VI
Βλάσφημες λέξεις
Ο Θεός είν’ ένας άγνωστος
γέρο καουμπόης
μέσα σε μπαρ.
Την ώρα που πίνεις το ποτό σου
εμφανίζεται από το πουθενά
σε ρωτά με τ’ όνομά σου
πώς τα περνάς
σαν παλιός καλός γνώριμος
κατεβάζοντας ένα μπουκάλι Sarsaparilla.
Κι έτσι όπως ήρθε γίνεται καπνός
αφήνοντάς σε σύξυλο ν’ αναρωτιέσαι
μήπως το φαντάστηκες όλο αυτό
με τον καουμπόη και με τον Θεό.
***
VIII
Του παππού
Το σύρμα γύρω απ’ το χαρτόνι,
το ξύλινο μέτρο με το σφυρί.
Καρφάκια ριγμένα στο κουτί τους
περιμένουν όπως τ’ άφησες,
κάτι να μαστορέψεις…
Γιατί οι τοίχοι ξεφλούδισαν
και ξηλώθηκαν τα λούκια.
Η αποθήκη γκρέμισε,
δε τη στηρίζουν παρά κλαδιά—
παίρνει επιδιόρθωση τούτη η ερημιά;
***
Φάσμα
Εκείνο το μικρό βιβλιαράκι
του Καρυωτάκη
φυλλομετρούσες το σύθαμπο.
Πάνω στον τοίχο σου
άλλαζαν τα χρώματα
απ’ το θερμό ως το ψυχρό·
έπειτα δίχως όραση —
μαύρο πάνω στο μαύρο.
Ήθελες να μιλήσεις σ’ έναν άγιο
και το σκοτάδι σού φερε το Λάγιο.
Τώρα
τηλεπαθητικά μεταμορφώνεις
το θάνατό σου σε θάνατο.
*Από τη συλλογή “Οι ψυχές αυτές μένουν απούλητες”, Θεσσαλονίκη, 2020.