Γιώργος Σαράτσης, Θα φύγεις νύχτα (Τρεις σκέψεις)

tha-figeis-nixta


Αναγραμματισμός

Θα με βρεις στο απρόσμενο της μελαγχολίας ή στο στενάχωρο μιας ακόμα ημέρας. Αν τυχόν δε με εντοπίσεις, δε θα ’ναι ακόμα η ώρα. Έπειτα, αναλώνεσαι στο περί-μενε. Το άγνωστο θα παραμείνει άγνωστο και ’σύ ένας ακόμη άντρας χωρίς ηλικία.

Αϋπνία. Πού είναι τα χάπια μου; Θα μείνω μαζί σου για να μπορώ να ερμηνεύω τους εφιάλτες μου. Πού είναι η καρδιά σου; Κενό. Αδιέξοδο. Θέλω να βρίσω. Να πετάξω έπιπλα, βιβλία και ρούχα απ’ τα παράθυρα. Να ηρεμήσω σ’ έναν άδειο από παρουσίες χώρο. Μανία με αντικείμενα, μανία με λέξεις, μανία με στάσεις, θέσεις, σκέψεις, μυρωδιές… Έπειτα, διασχίζεις εν αγνοία σου τα σύνορα της συνείδησης. Είναι αργά, σου λένε… Είναι αργά. Αργά…

Και ’σύ, απών.

***

Περιττό

Δεν υπήρχε λόγος να σ’ αμφισβητήσω. Μου ζήτησες να σου γράψω μια σελίδα και σου ’γραψα. Να πετάξω τα παλιά σου ρούχα και τα πέταξα. Να σε συνοδεύσω στην τελευταία μας έξοδο και το ’κανα. Κι ας ήμουν -όπως μου ’πες το επόμενο πρωί- πρόχειρα ντυμένος.
Διπλώνω το αριστερό μανίκι. Το δέρμα από κάτω ξηρό. Το σώμα, σκέφτομαι, είναι πληγή. Λογαριάζει πάντα μ’ επιθυμίες και χάνεται. Κουράζεται απ’ το βλέμμα των άλλων κι αγριεύει. Πες το αμηχανία, πες το απόγνωση, το σίγουρο είναι ότι μαζί του γεννιέται μια ανερμή-νευτη κατάρα που το οδηγεί προώρως στη φθορά.

***

Μετά από ψιλόβροχο

Παρεξήγηση. Δείχνεις αγριεμένη τα δόντια σου, αρπάζεις την τσάντα σου και φεύγεις. Έμειναν δυο-τρία αλαφιασμένα βλέμματα να βολοδέρνουν στο κενό. Έπειτα, το ’ριξα στις κακές συμπτώσεις. Ό,τι πρόλαβα να περισώσω, κάποιες άπραγες σκέψεις ή λίγες μετρημένες συγγνώμες που δε βοήθησαν ποτέ κανέναν.

Ρώσικη ρουλέτα οι στιγμές μας. Σαν μας κάτσει το αναίτιο… Κι έτρεξα να σε προλάβω. Ζητούσα τις παλάμες σου. Μάταια. Χάθηκες μέσα στο ψιλόβροχο. Πήγες να επιβιώσεις, είπες, σε δυσκολότερα κλίματα.

*”Θα φύγεις νύχτα”, εκδόσεις Φαρφουλάς, 2012.

Leave a comment