγαπούσα χθες βράδυ. Όλη τη νύχτα,
η καρδιά μου δούλευε ακατάπαυστα.
Ο λαμπτήρας του υπνοδωματίου
κάηκε στις τέσσερις το ξημέρωμα.
Άκουσα δυο τρία μπλουζ.
Το ένα, σίγουρα, είχε γραφτεί νύχτα.
Το άλλο σου έμοιαζε.
Το τρίτο ήταν υπερβολή.
Τράβηξα τις βαλίτσες
και χώθηκα κάτω από το κρεβάτι.
Το βρήκα καλή ιδέα.
Καλύτερη
απ’ το να κλειστώ σε μπαρ παντοτινά.
Το τσογλάνι ο μπάρμαν
δεν κερνά ούτε μία μπίρα στο όνομά σου.
Εκστασιάζεται να πετά τους θαμώνες
νεκρούς απ’ την μπάρα.
Με τη μέθη να γυαλίζει στα μάτια τους.
Έσκισα το ύφασμα με τον χαρτοκόπτη.
Δυο στρώματα έρωτα κι ανάμεσα εσύ.
Με ελατήρια στην κοιλιά
και βαμβάκια στο στόμα.
Έπεσες αθόρυβα στα πλακάκια.
Σαν τελευταία απελπισία.
*Από τη συλλογή “Απ’ την Εμμανουήλ Μπενάκη ώς τα μεσάνυχτα”, εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αθήνα 2019.