Ο ΠΙΚΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
Γέροι και γέροι, με τη μεγάλη αργόπρεπη πανσέληνο,
με τους ψηλούς φανοστάτες πλάι στη θάλασσα. Να φύγουν
δε θα `ταν τόσο δύσκολο άν κάποιος τους ρωτούσε,
άν κάποιος τους κρατούσε να φορέσουν το παλτό τους, άν
ένα παιδί στεκόταν λίγο πλάι τους να κοιτάξει μαζί τους
το πλοίο που απομακρύνεται με τα ήσυχα φώτα του. Οι νέοι
αλλού συχνάζουν, θορυβούν σε κόκκινα ημίφωτα, δεν ξέρουν
το χάρισμα της ίδιας τους της νεότητας, όταν η ωραία γυναίκα
πέφτει απ’ τον έβδομο όροφο στον κήπο, ντυμένη μονάχα
την άσπρη νυχτικιά της ολοκέντητη με μώβ πανσέδες.
BITTER TIME
Old men and old men, with the big waning full-moon,
with the tall lampposts next to the sea. It wouldn’t
have been hard for them to leave if one asked them,
if one helped them put on their heavy coat, if
a child stood next to them for a while to look
View original post 65 more words