1.
Έλα είπε,
με αργό βλέμμα μηρυκαστικού τη τράβηξε
μονοδεντρί στο χείλος του φαραγγιού εκείνη
στη μεταμόρφωση έπεσε η εισπνοή συναγερμός
στου έρωτα το κατρακύλισμα ίλιγγος
να κρατιέται σαρκωμένος από το βλέμμα της εκείνος
ώσπου το θάμπωμα να γείρει βαρύ στα σκοτεινά μπλε
να βρεθεί στο γκρέμισμα ν’ αρπάται απ΄τα ζιζάνια
αγκάθια στο σώμα – αχτίδες αιχμηρές να επιτίθενται –
κάτι πέτρες να κυλούν κάτι τύμπανα να κτυπούν κροτάφους
Και ο σκύλος από ψηλά να γαυγίζει και εκείνη να μην αγγίζει γή
2.
Έλα είπε,
τρομερό το τράβηγμά του σε χώρους αδιέξοδου
το σώμα στο αγκάλιασμα θάλασσα τρεμούλιαζε
οχιές τα μαλλιά ρουφήχτρα σκέψεων τα χέρια του
Καμία αντίσταση στο κάλεσμα, τα γόνατα λύγισαν
το πάτωμα υποχώρησε αβίαστα σεισμικά έτρεμε
– διαστίζαν το σώμα σπαθωτά νύχια παφλασμοί
στο κάλεσμα άγριου ρυθμικού παράξενου χορού-
θυμήθηκε στο θάνατο του αντρός της μάνας γέλιο νευρικό
επιθυμία νεκρική και την αναπνοή κομμάτιαζε η ζωή
Κλάμα γοερό για τόση αγάπη και ειρμό αισθημάτων τη σπάραξε
3.
Έλα του είπε,
και πλάγιασε το βαρύ φόρτωμα σαν τρελό μυρμήγκι
μπερδεύτηκαν σκιές παλιά όνειρα έπαιρναν νέες διαστάσεις
κοίταζε τις κουρτίνες κούρνιαζαν σκόνη σε παλιρροιακή δίνη
οι λέξεις έραψαν τη γλώσσα αποχώρησαν σε αρχαϊκό κάλεσμα
τράβηξε απάνω της τη καρδιά άταχτα να ρυθμίζει τα κύματα
και του φεγγίτη το φως να τρώει βαθιά το χώρο
να φτύνει παντού κουκούτσι το σώμα της να παλεύει μόνο ζώο
το σώμα να μετρά τους αιώνες το σώμα ξένο και άγνωρο σώμα
4.
Έλα του είπε,
πάρε με στης Ανατολής τα μήκη Σεκέρ Παρέ η αγκαλιά σου
πάρε με στα βάθη τα θολά στου σώματος το λύγισμα
βουτιά βαθιά πνοή σιροπιαστή με άρωμα μαστίχας
κατρακύλα στου στήθους το σάλεμα χαράς με ανακάλημα
Φύτρωσαν φύλλα δυόσμου στις φαρδιές λεκάνες μου
του έρωτα πλατεία βαθύσκιωτη – άρωμα φίλτρου μαγικό
ανθός πορτοκαλιάς ο ιδρώτας σου συνδυασμός καρδάμου
τα δάκτυλά μου γνώρισαν την αβεβαιότητα της σκοτεινιάς
τον κάθε ψίθυρο του πνεύματος της εκκλησιάς ικεσία
Ικρίωμα – ξύλινη δομή με τη μορφή της ποινής του έρωτα
5.
Έλα μου είπε,
το σκοτάδι σε λίγο ξανοίγει – τα καμπαναριά χτυπούν λαλούν
φωνές σε συρμό τραβούν τραύμα γοερό το ξύπνημα πληγή
αγιάτρευτη τρομερή ταραχή και ο έρωτας θα αποχωρίσει
ο ήλιος πέφτει αγχόνη φωτογραφίζει- τα του έρωτα προδίδει –
το δυνατό άσπλαχνο φώς θυσιάζει το σώμα εκτοξεύει τον έρωτα
Έλα στη γραμμή του τέλους όπου αρχίζει το νέο αίσθημα ζωής
οι κουκουβάγιες μένουν τώρα κυρτές όλο συλλογισμούς
καρτερούν το σώμα σου τη νύχτα να ξεκουμπώσει αισθήσεις
άστεγος ο έρωτας περιμένει μονάχος και τα σανίδια να τρίζουν
Χάνονται πλέον οι σκιές καραδοκούν μαχαίρια σε κάθε βλέμμα
6.
Έλα του είπα,
τα τελευταία συνθήματα του έρωτα όρθια στους παραστάτες
άφησέ τα ότι αρχίσαμε στάμνα στεγνή σπάζει πάμε στη τελευταία
απότομη εισπνοή του έρωτα – απομακρύνει το φόβο του κενού –
το ηχητικό χάος της συμφοράς η απόγνωση του τέλους
άσπλαχνα περιβάλλει τη ταυτότητά μου με αναφιλητά
σε ιερό σπήλαιο κρατά σε απόσταση την αφή της νύχτας
και η μέρα άσπλαχνη και το φώς ρίχνει τους φάρους
στη στεγνή θάλασσα της Γαλιλαίας να καταβροχθίζει αργά
και αμείλικτα τη φωνή σου στο σκοτάδι του σώματός μου
Όλα σβήνουν μελαγχολικά σηκώνονται οι σκιές και τελειώνουμε
*Το ποίημα εμφανίστηκε εδώ, στο πλαίσιο της ενότητας «Ο αγιότατος έρως και άλλα τινά», σε σύλληψη, έρευνα, οργάνωση και εκτέλεση: Μαρία Πανούτσου και επιμέλεια: Αλεξία Κατσαβού: https://ologramma.art/ekei-poy-ola-archizoyn-kai-ola-teleionoyn/?fbclid=IwAR1a35EnbbfD13R7RejHnjy3hC72HF7wOcyqHijd9uDyBQezDLLqVnrx_wM