Ἔζησε σ᾿ ἄλλες ἐποχές. Ὡς νέος δέν τά πήγαινε καλά οὔτε μέ
τό λυρισμό οὔτε μέ τόν κυνισμό –δυστύχησε μετρίως.
Ὡριμάζο-ντας κατάλαβε.
Τά χρόνια πέρασαν. Σκαρφάλωσε τίς δεκαετίες στίχο-στίχο.
Ἔμαθε ὅλα τά τεχνάσματα τῆς ποίησης ἀλλά ἔμεινε ἔντιμος –
κατά τό δυνατόν.
Ἀνθηρός τώρα κι ἑτοιμοπόλεμος. Πρωτοκλασάτος. Ποτέ, ποτέ
κυνικός –ἁπλῶς ἡ πείρα ἐλέγχει τό δάκρυ. Ἔμαθε ὅλα τά
τε
χνάσματα. Κάπου-κάπου, μονάχα, τό σῶμα θυμᾶται τό ἀδέξιο
ποίημα πού ἔγραψε εἴκοσι χρονῶν: ἕνα παλιό μυστικό πού
ἡ τέ-χνη του συλλαβιστά λησμόνησε, γιά νά ἐπιζήσει.
*Από τη συλλογή “Τα ποιήματα του Μανδαρίνου”, Εκδόσεις “ύψιλον βιβλία”, 2002.
