ΟΙ ΘΕΟΙ
Υψώνονται
Μπρούτζινοι
Οι λαοί ώς το γόνατο
Περνούν από δίπλα
Και κάτω
Ανεβαίνουν στα ρούχα
Σκαρφαλώνουν στ’ αφτιά τους
Ψιθυρίζουν αιτήματα
Κρύβονται στην παλάμη
Στις εντάσεις του πέτου
Κι από εκεί, καταφάσεις μαντεύοντας
Ατενίζουν τον κόσμο
***
ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΕΣ
Ένα χέρι προσγειώνει
Τη νόμιμη αφή του
Κάνει αίτηση να
Μείνει και
Να εργαστεί
Κι η σάρκα του
Απ’ τα λαθραία δάχτυλα
Έχει πληγεί
-ταπεινωτικά νυχτοκάματα
Τα πιο σκοτεινά σκαριά της-
Ρίχνει τα φώτα της, περιφρουρεί
Τα όριά της
***
Η ΟΥΡΑ ΤΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ
Δεν έχουν διάθεση
Καμιά για φιλίες, χειραψίες
Κι άλλες κοινωνικότητες
Εγκλωβισμένοι
Στα λαμπρά τους προσόντα
Δεν πιάνουν κουβέντα
Απροσχημάτιστα κρατούν
Αποστάσεις
Βλέμμα πέρα ή μπροστά
Απ’ ανάγκη
Να διαχωρίσουν τη μοίρα τους
*Από τη συλλογή “Ληθόστρωτο”, Εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 2013.