Βασίλης Καραβίτης (1934-2016), Πέντε ποιήματα

Η ΕΛΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΑΙΩΝΙΟ ΠΟΥ ΣΥΓΚΡΑΤΕΙ

Άσημο καταφύγιο της φθοράς
Ξέχασε όλα τα δόγματα της συμμετρίας
Κι αισθητικά αδιάφορη αποδέχτηκε
Να κρύβει συνέχεια το αληθινό της πρόσωπο
Μες σε κατάξερους κορμούς κι επίφοβες κουφάλες.
Έτσι θυσιάζοντας για πάντα την ομορφιά
Ξεγελάει ακόμα τον παντεπόπτη χρόνο
Κερδίζοντας μια λαθραία αιωνιότητα
Που η επαίσχυντη ζωή αρνείται να προσφέρει.
Τώρα μεσ’ από τόση διάρκεια σίγουρη
Μπορεί και γίνεται χωρίς να το ξέρει
Ταπεινά χρήσιμη,
Σαν τη σκεβρωμένη μάνα
Που οι ρίζες της απλώνουν και κρατάνε
Όσο περισσότερο παλιώνει.

***

ΠΑΙΔΙ-ΜΗΤΕΡΑ Ή ΚΑΠΟΙΕΣ ΜΕΤΑΛΛΑΓΕΣ ΠΟΥ ΑΠΩΘΟΥΜΕ

Θεέ μου το βλέπω καθαρά,
Πάλι ξεπέφτει στην φρικτή ανάγκη μου,
Κι ας μη ξεχύνει όπως παλιά επάνω μου
Τ’ ατέλειωτο νερό της μητρικής στοργής
(Βαθύ μυστήριο κι αρχή ζωής
Που από κανάλι σάμπως μέσα της
Ξεκίναγε ν’ αναλωθεί για να διαρκέσει.)
Όμως το βλέπω κι είναι αβάσταχτο
Πάλι να πέφτει στην φτηνή ανάγκη μου
Την ώρα που σκληρά επιτέλους απελεύθερη
Απ’ την σκλαβιά την στείρα της μητρότητας
Μοιάζει ξανά αρχέτυπο παιδιού
Ενώ εγώ, γελοίο φάντασμα πατέρα,
Με αγριάδα την μαλώνω που ατακτεί
Σχεδόν παγώνω τις χαρές της με σιωπή
Κι όταν τραβήξει το παιχνίδι πιο πολύ
Φωνάζω πανικόβλητος:

Με ξέχασες, Μητέρα.

***

ΦΡΕΣΚΑ ΠΡΩΙΝΑ ΣΥΚΑ

Γενικά δεν συμφέρει να ζεις.
Elia Pennamen

Κάτω απ’ το μαλακό, πράσινο δέρμα τους
Ξαφνικά ανήσυχο και παθητικό
Το παλιό τραύμα της ζωής
Που δεν κλείνει ποτέ.
Ή ανεστραμμένη στον κρύο ουρανό
Η ανοιχτή, ευαίσθητη ψίχα της
Σα να αιμορραγεί χωρίς ελπίδα
Λίγο πριν την καταβροχθίσουν βιαστικά
Οι πρωινοί, δυσκοίλιοι επίγονοι.

***

ΤΟ ΚΕΝΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΚΑΠΟΤΕ ΟΙΚΕΙΟ

Το σπίτι, ο κήπος, η πόλη:
Πόσο στριμώχτηκα σ’ αυτούς
Τους διάσημους τόπους του κόσμου
Μέχρι να μάθω να χωράω ολόκληρος
Στο μετρημένο σύμπαν της καρέκλας μου.
Κάθομαι τώρα ακίνητος κι ακούω προσεχτικά
Μια σιωπή που έρχεται από μακριά
Ενώ η σκιά μου αόρατη
Νυστάζει και αδιαφορεί.
Κι όλο θυμάμαι σταθερά πως έζησα πολύ
Διακριτικά νεκρός και αεικίνητος
Στο φως μιας σύντομης ημέρας προ πολλού χαμένης
Σαν την ανταύγεια της ιδέας μιας ανάστασης
Που δεν με ζέστανε αρκετά για να τη νοσταλγήσω.

*Από το “Ζω με τιυς φίλους και τις λέξεις (1977-1981).

***

ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

Βιαστικά κι αστόχαστα
στριμώξαμε τη ζωή
στο μικρό μας
παραμορφωτικό καθρέφτη.

Ισόβια κι ατάραχη
μας καθρεφτίζει τώρα,
σχεδόν μας δικαιώνει
η χαλασμένη της εικόνα.

*Από “Το αγαθό σκοτάδι” (1997).

**Από τον Αναγνώστη στο http://www.oanagnostis.gr

Leave a comment