09.00
(άγουρο ξύπνημα, άνευ ονείρου
Όσο στέκομαι και την κοιτάζω δεν θα βγάλει άχνα
η παλιά, μισοτελειωμένη ζωγραφιά.
Οι σκόρπιες μολυβιές, οι πολύχρωμες μουντζούρες
δε χαρίζουν εικόνα – μόνο πάνω, ψηλά
κάτι σαν ουρανός απλώνεται
την ώρα που κάτω, χαμηλά, κάτι σαν άνθρωπος ή σκύλος
πάει να ξεκινήσει.
Απ’ τον ορίζοντα – αν είναι – αχτίδες ή βέλη ρέουν
στην ανοικτή παλάμη της γης
και γύρω τριγύρω στο σπίτι – αν είναι –
χορεύει ο φαφούτης φράχτης μες στα αγριόχορτα.
Ανοίγω την πόρτα χωρίς να ξέρω ποιος είναι ο δρόμος
και ποιος ο λαβύρινθος.
*Από τη συλλογή «Οι αρνήσεις μιας ημέρας», Εκδόσεις «Στοχαστής», Χειμώνας 2013-2014.