Υπόσχεση
Με φτυάρια και λισγάρια
τον ουρανό τσαπίσαμε
και με βροχή απ’ τα μάτια μας
ποτίσαμε το χώμα του.
Μα ήλιος δεν ξεφύτρωσε.
Με δόντια και με νύχια
τα σύννεφα ξηλώσαμε
και με γυμνές παλάμες
το έρεβος ραπίσαμε.
Μα μέρα δεν ξημέρωσε.
Μόνο τα φίδια τραγουδούν
και φτιάχνουνε ανάκτορα
στους τάφους των χελιδονιών.
Μόνο αρουραίοι κελαηδούν
και κυνηγούν ελάφια.
Εδώ τ’ αμπέλια γέρασαν στον κάμπο
την Άνοιξη να προσδοκούν,
και λύγισε η ελιά απ’ της σκιάς το βάρος.
Εδώ, κι ο ρόγχος της υπόσχεσης τελειώνει.
***
Και πάλι…
Ο χείμαρρος της μέρας,
χωρίς μνηστήρες και σκοπό,
στις γειτονιές γυρνά,
άνθους αμυγδαλιάς σκορπώντας
και του Ηφαίστου το αμόνι αψηφώντας.
Μα το σφυρί,
βαρύ,
λυγίζει το νερό –
λεπίδα που στα παραθύρια καίει.
Και σα χορτάσει η νυχτερίδα,
κόκκινα ρόδια χύνονται,
τη σάρκα τους ανοίγοντας σ’ ευχές.
Και το νερό,
μαζί με τους ανθούς και το ξυράφι,
το Χάος, τον Αιθέρα και τη Μέρα,
τρέχει σε νέες γειτονιές.
*Από τη συλλογή “Σιωπή”, Εκδόσεις “Πολύτροπον”, 2015.