Γιώργος Μπλάνας, Τρία ποιήματα

Ο ΚΟΤΣΥΦΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ


Τι όμορφα που είναι όταν ξυπνάς πριν ξημερώσει
κι ανοίγεις το παράθυρο και μπαίνει φτερουγίζοντας,
όλο φωτάκια και δροσιές, ο κότσυφας του σύμπαντος
και λέει: «Επιθυμώ τη δύναμή σου για να φέρω
σε πέρας το άγαλμα της μέρας».

Πραγματικά, καλλίπυγος κι εύζωνος και γλυκιά
η μέρα προμηνύεται και κάνει
χαρές βαθιά η καρδιά και παροτρύνει
το στήθος να συλλάβει στον αέρα
βέλη και δόρατα μεγάλων έργων.
Κρίμα!
Τρυπώνει ο ήλιος πεινασμένο ερπετό
στη βρώμικη φωλιά της πόλης και αρχίζει
να κομματιάζει τα ημερόπουλα: αίμα, σάρκα
μυρίζει και ο κότσυφας του σύμπαντος γυρίζει –
ποιος ξέρει πού. Πολύ φοβάμαι…

*


ΚΥΡΙΑΚΗ


Τα χέρια σου έχουν το άρωμα
κάποιων λουλουδιών, που είδα
σε μιαν αυλή στη νότια Γαλλία
και δεν έμαθα ποτέ τ’ όνομά τους.
Εκείνος ο ακανθόχοιρος,
που χάραζε το γοτθικό σκοτάδι,
τραβώντας για το σπίτι του,
σίγουρα θα ήξερε.
Αλλιώς, γιατί τόση σπουδή
μες στη μακάρια αργοπορία του;
Λοιπόν, θα τα λέω Κυριακή
τα λουλούδια και το άρωμα κι εσένα.

*


ΒΡΟΧΗ


Όταν έρχεται βροχή, τα χέρια σου
προσπαθούν να μου δείξουν κάτι φτερωτά.
Σωπαίνουν νευρικά, σαν σπουργίτια,
στις παλάμες μου* τα τρυφερά
νύχια τους ανοίγουν μικρές
αθέατες πηγές στα βαριά
σύννεφα των χεριών μου
και βρέχει, βρέχει.


*Από τη συλλογή “Ο κότσυφας του σύμπαντος και άλλα λυρικά πτηνά”, εκδόσεις Bibliotheque, 2021.

2 responses to “Γιώργος Μπλάνας, Τρία ποιήματα

  1. Πληρότητα! με έκφραση ιδιωματική που, ως τεχνίτης εμπνέεσθε, δημιουργώντας.
    Λιτός εικονοπλάστης, αισθητής λεπτός, κριτής που δάκνει, αποδίδετε, με ειλικρίνεια ( άρα με σεμνότητα ), στου σύμπαντος την ιερότητα, όσα της πρέπουν!
    Ενώ ταυτόχρονα δεν παραλείπετε, με δόρατα αιχμηρά να μας υπενθυμίσετε , των
    ανθρώπων το μίζερο έργο, το ευτελές, που, στην βρώμικη πόλη συνοψίζεται , η οποία ως και τον ήλιο προδιαθέτει, φοβίζοντάς τον, εξωθώντας τον, να κρυφτεί, αμυνοεπιτιθέμενος, αρχίζοντας να κομματιάζει, έτσι, ώστε του σύμπαντος ο κότσιφας, αηδιάζοντας, να αλλάξει πορεία, τις γρίλιες των παραθύρων εγκαταλείποντας.

    Κυριακή βροχερή, την Ποίηση αποπειράσθε, να δελεάσετε ( εκβιάζοντάς την ), λέγοντας σε αυτήν : – Θα έρθεις; Δεν σου υπόσχομαι σιρίτια, γλυκασμούς και άλλων καρυκευμάτων κολακείες. Εάν θέλεις – . Κι εκείνη, όπως πάντα, από τους στρυφνούς μνηστήρες ερεθιζόμενη, ακολούθησε! τους ώμους, τους μηρούς σας ακραγγίζοντας.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s