
ΑΓΑΘΑ
Ο Ιωσήφ, έφεδρος του Βιετνάμ
σπρώχνει το καροτσάκι υπεραγοράς
γεμάτο με ό,τι κατέχει:
άπλυτα ρούχα, ένα ανοιχτήρι κονσέρβας
ένα ζευγάρι παπούτσια
γελαστή η τρύπα στην αριστερή του σόλα
μια πλαστική σακούλα γεμάτη φασαρία
που δεν ανακατεύει πια
κι ο Ιωσήφ ψάχνει
στον έρημο παράδρομο
για κάτι που χρόνια πίσω έχασε
έντονες πρωϊνές λιαχτίδες
άσκοπος περίπατος στην Ατλάντα
για κάτι αόρατο που ψάχνει
ασήμαντο σαν και το μέρισμα του
απ’ της ανάδοχης εταιρείας
την ετήσια αναφορά κερδών
POSSESSIONS
Joseph, the Vietnam veteran
pushes his supermarket cart
filled with his possessions:
dirty cloths, a can opener
pair of spare runners
smiling hole in the left sole
plastic bag full of things
he doesn’t stir anymore
Joseph searches the back lane
of the street for something
he lost long ago
vibrant sunny morning
very early in his task
in Atlanta Georgia, he searches
for something as invisible
as his dividends
on the…
View original post 5 more words