ΕΙΧΑΜΕ ΛΗΣΜΟΝΗΣΕΙ
ΕΙΧΑΜΕ ΛΗΣΜΟΝΗΣΕΙ πιά τις πολύχρωμες μέρες
“Οταν κινούσαμε για τις αφετηρίες των παλμών σου
Στ’ αρχικά των χεριών μου είχα σκαλίσει τις νυκτόβιες αναμονές
Τα κατώφλια μας σκεπάστηκαν από τις ικεσίες της φωνής σου
’Αλήθεια
Τη φωνή σου πώς θά τη λησμονήσουμε
’Έτσι πού άντηχεΐ έπίμονα μες στο μνημονικό μας
*
Καθισμένος πριν δέκα χρόνια σε πετρες της ακρογιαλιάς
Σκεφτόμουνα τον Ροΰπερτ Μπρούκ πού θά είχε γίνει
κάρβουνο κρωγμός γλάρου καί θυμάρι
Διόλου δέ μάντευα πώς θά έρχόταν μιά μέρα
Πού περίεργη θά μέ ρωτούσες γιατί άραγε οί φίλοι νά
πεθαίνουν πάντα φθινόπωρο
Γιά τις αύγές πού χάθηκαν στά τρίστρατα τού δυτικού άνέμου
Πού θά ξαναχαθοΰν ίσως στο άντίκρισμα της οπλισμένης μέρας
Τότε μόλις πρόσεξα τά περιστέρια πού άνθιζαν στά μάτια σου
Τ’ άσπρα χαλίκια πού έπεφταν άπό τά χείλη σου στο πράσινο χορτάρι
Το φουστάνι σου απο πευκόφλουδες κι αστερισμούς πού πάνω του πλάγιασα
Στήνοντας τ’ αύτί μου προσεχτικά στούς παφλασμούς της νύχτας
Καί πηδήσαμε χαρούμενοι τις τριπλές φωτιές τ’ ‘Αι-Γιάννη
πιασμένοι άπο το χέρι κράζοντας το μυστικό μας
Κι ήρθαν κατόπι τα τρένα που σφύριζαν έρημικά στούς κάμπους
Βράδυ νομίζω κάποια άνοιξη πού ξαναγεννιόταν κυκλικά ή ζωή
Μα εμείς λιγοστεύαμε άδιάκοπα
Λιγοστεύουμε κάθε βράδυ
*Από τη συλλογή “Σε πρώτο πρόσωπο”, εκδ. Νέας Πορείας, 1957.
***
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑΣ
ΕΠΕΙΔΗ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ έχουν έναν κοινό παρονομαστή και αύτό
δέ μιλούν πια τα βράδια
Επειδή προχωρούνε οί κύκλοι προχωρούνε τα χρόνια φορτώνοντας
κάθε λογής απώλειες στο ενεργητικό μας
Δέ βρίσκω τό λόγο να μοιράζω τις έπιλογές μου το κρεβάτι μου
τούς ηλεκτρικούς θορύβους μεσα στ αγρια μεσάνυχτα
Ξέροντας καλά πώς κάθε μέρα έπικοινωνώ όλο καί λιγότερο
μάταια προετοιμάζοντας την άμυνά μου
Σήμερα δέ βρισκόμαστε σέ φίλια εδάφη δέν παίρνουμε
όσο θα ΄πρεπε τα προσήκοντα μέτρα προφύλαξης
Περάσαν έρωτες κι έπαναστάσεις δημιουργήθηκαν κάποια
κενά πού δέ γεμίζουν με σάκους άμμου με υποτροπές της μνήμης
ή μέ σχήματα εικαστικά
Κι άλλωστε γύρω μας επίλεκτοι σκοπευτές ‘αγρυπνα
παρακολουθοΰν τις κινήσεις μας τό μεταβολισμό των ελπίδων
Πυροβολώντας μικρές σταγόνες βροχής ομοιώματα ονείρων
παράτολμους εραστές άγνώστων λοιπών στοιχείων
Πυροβολώντας την ίδια την Ποίηση καθώς πλησιάζουμε
άμέριμνοι στο στόχαστρό τους ·’
Καθώς ακόμη περιπλανιόμαστε αδιόρθωτοι νοσταλγοί
στα έμπεδα κάποιου άλλου παλιού καιρού
*Από τη συλλογή “Τα πουλιά και η αφύπνιση”, εκδ. Νεφέλη, 1987.
**Και τα δύο ποιήματα περιλαμβάνονται στο βιβλίο “εν όλω ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ 1943-1997, Εκδόσεις Άγρα, Δεκέμβρης 2006.
Reblogged this on agelikifotinou.
Reblogged this on Greek Canadian Literature.