Λευκός καμβάς
πινέλα σκονισμένα
χέρια κομμένα από τη ρίζα
καρφώνουν τη σχεδία της εικόνας σου.
Παράδοςο να είσαι εσύ.
Κάθε πρωί
σκαλίζεις στα γρήγορα στο πρόσωπό σου
μάτια γινωμένα που κρέμονται
έτοιμα να πέσουν
χείλη μισάνοιχτα
τι ήταν αυτό που ήθελες να πεις
πριν σου σωθούν οι σφαίρες;
Τι ήταν αυτό που το σώμα σου έλιωσε αντί για υπογραφή;
Μια χαμένη ανάσα η κραυγή για χρόνο.
Σωπαίνει στο θέαμα, δεν ακούγεται.
*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “τσακμάκι”, τεύχος 07, άνοιξηκαλοκαίριφθινόπωρο 2017.
