Τόν Πάτροκλο σάν είδαν σκοτωμένο,
πού ήταν τόσο ανδρείος, καί δυνατός, καί νέος
άρχισαν τ’ άλογα νά κλαίνε τού Αχιλλέως
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
γιά τού θανάτου αυτό τό έργον πού θωρούσε.
Τινάζαν τά κεφάλια των καί τές μακρυές χαίτες κουνούσαν
τήν γή χτυπούσαν μέ τά πόδια, καί θρηνούσαν
τόν Πάτροκλο πού ενοιώθανε άψυχο—αφανισμένο—
μιά σάρκα τώρα ποταπή—τό πνεύμα του χαμένο—
ανυπεράσπιστο—χωρίς πνοή—
εις τό μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ τήν ζωή.
Τά δάκρυα είδε ο Ζεύς τών αθανάτων
αλόγων καί λυπήθη. «Στού Πηλέως τόν γάμο»
είπε «δέν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα νά κάμω
καλύτερα νά μήν σάς δίναμε άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στήν άθλια ανθρωπότητα πούναι τό παίγνιον τής μοίρας.
Σείς πού ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σάς τυραννούν. Στά βάσανά των
σάς έμπλεξαν οι ανθρώποι.»—Ώμως τά δάκρυά των
γιά τού θανάτου τήν παντοτεινή
τήν συμφορά εχύνανε τά δυό τά ζώα τά ευγενή.
The horses of Achilles
When they saw Patroklos dead,
who was so brave, and strong, and young,
the horses of Achilles began to cry;
their immortal nature was outraged
at the sight of this work of death.
They reared up, and tossed their long manes,
they stamped the ground with their hooves, and mourned
Patroklos, whom they felt was soulless—devastated—
lifeless flesh now—his spirit gone—
defenseless—without breath—
returned from life to the great Nothing.
Zeus saw the tears of the immortal
horses and felt sad. He said, “At the wedding of Peleus
I shouldn’t have acted so mindlessly;
it would have been better if we had not given you away,
my unhappy horses! What need did you have to be
down there among miserable humans, playthings of fate.
You whom death cannot ambush, who will never grow old,
you are still tormented by disaster. People
have entangled you in their suffering.”—But
for the endless calamity of death,
those two noble animals shed their tears.
*English Translation by Manolis Aligizakis
**From here: https://authormanolis.wordpress.com/2013/05/05/κωνσταντίνος-καβάφης-constantine-cavafy/
Τεχνουργέ ασύλληπτε ! Της ποιήσεως εραστή λατρεμένε ! Ακόμα κι όταν η γραφή σου λυπημένα αποφαίνεται , αισιοδοξία λανθάνοντας, την ψυχή, τον νου μου εγείρει.
Όμως, των δακρύων την άχνα, των χειλιών μου το τρέμουλο, οι πένες του αυτόχειρος της Πρεβέζης, και του αυτόχειρος, Ναπολέοντος, προκαλούν, και από θλίψεως συγκίνηση με διαλύουν.