
Μερικά κορμιά είναι σαν λουλούδια,’
Άλλα σάν μαχαίρια,
Άλλα σάν κορδέλλες νερού
Όμως όλα, αργά ή γρήγορα,
Καψίματα θα είναι που σε άλλο κορμί μεγαλώνουν,
Μετατρέποντας με της φωτιάς τη δύναμη μια πέτρα
σε άνθρωπο.
Όμως ο άνθρωπος ρίχνεται σ’ όλες τις κατευθύνσεις,
Ονειρεύεται ελευθερίες, συναγωνίζεται τον άνεμο,
Ώσπου μιά μέρα το κάψιμο σβήνει,
Κι αυτός ξανά είναι πέτρα στου κανενός το δρόμο.
Εγώ, που δεν είμαι πέτρα, παρά είμαι δρόμος
Που διασχίζουνε στο πέρασμά τους τα πόδια τα γυμνά,
Πεθαίνω απ’ άγάπη γι’ αυτούς όλους.
Τους χαρίζω το κορμί μου για να το πατούν,
Άν και τους φέρνει σε μια φιλοδοξία ή σ’ ένα σύννεφο,
Χωρίς κανείς τους να καταλαβαίνει
Ότι φιλοδοξίες ή σύννεφα
Δεν άξίζουν μιαν άγάπη που παραδίνεται.
*Από την Ανθολογία Εγκόλπιο Ερωτικού Λόγου – Ανθολόγιο Ξένης Ερωτικής Ποίησης του 20ού Αιώνα, Εκφόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2000. Μετάφραση: Νίκη Παπαθάνου.