Η τέχνη είναι μαγεία απαλλαγμένη από το ψέμα ότι είναι αλήθεια
(T.W. Adorno, Minima Moralia)
Πρωινή Ομίχλη
Μαθαίνεις να γράφεις γράφοντας
Μαθαίνεις να ζεις χάνοντας
Ελπίζεις να ζεις γράφοντας
***
Λέξεις
Μοιάζει με βόλτα στην άδεια πόλη μετά τη καταιγίδα
γι αυτό σου αρέσει
το σύνθημα στον τοίχο
που χάθηκε ο τρελός λαγός
διαδέχεται εικόνα ρακοσυλλέκτριας
να ψάχνει στα θερμοκήπια
οι λέξεις είναι σαν τα σύνορα
τη νύχτα ορατές
τη μέρα δυσκίνητες
πρόσωπα ερωτευμένων
κορμιά αλλοτριωμένων
σταγόνες επίμονες στην άμμο του χρόνου
με βρίσκουν απροετοίμαστο
υπνωτισμένο από ψαλμούς της μονότονης ζωής
δένουν τα χέρια μου στις ουρές τους
φέρνουν στα βλέμματα μου
μοτίβα με τις κρυψώνες του
λέξεις προσφέρονται
στις υπεραγορές του πνεύματος
ανταλλαγές σε λίγο αίμα
επιστροφές με περίσσια δάκρυα
φθαρμένοι ρόλοι με την οκά
λέξεων κύηση στις ράγες του τρένου
***
Τρένα της Φυγής
θυμίζει αυγή
το απόγευμα ο ορίζοντας
καστανιές περνούν με ορμή καταρράκτη
κρύβουν τα πρόσωπα στο τζάμι
λίγο πιο κάτω από
το δέρμα του καιρού
ένα μολύβι και ένα σύννεφο
το χέρι
θυμίζει κάννη
νυχτερινό βλέμμα
όταν σταθμεύει σε αόρατες πόλεις
που ζητούν πίσω το αίμα τους
από τις κάμερες του κλεμμένου χρόνου
λίγο αίμα
στου φιλιού την άκρη
δείχνει σαν όνειρο
το πρωί στο τούνελ
όταν το τρένο βγαίνει
από την αγκαλιά του
παιδί που ζητάει
τις χαμένες μητέρες
***
Κόρη Ανδρομέδας
έρχεσαι όταν δεν σε θέλω
ήσυχο πυρρόξανθο φως τα φθινοπωρινά μεσημέρια
με κάνει να νοσταλγώ ότι ξέχασα να ζήσω
φεύγεις όταν σε χρειαζόμαστε
καλοκαιρινή μπόρα στη ξερή γη
που δεν προλάβαμε να πούμε πατρίδα
κόκκινη θάλασσα στις μαύρες αχτίδες της ιστορίας
η πνοή σου
τα μονοπάτια σου
εκτός γραμμικού βλέμματος
αόρατοι οι τόποι σου
όπως ο χρόνος τον Αύγουστο
είσαι η άλλη πλευρά του φεγγαριού
γράφουν οι φωνές στα εσώτερα βιβλία
μυστική Θεά που διαφεντεύει
απαγορευμένα νεκροταφεία του πνεύματος
εκεί γεννάται η αλλιώτικη ζωή
θέλουμε ένα πρωινό να σε βρούμε
να λαγοκοιμάσαι μοιραία σαν τον θάνατο
στο τρένο που μας πάει στη δουλειά
και να χαθούμε στις μυστικές στοές
ενός ατέρμονου θαύματος
***
Τα Μωρά της Αθηνάς
χοντρές σταγόνες στάζουν από τη βρύση
διάφανες ματιές στον αόριστο πόνο
μπερδεύουν τα βήματα
από τις λέξεις στα πράγματα
γεννηθήκαμε στα πρώτα χρόνια της Αθηνάς
τότε που η αγουρίδα έδινε μέλι και τα δέντρα πίκρα
ο άνεμος σήκωνε τις μυθολογίες
στέλνοντας τες σε μυστικές σπηλιές
μουσικές γραφόταν για αόρατες γιορτές
γέροι μεγάλωναν νέους που τους έμοιαζαν
τα πεφταστέρια περισσότερα από τους χειμώνες
λιγότερες οι θάλασσες από τα βουνά
πουλιά που ζούσαν σε σπηλιές
φίλτραραν τις πένες μας
ανεπίδεκτα αμυνόμενοι
καθώς γυρεύαμε την άλλη πλευρά του φεγγαριού
στα βλέμματα του διαρκώς αναβαλλόμενου καλοκαιριού
γεννούσαμε ψευδαισθήσεις σε άδεια μπαλκόνια
κοιμόμασταν σε ξεχασμένα από τον Τειρεσία κείμενα
συνθέτοντας ν.υ.χ.τ.α.
(νέο υπερηχητικό χτύπημα ταξικού αγώνα)
τώρα τραγουδάμε ακόμη πιο μόνοι όλοι μαζί
σε τυφλούς που έχασαν τους μονόφθαλμους
φωνές στην ομίχλη
σκιές σε αόρατες πόλεις
και γράφουμε στις πλάτες του χρόνου
στίχους ονειροπόλας ζωής
εμείς που μάθαμε να χάνουμε θα σας διδάξουμε στη μάχη