Ζωή Δικταίου, Σε ψευδώνυμη επαγγελία χαμόγελα, αγκαλιές (Μονόλογος σ’ έναν ποιητή)

Henri Martin Le Poete

Μισές λέξεις, να τις ακούς, όταν σκοτεινιάζει, 

εκεί στις μισές λέξεις κρύβονται οι αλήθειες ολόκληρες 

πίσω από τα σφιγμένα δόντια, στο θρόισμα των φύλλων,

στην αρυτίδωτη επιφάνεια του νερού στο ποτήρι,

στα μεσημέρια του καλοκαιριού 

αυτά που χάνονται στο φτερό μιας μέλισσας,

να τις ακούς μπροστά στ’ ανοικτό σου παράθυρο

εκεί που είχε ανθίσει η αμυγδαλιά,

να τις ακούς όταν μένεις αναμάρτητος στην αμφιβολία 

αναμάρτητος και κολασμένος, ποιητή, 

τώρα που ο κόσμος ξέφεξε σε ψέμα κι άδικο

τώρα που η αγάπη γίνεται άνυδρη γη.

Με την τέφρα της ενοχής, στην καμπύλη της τύψης

χαλάστηκαν οι καρδιές διαγράφοντας παρελθόν

και στιγμές,

όχι, δεν περιμένεις χερουβικές προσδοκίες,

ούτε και εσύ,

ισόβια η απάτη ποιητή, 

στα κόκκινα πόδια του λευκού περιστεριού,

ισόβια στον ορφανεμένο από γιασεμιά κήπο

μείνε όμως, εκεί να μείνεις ως το δειλινό,

το δειλινό να δεις τη θάλασσα από μακριά,

να παραδεχτείς με γαλήνη καρτερική,

στις αλλοίθωρες ώρες, όλα είναι αλήθεια

και να τώρα που η ίδια θάλασσα

στα μεγάλα πάθη μεταμορφώνεται

στρατευμένη κι ανήμερη

όταν τρέμει την αγκαλιά τού ορίζοντα,

όταν  μικρά περιστατικά ονομάζονται μεγάλα συμβάντα,

όταν στοιχειωμένες οι λέξεις

βιάζονται να ειπωθούν σπρώχνοντας καιρό και αναμνήσεις,

ανοίγοντας την πόρτα στην άβυσσο,

ναι, όλα κάποτε τελειώνουν

και δεν είναι απαραίτητο να θρηνούν τα πουλιά

εκτός από αυτά τα φυλακισμένα από “αγάπη” στο κλουβί,

ναι, όλα κάποτε τελειώνουν για να μείνεις μόνος

σε απρόβλεπτα βλεφαρίσματα 

και ας είναι καθάριο το φεγγάρι ποιητή.

Τώρα άφησες πίσω σου 

ακρωτηριασμένη την παλιά νοσταλγία

βεβαιώνεις τις απατηλές ασφάλειες της αγάπης

τώρα, η αγάπη καταφύγιο περιφρόνησης

με την επιβράδυνση της τελευταίας φυγής

τώρα, αποσπασμένες γραμμές οι μέρες τού Αυγούστου

τώρα, νικημένη η ανάγκη της επιστροφής

σε ψευδώνυμη επαγγελία χαμόγελα, αγκαλιές,

τώρα, εξαγνίζεσαι ποιητή, 

σε ακίνδυνες πανσέληνες ρότες της νιότης

και σε μια χούφτα 

χρυσωμένα δικά σου, της αυγής γιασεμιά,

πριν παρακμάσεις αχρείαστος σ’ ένα ράφι, σε μια σοφίτα,

σ’ ένα συρτάρι, σ’ ένα σκονισμένο βιβλίο.

Βλέπεις τ`αγκάθια, αγκάθια και οι λέξεις 

όταν η αλήθεια γίνεται επικίνδυνη,

στο άκουσμά τους καταλαβαίνεις, έχεις δυο ζωές

αυτήν που ζεις και αυτή που θα ήθελαν οι άλλοι,

φοράς παλιομοδίτικο πουκάμισο, φαρδιά καπαρτνίνα,

κρατάς μαντίλι με κεντημένο μονόγραμμα

εσένα δεν σου πάει η μόδα, 

δεν σε χωρά η στολή της αγέλης

εσένα ποιητή που με δίδαξες τις λέξεις ολόκληρες,

εσένα ευγνωμονώ.

Κατηγορήθηκες ποιητή,

από την ίδια θέση απαντώ και για εσένα,

απαντώ σ’ εκείνον που 

όταν γίνονται αγκάθια οι λέξεις παραβλέπει την αρετή

που πιστεύει πως έχει αγαπητικές σχέσεις

με τον θεό του, 

κατεβαίνει βλέπεις εύκολα στα μέτρα του,

ο θεός του,

μια ζωγραφιά που κρατά στην τσαλακωμένη τσέπη,

μια εικόνα που κρεμά στο σαλόνι με θέα την τηλεόραση,

ένα αγαλματίδιο, καμωμένο από πλαστικό ο θεός.

Απαντώ σ’ εκείνον που

με ακαταλαβίστικες προσευχές ανεβαίνει 

δημοσίως ένα Γολγοθά, για τα μάτια του κόσμου, 

νομίζει ανεβαίνει, 

και με συναντήσεις οικογενειακές βαυκαλίζεται ευτυχίες

δίνοντας προτεραιότητα σε άσπονδους φίλους,

μακρινούς αχρείους συγγενείς, τυχαίες γνωριμίες,

ψευτοαριστοκράτες και σεβάσμιες μάσκες 

αποτρόπαια πρόσωπα, 

όλα σε εορταστικές εκδηλώσεις μιας πλάνης

σ’ έναν κόσμο κενό, χαμένο στη σύγχυση και στην παράνοια

σ’ έναν κόσμο που δεν θυμάται ονόματα

όταν εσύ ποιητή παίρνεις τον δρόμο για κάθε απάντηση.

Εγώ πάλι δεν έχω ανάγκη κωφάλαλες συνειδήσεις

έγχρωμες φωτογραφίες με δήθεν αγαπημένους,

φαντασμαγορικά θεάματα, 

δεν έχω ανάγκη κατάκοπες ελπίδες,

ούτε τα κοινά πεπρωμένα με αφορούν,   

επιβιώνω με λίγες ψιχάλες όταν φυσά ο Λιβυκός άνεμος,

ανάβω μεσάνυχτα όλα τα σκοτάδια μέσα μου

καίγομαι για να βρω λίγο φως, μια σπίθα,

ακούω τον απόηχο της απελπισίας

στα δολοφονημένα πλήκτρα του πιάνου

στις κραυγές των αδικημένων

στο σπαρακτικό κλάμα των παιδιών

στις γειτονιές τις γεμάτες συντρίμμια και εγκατάλειψη.

Περιγελώ τη μεταμέλεια, 

δεν αντέχω την αθωότητα των πρωτόπλαστων,

δεν θέλω μπαλκόνι με θέα στον παράδεισο, 

δεν υπάρχει παράδεισος ποιητή, 

αντέχω όμως την αλήθεια, αγαπώ τ’ αγκάθια

τις μυστικές αποδημίες στη σιωπή

και το μωβ που τόσο προκαλεί φόβο, το μωβ

όλο το μωβ σε ένα κυκλάμινο…

Τελειώνουν και οι σχέσεις κάποτε

όλες οι σχέσεις 

όταν σβήσουν τα ψεύτικα φώτα

το ξέρεις καλά, το ξέρεις, ανάβουν οι λέξεις,

ολόκληρες…

Σκορπίζει στάχτες φεύγοντας η Όστρια

να κοιταχτείς στο νερό ποιητή, στο ποτάμι

όλοι οι δρόμοι της χαμένης σου ζωής εκεί

και της δικής μου,

στη μνήμη τού νερού, εμείς εκεί θα συναντηθούμε αύριο,

μ’ ένα τραγούδι περασμένης γιορτής.

Λέξεις στη γλώσσα της ψυχής ποιητή, 

ζεστή ομίχλη γύρω από το σπίτι,

ο πρώτος καπνός γητεύει τη φθινοπωρινή νύχτα 

μύρισε κυπαρίσσι ο αέρας, 

μελαγχολική η βροχή στο φανοστάτη στη Σπιανάδα

αγναντεύεις την αιώνια επιστροφή των πληγωμένων,

καταφύγιο το Ιόνιο,

Κέρκυρα, οικεία η φωνή μια από το βυθό 

και μια από τα Μουράγια,

 “μη φεύγεις, μη, δεν θ`αργήσει άλλο η αληθινή αγάπη

τώρα πέρασες τις συμπληγάδες πίστης και ελπίδας

η καρδιά σου νίκησε, 

εδώ γύρισες κι εσύ λυτρωμένη και μόνη,

δεν έχω άλλη απάντηση Ζωή…”

Ψιθυριστά το φως στο λιμάνι

ψιχαλιστά η αλμύρα στα βλέφαρα, 

ξεχασμένες συλλαβές στα χείλη.

Μια ψυχή στο βασίλεμα 

να κρυφακούει δικά σου καρδιοχτύπια στ’ ανεμόβροχο, 

μια ψυχή αναστημένων νοημάτων, να μοιάζει 

με τη δική σου στο λιόγερμα, ποιητή

μια ματιά να στάζει κεχριμπάρι στο βρεγμένο χώμα,

όταν η μοναξιά στον Κήπο του Λαού σημαδεύει 

μισοφέγγαρα στο πεντελικό μάρμαρο των ανακτόρων

φωτίζεται καρικατούρα η αγάπη.

Μια ζωή να πορεύεται δίχως παράπονα στη δύση,

μια αγκαλιά στην αναμαρτησία της σκέψης

να παλεύει λήθαργο και θάνατο,

ένα άγγιγμα 

να συντηρεί την αμφιβολία στο “σ’ αγαπώ”

και την αλήθεια στο δάκρυ.

Άφησέ με, ποιητή, να προδώσω κι εγώ μια φορά

όλους τους πετρωμένους προφήτες,

να ονειρεύομαι μαζί σου στον ίδιο ορίζοντα στο Φαληράκι,

με την ανώνυμη λύπη, 

χωρίς τη γελοία διάσταση 

εκείνων των αμνημόνευτων ημερών, άφησέ με ποιητή

να δακρύζω μαζί σου,

όταν μακραίνει την απόσταση το φως 

και η αμάντευτη σιωπή μοιράζει έπαθλα κι αψέντι.

Ανθίζουν και από αμφιβολία 

τα τριαντάφυλλα στο περιστύλιο

στον ελκυστικό ερειπιώνα του κήπου, 

στο Παλαιό Φρούριο,

στην παρηκμασμένη συνοικία στο Μαντούκι,

στα παλιά βενετσιάνικα κτίρια στο Καμπιέλο,

τα τριαντάφυλλα κόκκινα σκαρφαλωμένα στο φράχτη

σε πένθιμη γειτνίαση στη Γαρίτσα,

σε μεστωμένο ώριμο καιρό στα καντούνια

και στις ρωγμές του τοίχου στο Λαζαρέτο,

είναι που θέλουν να ξέρουν πως θα είσαι εκεί ποιητή,

σ’ έναν αστικό περίπατο οικειότητας,

τα τριαντάφυλλα ανάμεσσα σε ακροκέραμα και κισσούς

θέλουν να ξέρουν, πως το βλέμμα εργάζεται

όταν γεννούν αισθήματα,

πως δεν θα διστάσει να τ`αγγίξει ένα χέρι 

χωρίς να φοβάται τ`αγκάθια,

και θ’ ανάψουν τον ασήμαντο πόθο στον εξώστη 

πριν ξυπνήσει μεγαλοπρεπής ο φόβος, ποιητή.

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης

Κέρκυρα, Οκτώβρης 2020

Leave a comment