Εδώ και καιρό θέλω να γράψω για τη Διάρκεια,
όχι κάποια έκθεση, κάποιο θεατρικό, κάποια ιστορία,
η Διάρκεια πιέζει προς Ποίημα.
θέλω να αναρωτηθώ με ένα ποίημα,
να θυμηθώ με ένα ποίημα,
να ορίσω και να διαφυλάξω με ένα ποίημα,
αυτό που είναι Διάρκεια.
Επανειλημμένως βίωσα τη Διάρκεια,
πριν το έμπα της Άνοιξης στην Fontaine Sainte-Marie,
με τον βραδινό αέρα στην Porte d’Auteuil,
στον καλοκαιρινό ήλιο πάνω στους βράχους,
στον δρόμο για το σπίτι ξημερώματα μετά από
μια συνένωση.
Αυτή η Διάρκεια, τι ήταν;
Ήταν κάποιο χρονικό διάστημα;
Κάτι το μετρήσιμο; Μια βεβαιότητα;
Όχι, η διάρκεια ήταν ένα αίσθημα,
το πιο φευγαλέο όλων των αισθημάτων,
πολλάκις ταχύτερο από μια στιγμή,
απρόβλεπτο, ακυβέρνητο,
άπιαστο, μη μετρήσιμο.
Και εν τούτοις, θα μπορούσα με τη βοήθειά της,
να χαμογελώ και να αφοπλίζω όποιον αντίπαλο,
της γνώμης θα ήταν,
ότι είμαι ένας κακός άνθρωπος,
μεταμορφώνοντας την πεποίθησή του:
«Είναι καλός!»
αν ήταν, αν υπήρχε ένας θεός,
το αίσθημα της Διάρκειας θα ήταν παιδί του.
Χθες ακόμη, άκουσα στη Βάαγκπλατς,
στο Σάλτσμπουργκ,
μέσα στον πάταγο και στο σπρωξίδι
της αιώνιας μέρας της αγοράς,
μια φωνή σαν από την άλλη άκρη της πόλης,
να φωνάζει το όνομά μου,
κατάλαβα την ίδια στιγμή,
ότι ξέχασα στον πάγκο της αγοράς
το χειρόγραφο της «Επανάληψης»*,
με το οποίο ήμουν καθ’ οδόν προς το ταχυδρομείο,
άκουσα πισωγυρίζοντας εκείνη την άλλη φωνή,
που πριν ένα τέταρτο αιώνα,
στη νυχτερινή σιωπή ενός προαστίου του Γκρατς,
από την πέρα άκρη του άδειου, μακρύ και ευθύ δρόμου,
κατά τον ίδιο τρόπο έμφροντις,
όπως και τότε, ήρθε από κει πάνω να με συναντήσει
και μπορούσα τότε να περιγράφω
το αίσθημα της Διάρκειας σαν
ένα γεγονός εγρήγορσης,
μια πράξη συνειδητοποίησης ενδότερου γίγνεσθαι,
μια αίσθηση του περιβάλλεσθαι, του συλλαμβάνεσθαι,
από ποιον;
Από έναν συμπληρωματικό ήλιο,
από έναν φρέσκο αέρα,
από μιαν άηχη, λεπτή χορδή,
που όλες τις αδεξιότητες δικαιολογεί και συμβιβάζει.
*Διήγημα του Χάντκε που γράφτηκε το 1986, όπως και το «Ποίημα για τη Διάρκεια» και που τα δύο αυτά έργα έχουν μια αδελφική σχέση. Το θέμα του είναι το ταξίδι του Φίλιπ Κομπάλ στη Σλοβενία για να αναζητήσει τον, μετά τον πόλεμο, αγνοούμενο αδελφό του, στη χώρα καταγωγής τους από πατρικής πλευράς. Για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου, έκανε ο Χάντκε έρευνες ετών, σπούδασε Γεωγραφία και Ιστορία της Σλοβενίας, έμαθε σλοβενικά σε τέτοιο βαθμό που στη συνέχεια μετέφρασε σλοβενική λογοτεχνία. Εκτός των ερευνών, πραγματοποίησε ταξίδια στον τόπο, κράτησε σημειώσεις και σχέδια, φωτογράφισε αντικείμενα και τόπους. Χαρακτηριστικές φωτογραφίες του είναι «Τα τυφλά παράθυρα».
**Peter Handke,“Ποίημα για τη Διάρκεια”, Εκδόσεις Βακχικόν, Ιούλιος 2020.
***Μετάφραση: Ιωάννα Διαμαντοπούλου.