Τώρα που τη σιωπή των ρητόρων, των σοφιστών, καταπατούν τέκνα άλλων αστών,
τεύτονες – πατρίκιοι εκπεσμένοι, ήρωες πολλών θανάτων στη Βενετιά –
Άγγλοι ποιητές με ουαλδική μορφή και σκάνδαλα βυρωνικά,
και μεταφέρονται στους στίβους και στα γήπεδά της νίκες αιγυπτιακές και ξένες,
και τακτικοί θαμώνες της ζωής της γενήκανε εκείνα τα παιδιά της
Ρωμιοσύνης
πού, από χώρες όπου θαυματουργούσεν ο Εφέσιος Μάξιμος, από τόπους άλλων πίστεων
καθημερινά, πάνου σε καράβια πτωχευμένων εταιριών, καταφτάνουν στην Αθήνα…
καιρός είναι εμείς να εγκαταλείψουμε τον περίβολο των γκρεμισμένων τειχών της.
Μόνη πια τα βραδιά των θερινών μηνών ας παρακολουθεί
τον ήλιο να κρύβεται πίσω από σκουριασμένες στήλες
ενώ για τελευταία φορά παίζει με τις υδάτινες εικόνες του Ιλισσού.
Έχουν κατασκευασθεί για να ποτισθούν τα πέρατα της γης με τη δόξα πόλης που πλένεται σε άνυδρο ποτάμι
με ό,τι απομένει από τη δόξα αυτή.
Και δεν υπάρχει ελπίδα να αλλάξει η σύνθεσή των
η κοίτη να σκεπασθεί με πιο πολύ νερό.
Για να πνιγούνε τώρα οι Αθηναίοι πρέπει αλλού να αναζητήσουνε για το λουτρό τους τάφο.
*Από το “Τετράδιο Β’” (1933).