MIRAVALLE
Καλούσε με φωνές τό όνομά της
ώρες ατέλειωτες.
Τα μάτια της απύθμενα. Αστραφτερές σφαίρες
δίδυμα άστρα τής Λήδας.
Οι βάγιες την ετοίμαζαν για τον τάφο.
Ρίχτηκε στα πόδια της.
Εκείνη τραβήχτηκε. Αφήνει
από τό κεφάλι της να πέσει
το κηρωτό σάβανο.
Και αργά άνοίξανε
τα ανήμερα μάτια
της χαμένης του αγάπης.
*
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΣΕΙΡΗΝΑΣ
-Μ άρέσεις. Πάρε με στου κόσμου
το καράβι. Είμαι ή Λίγεια. Ή κόρη τής Καλλιόπης.
Κωπηλατούσε από τό εκτυφλωτικό φως
ώς τη βαθειά σκιά. Κι εκείνη στάλαζε
στο στόμα του την ήδονή!
—Είμαι αθάνατη, γιατί όλοι οι θάνατοι χύνονται
μέσα μου. Είσαι ωραίος, νέος, μέ πλάνεψες
στο ανάκτορο των αιώνιων άμορφων νερών.
—Ό Οίνοψ Πόντος φυσά την κοχύλα του.
Σέ καλεί, λυγερή μου Λίγεια,
στις γιορτές τής μακρινής καταιγίδας!
Θ’ αγαπηθούμε στις αποβάθρες των άναχωρήσεων
όταν δέν θά υπάρχει άνάμεσά μας θάλασσα.
*Από τη συλλογή “Κόσμος χωρίς ταξιδιώτες”, εκδόσεις στιγμή, 2007.