While others sought love, he searched the world for a way to destroy it — until he found a holy man, to forgive him for having loved.
“My friend,” said the monk. “You have to stop thinking about him. He is tearing you apart from the inside. Let’s make a deal. Give me this man and I will pray for him until the day I die. Instead, you get eternal life.”
He couldn’t refuse such an offer. For the heart of a holy man must be a more befitting place for his friend than the torn heart of a loser such as himself.
He took a look around the monastery. The lights of a multitude of candles danced on the ancient walls. Here he would leave his love.
As he was about to leave, he noticed his shadow on the wall.
“Don’t go,” he whispered to the shadow. “Stay here so that you can join them when they light the candles to pray for our friend.”
Then he closed his eyes, and he left the shadow behind.
Outside the monastery gates lay the long grey road ahead. It seemed to have no end. He wondered if the road was eternity. Perhaps this was all there was.
Yet he felt relieved for he had been set free from darkness.
And now he could travel the world as a man without a shadow.
For he had become a shadow himself.
Ο άνδρας χωρίς σκιά
Ενώ άλλοι αναζητούσαν την αγάπη, εκείνος έψαχνε τον κόσμο να βρει έναν τρόπο να την καταστρέψει – ώσπου βρήκε έναν άγιο άνθρωπο να τον συγχωρήσει επειδή αγάπησε.
«Φίλε μου», είπε ο μοναχός, «πρέπει να σταματήσεις να τον σκέφτεσαι. Σε ξεσκίζει από μέσα. Ας κάνουμε μια συμφωνία. Δώσε μου αυτόν τον άνδρα και θα προσεύχομαι γι’ αυτόν ως τη μέρα που θα πεθάνω. Σε αντάλλαγμα, θα έχεις την αιώνια ζωή».
Δεν θα μπορούσε να αρνηθεί μια τέτοια προσφορά. Η καρδιά ενός άγιου ανθρώπου θα πρέπει να είναι πιο κατάλληλο μέρος για τον φίλο του από τη ραγισμένη καρδιά ενός αποτυχημένου όπως εκείνος.
Έριξε μια ματιά γύρω γύρω στο μοναστήρι. Το φως που ανέδιδε ένα πλήθος κεριά χόρευε στους παμπάλαιους τοίχους. Εδώ θα άφηνε την αγάπη του.
Καθώς ήταν έτοιμος να φύγει, παρατήρησε τη σκιά του στον τοίχο.
«Μην φύγεις», ψιθύρισε στη σκιά. «Μείνε εδώ για να είσαι μαζί τους όταν ανάβουν τα κεριά για να προσευχηθούν για τον φίλο μας».
Μετά έκλεισε τα μάτια και άφησε τη σκιά του πίσω.
Έξω από τις πύλες του μοναστηριού απλωνόταν μπροστά του ο μακρύς γκρίζος δρόμος. Φαινόταν σαν να μην έχει τέλος. Αναρωτήθηκε αν ο δρόμος ήταν η αιωνιότητα. Ίσως αυτό να ήταν το μόνο που υπήρχε.
Ωστόσο, ένιωθε ανακουφισμένος γιατί είχε απελευθερωθεί από το σκοτάδι.
Και τώρα θα μπορούσε να ταξιδέψει τον κόσμο ως άνθρωπος χωρίς σκιά.
Γιατί είχε γίνει ο ίδιος σκιά.
Μετάφραση: Χαρίτα Μήνη.
Reblogged this on Manolis.