Edgar Alan Poe, Το Κοράκι – Δύο μεταφράσεις

*Το “Κοράκι” κυκλοφόρησε στις 29 Γενάρη 1845.

Πρώτη μετάφραση Γ.Β.Ιωαννίδης

(Κυκλοφόρησε σε περίεργα «τομίδια», που θυμίζουν βεντάλια που ανοίγει, από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα με 5 ευρώ (!), το 2007, με σχέδια του Λεωνίδα Χρηστάκη (πρώτη έκδοση ήδη από το 1949!).

Δώδεκα έδειχνεν η ώρα, μεσονύχτι, όπως και τώρα
Κι ήμουν βυθισμένος ώρα σε βιβλία αλλοτινά,
όταν μέσα από ένα θάμπος ύπνου να μου εφάνη, σάμπως
Κάποιος έξω από την πόρτα να χτυπούσε σιγανά.
Επισκέπτης, είπα, θά’ ναι και χτυπάει σιγανά
Τούτο θά ‘ναι μοναχά.

Α, θυμάμαι, έπεφτε χιόνι και του κρύου Δεκέμβρη οι τόνοι
Σκούζαν μες στο παραγώνι και στοιχειώναν στη φωτιά.
Η νυχτιά με στενοχώρα κι άδικα έψαχνα τόση ώρα
Νά’ βρω τη γλυκειά Λεωνόρα μες τ’ αρχαία μου χαρτιά.
Τη Λεωνόρα που οι αγγέλοι της κρατάνε συντροφιά
Και δική μας ποτέ πια.

Κάθε θρόισμα στο μετάξι της κουρτίνας είχε αλλάξει
Κι έρχονταν να με ταράξει ο άγριος φόβος που τρυπά.
Κι έλεγα, για να πάρω θάρρος και να διώξω αυτό το βάρος:
– Επισκέπτης, δίχως άλλο, θάναι τούτος που χτυπά,
Κάποιος νυχτοπαρωρίτης, που για νάμπει μου χτυπά
Τούτο θάναι μοναχά.

Ξάφνου ως νάντριωσε η ψυχή μου και παρά την ταραχή μου
– Κύριε, φώναξα, ή κυρία, συγχωρέστε με, έστω αργά
Στα χαρτιά μου ήμουν σκυμένος κι ίσως μισοκοιμισμένος
Δε σας άκουσα ωρισμένως να χτυπάτε έτσι σιγά.
Με τα λόγια τούτα ανοίγω τα πορτόφυλλα γοργά.
΄Εξω η νύχτα μοναχά.

Το σκοτάδι αυτό τρυπώντας έμεινα εκειδά απορώντας
Κάθε τόσο ανασκιρτώντας μέσα σ’ όνειρα αλγεινά.
Κράτησε ησυχία για ώρα κι άξαφνα απ’ τα βάθη τώρα,
Μια φωνή να λέει Λεωνόρα σα ν’ ακούστηκε βραχνά.
Εγώ φώναξα «Λεωνόρα» και τη φέρνει η ηχώ ξανά,
΄Ετσι θάναι μοναχά.

Μπήκα στο δωμάτιο πάλι, μ’ άνω κάτω το κεφάλι,
Μα μέσα απ’ αυτή τη ζάλη, δυνατήν ακούω χτυπιά.
– Α , στο παραθύρι θάναι, λέω ευθύς, και με ζητάνε,
Ας ιδώ τώρα ποιος νάναι, φτάνει το μυστήριο πια,
Η καρδια μου δεν αντέχει, φτάνει το μυστήριο πια
Θάναι ο αγέρας μοναχά.

Τότε τα παντζούρια ανοίγω, όμως μια κραυγή μου πνίγω
Καθώς βλέπω ένα κοράκι μες στο δώμα να περνά.
Η ευγένεια δεν το νοιάζει κι ούτε που με λογαριάζει,
Μα γαντζώνει στο περβάζι της εσώπορτας στερνά.
Μα γαντζώνει και κουρνιάζει στη μαρμάρινη Αθηνά
Και κυττάζει μοναχά.

Πως ανάπνευσα στ’ αλήθεια και γελώντας απ’ τα στήθεια,
Λέω , από παλιά συνήθεια, στ’ όρνιο με τη κρύα ματιά:
– Κι αν σου κόψαν το λοφίο κι αν σ’ αφήκαν έτσι αστείο
Μαυροπούλι άλλοτε θείο, που πλανιέσαι στη νυχτιά,
ποιό είναι τάχα τ’ όνομά σου μες την άραχνη νυχτιά;
Και μου λέει: – Ποτέ πια !

Θάμασα πολύ μου ακόμα τόρνιο, που είχε ανθρώπου στόμα,
Μα τα λόγια του όλο σκώμα δε μου μάθανε πολλά.
Γιατί αλήθεια, είναι σπουδαίο και περίεργο και μοιραίο,
Αν μια νύχτα, σας το λέω, δείτε κάπου εκεί ψηλά
Κουρνιασμένο ένα κοράκι στην Παλλάδα, να μιλά
Και να λέει: Ποτέ πιά!

Τ‘ όνομά του θα μου κράζει, σκέφτηκα, μα τι με νοιάζει,
΄Ισως πάλι να νυστάζει και τα λόγια του ξεχνά.
΄Ομως τούτο ούτε σαλεύει κι είναι ως κάτι να γυρεύει
Και του κρίνουμαι: – Περσεύει κι άλλος τόπος εδωνά,
Την αυγή θα φύγεις πάλι σαν ελπίδα που περνά .
Και μου λέει: Ποτέ πια!

Τρόμαξα στ’ αλήθεια μου, όντας, μου δευτέρωσε μιλώντας,
– Δίχως άλλο, είπα σκιρτώντας , τούτο ξέρει μοναχά.
Κάποιος πρώην κύριός του, θάκλαψε πολύ, ο καϋμός του
΄Ισως νάγινε δικός του και για τούτο αγκομαχά
Και του απόμεινε στη σκέψη κι είναι σα να ξεψυχά
Λέγοντάς μου: – Ποτέ πια!

Και τη θλίψη μου ξεχνώντας έστρεψα σ’ αυτό γελώντας
Την καρέκλα μου τραβώντας στο κοράκι αντικρυνά.
Μα στο κάθισμά μου απάνω, χίλιες τόσες σκέψεις κάνω
Και στο νου μου τώρα βάνω για ποιό λόγο αληθινά
Σα μιαν επωδή μακάβρια να μου λέει όλο ξανά
Το κοράκι: Ποτέ πια!

Γρίφος θάναι ή αίνιγμά του κι ίσως μήνυμα θανάτου
Και κυττώντας τη ματιά του που μου τρύπαε την καρδιά,
Γέρνω ωραία μου το κεφάλι, στο δικό της προσκεφάλι,
Όπου αντιφεγγούσε πάλι, σαν και τότε μια βραδυά,
Με το βιολετί βελούδο, σαν και τότε μια βραδυά
Και που δε θ’ αγγίξει πια!

Ξάφνου ως νάνοιωσα μου εφάνη γύρω μου άκρατο λιβάνι
Και πλημμύρα να μου φτάνει σύννεφο η θεία του καπνιά.
– ΄Αθλιε, φώναξα, στοχάσου, που ο Θεός στέλνει κοντά σου.
Αγγέλους να σου σταλάσουν νηπενθές για λησμονιά,
Πιέστο, ω, πιέστο, τη Λεωνόρα να ξεχάσεις μ’ απονιά,
Και μου λέει: – Ποτέ πια!

Α, προφήτη, κράζω, ωιμένα, κι αν του δαίμονα είσαι γέννα
Κι αν ο Πειρασμός σε μένα, σ’ έστειλε απ‘ τη γης βαθειά,
Κι αν σε τόπο ρημαγμένο σ’ έχει ρίξει απελπισμένο
Σ ‘ ένα σπίτι στοιχειωμένο με σκιές και με ξωθιά,
Θάβρω στη Γαλαάδ, ω πες μου, θάβρω εκεί παρηγοριά;
Και μου λέει: – Ποτέ πια!

-Α, προφήτη, ανήλιαγο όρνιο κι αν πουλί σαι κι αν δαιμόνιο
Απ’ το σκότος σου το αιώνιο κι απ‘ την κρύα σου συννεφιά.
Πες μου, στης Εδέμ τα δάση, θάβρει ο νους μου ν’ αγκαλιάσει
Μια παρθένα πούχει αγιάσει κι έχει αγγέλους συντροφιά,
Μιαν ολόλαμπρη παρθένα, πούχει αγγέλους συντροφιά;
Και μου λέει: Ποτέ πιά!

Φύγε στ’ άγριά τα σου μέρη, όρνιο ή φάντασμα, ποιος ξέρει
Αν αυτό που σ’ έχει φέρει δεν σε καταπιεί ξανά.
Κι ούτε ένα μικρό φτερό σου να μη μείνει εδώ δικό σου,
Φώναξα, και το φευγιό σου να χαθεί στα σκοτεινά.
Πάρε και το κρώξιμό σου πέρα από την Αθηνά.
Και μου λέει: – Ποτέ πια!

Κι από τότε εκεί δεμένο, το κοράκι, καθισμένο
Μένει πάντα κουρνιασμένο στη μαρμάρινη θεά.
Κι η ματιά του όπως κυττάζει, με ματιά δαιμόνιου μοιάζει
Κι η νυχτιά που το σκεπάζει του στοιχειώνει τη σκιά.
Α, η ψυχή μου, δε θα φύγει μια στιγμή απ’ αυτή τη σκιά.
Δε θα φύγει ποτέ πια!

*Από το http://blog.sofiakolotourou.gr/archives/1206

******

Δεύτερη μετάφραση: Κώστας Ουράνης

Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
Κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
Μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
Σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.
«Κανένας ξένος», σκέφτηκα “οπού χτυπά τη πόρτα,
                               
Αυτό θα είναι μοναχά και όχι τίποτ’ άλλο.

Θυμάμαι, ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
Και κάθε λάμψη της φωτιάς σαν φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα· μάταια προσπαθούσα
Να δώσει με παρηγοριά στη λύπη το βιβλίο,
Για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη
Όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
                                                           
Για πάντα ούτε όνομα.

Και τ’ αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
Με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
Και για να πάψει το άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
Σηκώθηκα φωνάζοντας: “Θα είναι κάποιος ξένος
Που ζητά να κοιμηθεί εδώ στη κάμαρά μου –

Αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι».

Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
«Κύριε», είπα, «ή Κυρά, ζητώ να συγχωρήστε,
Γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
Ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα» –
Κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα –
                            
Σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ’ άλλο.

Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
Γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
Η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
Μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο
Κι “Ελεονόρα!” μοναχά ακούγονταν η ηχώ
Από τη λέξη που ‘βγαινε απ’ τα ανοιχτά μου χείλη.
                                   
Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ’ άλλο.

Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,
Άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
«Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
Ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο
Ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά και θα το λύσω,
                                 
Θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ’ άλλο».

Άνοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
Με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα εμπήκε
Και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν’ αμφιβάλει λίγο,
Επήγε και εκάθισε, στη πέτρινη Παλλάδα
Απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
                                   
Κουνήθηκε, εκάθισε, και όχι τίποτ’ άλλο.

Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
Tη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει,
«Χωρίς λοφίο;», ρώτησα, «κι αν είν’ η κεφαλή σου
Δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό Κοράκι,
Που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ’ όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ’ όνομά σου!»
                    
Και το κοράκι απάντησε: «Ποτέ από ‘δω και πια».

Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί
Ν’ ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα,
Αν κι η μικρή απάντηση που μου ‘δωσε δεν ήταν
Καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα,
Γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου
Ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη
Απάνω από τη πόρτα σου να λέει:
                                                                            
«Ποτέ πια!».

Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο
Δεν είπε άλλη λέξη πια, σα να ‘ταν η ψυχή του
Από τις λέξεις: «Ποτέ πια», γεμάτη από καιρό.
Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του
Να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά:
«Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες
κι όταν θε να ‘ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις».
Μα το πουλί απάντησε: «Ποτέ από δω και πια».
Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου ’πε
Πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω.
«Σίγουρα» σκέφτηκα, «αυτό που λέει και ξαναλέει
Θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του
Που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ’ το τραγούδι
Που θα ’λεγεν ολημερίς και του ’καμε να λέει
Λυπητερά το «Ποτέ πια» για τη χαμένη ελπίδα».
Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ’ έφερε γέλιο
Κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του
Και βυθισμένος σ’ όνειρα προσπάθησα να έβρω
Τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι,
Το άχαρο, τ’ απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων,
Σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις:
                                                                         «Ποτέ Πια!».
Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα
Χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι
Που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με εκαίγαν.
Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος
Του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι,
Στο μέρος που το χάιδευαν η λάμψη της καντήλας,
Εκεί όπου η αγάπη μου δε θ’ ακουμπήσει
                                                                                     Πια!
Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να ‘ταν μυρωμένος
Από ένα θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι
Και Σεραφείμ το κούναγαν και τ’ αλαφρά τους πόδια
Ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου.
«Ναυαγισμένε», εφώναξα, «αναβολή σου στέλνει
Με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη
Για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Ελεονόρα.
Πιες απ’ το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα
Εκείνην όπου χάθηκε”.  Και το Κοράκι είπε:
                                                       
«Ποτέ από δω και πια!».

Είπα: «Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων
Είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε, εσύ,
Είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε,
Αλλ’ άφοβε, στον κόσμο αυτό που κατοικεί ο Τρόμος,
Πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο
Της λύπης κάνα βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία;
Πες μου!», μα κείνο απάντησε:
                                                        
«Ποτέ από δω και πια!».

«Προφήτη», είπα, «δαίμονα, της Συφοράς πουλί,
Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ’ ορκίζω,
Που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα,
Εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν,
Πες μου αν στον Παράδεισο θε ν’ αγκαλιάσω κείνη,
Εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα»;
Και το κοράκι απάντησε:
                                                        
«Ποτέ από δω και πια!».

«Ας γίνει η μαύρη λέξη σου το σύνθημα να φύγεις»,
Εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει, μπροστά του.
«Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα
Ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας
Ούτ’ ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν’ αφήσεις
Ενθύμιση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας
Βγάλ’ απ’ τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που έχεις μπήξει
Και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια!»
Και το Κοράκι απάντησε:
                                                        
«Ποτέ από δω και πια!».

Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει,
Στης Αθηνάς τη προτομή απάνω από τη πόρτα
Και τ’ αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν
Όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι
Ρίχνει σκια στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι.
Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια
Να βγει απ’ τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς
Που φαίνεται στο πάτωμα.
                                                            
Ποτέ από δω και πια!

16298760_177959216020963_802899335507088799_n

One response to “Edgar Alan Poe, Το Κοράκι – Δύο μεταφράσεις

Leave a comment