Ο ΚΟΤΣΥΦΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
Τι όμορφα που είναι όταν ξυπνάς πριν ξημερώσει
κι ανοίγεις το παράθυρο και μπαίνει φτερουγίζοντας,
όλο φωτάκια και δροσιές, ο κότσυφας του σύμπαντος
και λέει: «Επιθυμώ τη δύναμή σου για να φέρω
σε πέρας το άγαλμα της μέρας».
Πραγματικά, καλλίπυγος κι εύζωνος και γλυκιά
η μέρα προμηνύεται και κάνει
χαρές βαθιά η καρδιά και παροτρύνει
το στήθος να συλλάβει στον αέρα
βέλη και δόρατα μεγάλων έργων.
Κρίμα!
Τρυπώνει ο ήλιος πεινασμένο ερπετό
στη βρώμικη φωλιά της πόλης και αρχίζει
να κομματιάζει τα ημερόπουλα: αίμα, σάρκα
μυρίζει και ο κότσυφας του σύμπαντος γυρίζει –
ποιος ξέρει πού. Πολύ φοβάμαι…
*
ΚΥΡΙΑΚΗ
Τα χέρια σου έχουν το άρωμα
κάποιων λουλουδιών, που είδα
σε μιαν αυλή στη νότια Γαλλία
και δεν έμαθα ποτέ τ’ όνομά τους.
Εκείνος ο ακανθόχοιρος,
που χάραζε το γοτθικό σκοτάδι,
τραβώντας για το σπίτι του,
σίγουρα θα ήξερε.
Αλλιώς, γιατί τόση σπουδή
μες στη μακάρια αργοπορία του;
Λοιπόν, θα τα λέω Κυριακή
τα λουλούδια και το άρωμα κι εσένα.
*
ΒΡΟΧΗ
Όταν έρχεται βροχή, τα χέρια σου
προσπαθούν να μου δείξουν κάτι φτερωτά.
Σωπαίνουν νευρικά, σαν σπουργίτια,
στις παλάμες μου* τα τρυφερά
νύχια τους ανοίγουν μικρές
αθέατες πηγές στα βαριά
σύννεφα των χεριών μου
και βρέχει, βρέχει.
*Από τη συλλογή “Ο κότσυφας του σύμπαντος και άλλα λυρικά πτηνά”, εκδόσεις Bibliotheque, 2021.
Reblogged this on agelikifotinou.
Πληρότητα! με έκφραση ιδιωματική που, ως τεχνίτης εμπνέεσθε, δημιουργώντας.
Λιτός εικονοπλάστης, αισθητής λεπτός, κριτής που δάκνει, αποδίδετε, με ειλικρίνεια ( άρα με σεμνότητα ), στου σύμπαντος την ιερότητα, όσα της πρέπουν!
Ενώ ταυτόχρονα δεν παραλείπετε, με δόρατα αιχμηρά να μας υπενθυμίσετε , των
ανθρώπων το μίζερο έργο, το ευτελές, που, στην βρώμικη πόλη συνοψίζεται , η οποία ως και τον ήλιο προδιαθέτει, φοβίζοντάς τον, εξωθώντας τον, να κρυφτεί, αμυνοεπιτιθέμενος, αρχίζοντας να κομματιάζει, έτσι, ώστε του σύμπαντος ο κότσιφας, αηδιάζοντας, να αλλάξει πορεία, τις γρίλιες των παραθύρων εγκαταλείποντας.
Κυριακή βροχερή, την Ποίηση αποπειράσθε, να δελεάσετε ( εκβιάζοντάς την ), λέγοντας σε αυτήν : – Θα έρθεις; Δεν σου υπόσχομαι σιρίτια, γλυκασμούς και άλλων καρυκευμάτων κολακείες. Εάν θέλεις – . Κι εκείνη, όπως πάντα, από τους στρυφνούς μνηστήρες ερεθιζόμενη, ακολούθησε! τους ώμους, τους μηρούς σας ακραγγίζοντας.