Αχιλλέας Κατσαρός, Οδός Βράχων: Ανατολικά

page_1_thumb_large

Ι

Αν ήσουν σχήμα
θα ήσουν κάτι σαν τρίγωνο

ένα κομμάτι πυραμίδας
γεμάτο ρωγμές και επίπεδα

αριστερά δυο κυπαρίσσια
στη βάση γάτες
δεξιά ερωδιοί

στη μέση ένας κύκλος να θυμίζει
το πηγούνι των αιώνων

όσο ανεβαίνω
χαράζεται η μορφή σου

όσο ανεβαίνω
ανεβαίνει κι η θάλασσα στα μάτια

οι ερωδιοί κολυμπούν

ΙΙ

μίκρυνες σα νάνος
άρχισες να χτίζεις ξερολιθιές

τα ξύλα της γνώσης πεταμένα
δωμάτιο βομβαρδισμένο

το κεφάλι της μάνας
σαν γίγαντας
να σε κοιτάει

ΙΙΙ

είχες κόκκινο σώμα
αγαπούσες την έρημο

να χαϊδεύεις τα βράχια που ξεμακραίνουν
λευκό κεφάλι

το τσαγερό σου έγινε κύβος
λευκός
με δυο ομόκεντρους κύκλους
πράσινους
είχαν τη φωτογραφία σου μέσα
δίπλα ένα ρόδι άχνιζε

ΙV

δύο γυναίκες η χώρα μέσα σου
η μία έχει κόκκινα πόδια
κόκκινα χέρια
κεφάλι κόκκινο
το υπόλοιπο σώμα μαύρο

της έχουν καρφώσει
τρεις κιθάρες στο κορμί
ακόμα τραγουδάει

η δεύτερη γυναίκα μαύρη ολόκληρη
μόνο το μαχαίρι κόκκινο
στην πλάτη καρφωμένα
μαχαίρια δεκατέσσερα

V

τα φέρετρα πάντα σου άρεσαν
τα έστηνες πάνω απ’ το χώμα
όρθια
μισάνοιχτα

τους νεκρούς τους φανταζόσουν
να χορεύουν
στον ελάχιστο χώρο

γιατί κι αυτό το λίγο
ίσως δεν μας ανήκει

VI

καρέκλα τρίποδη
ίσκιος στο βάθος

γυναίκα ζωγράφος
ίδιος με τη γνώση
ποζάρεις γυμνός σαν άγνοια

το κεφάλι του Κέρβερου κομμένο
στόμα ανοιχτό

μεγάλο κεφάλι σαν την τραγικότητα μας
όμοιο με σπίτι

ο ουρανός μπλε εκεί πίσω

VII

εκεί που χωρίζει η Ερυθρά
-ποτέ δεν πίστεψες τα παραμύθια-

λευκά σύννεφα
φωταγωγημένα από Παρθενώνες

πρώτο θρανίο η Υπατία
με χλαμύδα κόκκινη
ακόμη σε θαυμάζει

VIII

όταν μιλούσες για τον χρόνο
τον περιέγραφες εσταυρωμένο

αριστερά και δεξιά δαιμόνια
κίτρινα να μιλάνε για ελευθερία

πόδια γυμνά χωρίς καρφιά
το κεφάλι προς τα κάτω
να διαβάζει παπύρους

τα χέρια προσευχή
για να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα:
ν’ ακινητεί
κι εσύ να νομίζεις ότι έζησες

ΙΧ

όταν σε πλησίασε ο θάνατος
του σήκωσες κόκκινο πανί
λες κι ήταν ταύρος

γέλασε ο γαμιόλης

στο κόκκινο πανί δυο σκελετοί
ένας να παίζει κλαρίνο
ο άλλος να χορεύει με γυναίκα γιασεμί
αυτή είναι η Ελλάδα του είπες
και του έκοψες το χαμόγελο

X
το ένα ράφι ανοιχτό στη συρταριέρα
επτά αφροί ξυρίσματος

το σώμα σου ακόμη τους κοιτάει

το χέρι απλώνει να τους πιάσει

αφρός ξυρίσματος κι ο θεός

τι να προλάβεις ν’ αγγίξεις;

XI

είχα ξεχάσει τις κουβέντες μας νόμιζα
δημοτικό στο Αγρίνιο ή το Λονδίνο
-δεν έχει σημασία-

αχ, εκείνη η Θάτσερ
ποτέ δεν σου άρεσε

κόκκινο φόρεμα
στολίδια και σκούφο
μεταμφιεσμένη σε Ρωσία

μόλις την έστηνες στον καθρέφτη
-αυτή η θεολογία σου-

ένας σκελετός με χρυσά φίδια
πράσινα κουτάλια
μαύρο κρανίο

XII

η οδός του μαρτυρίου έλεγες
ξεκίνησε με αργοναυτική εκστρατεία

δεν καταλάβαινα
έβλεπα μόνο τις φλόγες

το δέντρο της γνώσης που κάηκε
το μήλο σαν μεγάλη σφαίρα
να έχει διαπεράσει τον κορμό
να έχει ανοίξει τον δρόμο στο χάος

μπροστά απ’ όλα αυτά
ο άνθρωπος σαν κύκνος

φτερά ανοιγμένα

αυτό το μαύρο τι ζόρι τραβάει
και μοιάζει με στόμα
που δεν αφήνει τον κύκνο να πετάξει;

Επίμετρο
Η μικρή αυτή συλλογή γράφηκε στις 24/4/2014 και είναι αφιερωμένη στον πατέρα μου Σπύρο Κατσαρό, ο οποίος νοσηλεύεται με βαρύ εγκεφαλικό στον Ευαγγελισμό από τις 19/4/2014.
Είθε την ευλάβεια μπροστά στον θάνατο, αν έλθει, να την δείχναμε και στις υπόλοιπες εκφάνσεις της ζωής μας.
Αχιλλέας Κατσαρός

*”Οδός Βράχων ανατολικά”, ηλεκτρονική έκδοση Ενδυμίων 2014. Εκδόσεις Θράκα σε έντυπη μορφή, 2015, διορθωμένη.

untitled161

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s