Κωστής Τριανταφύλλου, δεν υπάρχει ακόμα τίποτα (απόσπασμα)

…………………………………………
η λαιμητόμος σήμερον αναχωρεί αμέσως
μεταβαίνουσα εις Βόλον
μέσω συννέφων και αλόγων
μετά νεκρικής σιγής
κάθε ώρα ευνουχισμός
κάθε ώρα βιασμός
γαμιούνται οι άγνωστοι σε κατακρεουργημένο ταξίδι
άλλοι βγαίνουν για φαγκρί
άλλοι να καμακώσουν γκόμενες
άλλοι να μαστουρώσουν με το φεγγάρι
χαμένοι στα μπετά
βρέχει βρυχυέται η ελπίδα
ζαρωμένη στην κερκίδα
ήμερα σκυλιά ουρλιάζουν πρόστυχα στα κρυφά
σε στυλ αμερικάνικο τσαμπουκαλεύει ο Μπάμπης
ξενέρωσε
άραξε πάνω μου
δε μας παίρνει
δεν υπάρχει ακόμα τίποτα

τα τρελοκομεία ήρεμα βαριαναστενάζουν
φυλακές που συγκρατούν την επανάσταση
η Ρόζα αγκομαχάει στον υπόνομο
τα σχολεία σκοτώνουν κάθε μέρα
πίσω απ’ τη βιτρίνα
πίσω απ΄ τα παιχνίδια
και τις ομαδικές εκτελέσεις
ομάδες αποσιωπητικά εν χορώ συλλαβίζουν
πολιτικές παρλαπίπες
πίσω απ’ τους αγνοούμενους
πίσω απ’ τους αιχμάλωτους
πίσω απ΄ τη γενική σιωπή
πίσω απ΄ τη βιτρίνα
πίσω
πιο πίσω από κάτω
περιθώριο
όλοι στο περιθώριο

οι καλές μαννάδες θηλάζουν βρέφη προς σφαγήν
προς κατάταξιν
ο Παλαμάς ρεμβάζει στην κατεψυγμένη μελαγχολία της Αθήνας
θέλει να διαλευκάνει το μυστήριο του καυσαερίου

δεν υπάρχει ακόμα τίποτα
ο Χριστός λένε τρέχει με μηχανάκι και μαστουρώνεται
τη βρίσκει τρομοκρατώντας τους Χριστιανούς στις διαβάσεις
ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος στα σφαγεία τρυφερό κοτόπουλο
παραπονιέται γιατί εξαφάνισαν την Ελλάδα
τς γοργόνες
οι πρόεδροι στα θεωρεία προς εκτέλεσιν
ταφεντικά και οι βουλευτές
προς βομβισμόν
προς εκσφενδονισμόν
ταμφιθεατρικό σου κεφάλι ψοφάει για θέαμα
Το θέαμα ψοφάει για σένα
ταμφιθέατρο γεμάτο ψοφίμια
δεν έχει γράμμα για σένα από τον άλλο κόσμο
ο Χέρωνας δε σε γουστάρει καν
ψωνίζει φασαρία απ’ την καρδιά του
για τσαμπουκά
η κεντρική επιτροπή του Άδη μαστουρωμένη
καταδικάζει την πείνα της
η λειτουργία στην εκκλησία ανατριχιάζει κότες
το στομάχι μου διαγωνίζεται στον εμετό
Δούρειοι ίπποι παρελαύνουν μέσα στα λόγια σου
οι αφίσσες των διαφημίσεων για σκίσιμο
οι Τράπεζες τα Prisunik για κλέψιμο
οι βιτρίνες για σπάσιμο
το κορίτσι που περνάει είναι βιτρίνα κανόνι
η βιτρίνα της Αθήνας
η βιτρίνα του κόσμου η αρένα
για καταστροφή

δεν έχω χαβιάρι απόψε να σε μπουκώσω
δαντελωτής αξιοπρεπής αηδία της άρχουσας τάξης
μήτε και σκερτσόζους στίχους
που να τρίξουν τα χλιαρά μπουτάκια σου

δεν υπάρχει ακόμα τίποτα
κι απ’ αυτό κινδυνεύουμε
οικογενειοκρατίες και μεταμέλειες
τρομογραφήματα ξεφτίζουν τσαλακωμένες φάτσες
μικρούληδες Ρωμαίοι κυνηγούν θεότρελλες Ιουλιέττες
μού κοπήκανε ταπίθανα
οι περιπέτειες ξαπλώνουν μια για πάντα
πάνω στις ξαπλωμένες λεωφόρους που δεν πέταξαν
ακόμα πιο ψηλά μακρυά
δεν υπάρχει ακόμα τίποτα
σταυρωμένοι λογιστές ανασταίνονται μ’ ένα βαρύ γλυκή
η Αφροδίτη της Μήλου βρήκε το χέρι της στον σκουδιτενεκέ σου
σκουπίδια
στα σκουπίδια βρήκα το δικό σου περιθώριο
ταρνάκια του Χριστού άρχισαν να λενινίζουν
κι οι Λενινιστές άρχισαν να βελάζουν
να βουλιάζουν
να τη βρίσκουν

Συγχώρεσέ μας Κάρολε για την αναρχία μας!

οι άγιοι ουρλιάζουν σε Βακχικές μαγείες
οι άγριοι βαδίζουν στην απελπισία και την καταστροφή
δεν υπάρχει κανείς τους
δεν υπάρχει ακόμα τίποτα
κι όσα υπήρξαν τα θάψατε
ακόμα δεν υπάρχεις
δεν άρχισες να ζεις
γιατί αν καταλάβαινες
θα τάθελες όλα δικά σου
γιάτο τίποτα
για την ομορφιά
για τη ζωή.
………………………………………………

οι παππάδες κάνουν υπερωρίες
δίπλα σε χαφιέδες κι όμορφες κυρίες
χοντοί κτηνάθρωποι τρίζουν τα δόντια τους
για να ηρεμήσουν οι μασέλες φτύνουνε διαταγές
όλοι οι μπουρζουάδες της γωνιάς πιάσανε σίφυλη
και παρανοήσαν
ακούγοντας πως υπάρχουν χρυσόψαρα
στη κοιλιά ενός βιολοντσέλου που βήχει σπαστικά
γιατί ναι μεν δεν φοράς σουτιέν
ξέχασες το στήθος σου στο νεροχύτη
γιατί όπως πλενόσουνα αποκαλύφτηκε η ταυτότητα του τρόμου
όλα είναι πίσω από ταμεία
πληρώνεις το θάνατο για ένα τελευταίο ποτήρι
για την τελευταία πικρή ρουφηξιά
δεν υπάρχει ακόμα τίποτα
θάνατος
και ποσοστό αυξημένο αυτοκτονιών
έντοκες αμφισβητήσεις από καταθλιπτικούς τζογαδόρους
όλοι στους δρόμους με την τοκισμένη ιδιοκτησία της μιζέριας

ντουβάρια και καθαρά ζευγαράκια
όλοι της μόδας
θάνατος και βιτρίνες
κανένας δεν επικοινωνεί με κανένα
κι όλοι με το τίποτα
παρηγορείστε τα οικογενειακά σας έπιπλα
μ’ ένα καινούργιο στυλ καθίσματος
φωτιά στο μουσείο άχρηστων αντικειμένων
ο πλανήτης γκρεμίζεται μέσα μας
μετέωροι στον καπνό του τσιγάρου
τρελούτσικοι κι ελκυστικοί στα μάτια της εξουσίας
μπαϊλντισμένοι από όλο αυτό το πράμμα
από όλο αυτό
παρατημένες οι μέρες
κι η πλατεία Εξαρχείων στη θέση της

κάτι πρέπει ναλλάξει σε σένα
για να μπορέσει να κουνηθεί ο κόσμος

Συγχώρεσέ μας Κάρολε για την αυτοκτονία μας!

Οι αύρες στέλνουν δακρυγόνα
τα κόμματα κατάθλιψη
τα θέατρα αφήνουν όλους στην ησυχία τους
οι διαδηλώσεις αγαναχτούν τη φαντασία

ο Λένιν είναι τώρα μια μούμια
η κατανάλωση νεκρή παραδίνεται στα χέρια των ληστών
το μουσείο αχρήστων αντικειμένων
δε φεγγοβολεί τη νύχτα τρέμει
τα πορνό μαγνητίζουν τους ψηφοφόρους
οι κάλπες ρουφάνε τους τρομαγμένους
αφήστε τα νοικοκυριά
και περάστε στη ζωή για τα καλά
δεν υπάρχει τίποτα
κι απ’ το τίποτα θα βγουν τα πάντα

δεν υπάρχει ακόμα τίποτα
όλα αρχίζουν χωρίς αρχή
όλα τελειώνουν χωρίς τέλος
διαιωνίζεται η δουλεία
συμψηφίζεται η κατανάλωση και ο ηρωισμός
τοκίζεται η γέννα
η ζωή χρειάζεται χαρτοσήμανση
υπνοβατούν οι οπαδοί
ξέρουν πως τους πουλάνε παραμύθια
ξέρουν πως τους πετάνε γυαλιστερά σκουπίδια
κι όμως τα βάζουν φυλαχτό
υπόλοιπα από μια ζωή που δεν άρχισε
δεν υπάρχει ακόμα τίποτα
ο ένας φοράει τη μάσκα του άλλου
κι όλοι μαζί τη μάσκα της εξουσίας

δεν υπάρχει ακόμα τίποτα
μια που το τίποτα κυοφορείται
αν εσείς δεν επιθυμείστε τα πάντα
αν δε γίνετε τα πάντα
αν η φαντασία δεν περάσει στη ζωή
κι αυτή η ζωή στη χέστρα
……………………………………………

*Από το βιβλίο “δεν υπάρχει ακόμα τίποτα”, Αθήνα, 1974. Το απόσπασμα αυτό δημοσιεύτηκε και στο αναρχικό περιοδικό “Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα”, τεύχος 3, 1977 (;)

Κώστας Κωνσταντινίδης, Τρία ποιήματα

Αρκούν

Μιας ευαρέσκειας συστολή,
ένα μειδίαμα αχνό,
αρκούν να σε ευφράνουν
για στιγμές
Απ’ όσες προχωρούν με βήμα ασταθές,
που τολμηρά διστάζουν να ντυθούν,
απ’ τους πολλούς
που απαρατήρητες περνάνε
Φτάνει ο θαυμασμός να είναι ειλικρινής,
ενόσω οδεύετε αντίκρυ, τις φλερτάρεις.

*

Στις χαραυγές

“Στις χαραυγές ξεχνιέμαι”,*
συλλογίζομαι αιφνίδια,
λέει το τραγούδι
κι επαφίεμαι γητεμένος
στο ρευστό ανάγλυφο τ’ ουρανού
που αργόσυρτα αναδεύει,
στο πλατινένιο φως που νωχελικά
ξεπροβάλλει απ΄ το Σέιχ-σου
και το πρώτο πρωινό κοντσέρτο των πτηνών
απαλλαγμένος πια
απ΄ τ’ ολονύχτιο αλυσμό και περιπλάνηση του νου.

Α ρε καημένε Θανάση, τι θα ‘χεις τραβήξει και του λόγου σου

*Τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου.

*

Παραμυθία

Στο πρωινό παράθυρο βαρύθυμα τραβάς
Θέας γαλήνιας, σιγαλιάς το γιατρικό,
για λίγο έστω, μάταια επιχειρείς να νιώσεις
τ’ απάνεμα, μοιραία, νοσταλγείς και λαχταράς,
απόκοσμου κελιού αίσθηση σε συνέχει
Ζωής διάνυσμα, προσδόκιμο, των δύο
διαφορά, αθέλητα, άφευκτα λογαριάζεις
Στην ξέπνοη φιγούρα διανεύεις σπλαχνικά
π΄ απ’ το γυαλί περίλυπη κι αμήχανη κοιτάει:
“Υπομονή, αντίστροφα μετράμε εφεξής”.

*Από τη συλλογή “Ποιήματα Έρωτα και Θανάτου”, Θεσσαλονίκη 2023.

Βαγγέλης Αλεξόπουλος, Οι άγγελοι στα επείγοντα 

Στα επείγοντα
των δημόσιων νοσοκομείων
περνούν την ώρα τους οι Άγγελοι
Στην αρχή χαμογελούν
στους ασθενείς αισιόδοξα
Όμως η ώρα περνάει
Μετρούν με φορεία
την ατέλειωτη αναμονή
Επεμβαίνουν συχνά
μα είναι τόσοι πολλοί
της ζωής οι ζητιάνοι
Στα επείγοντα
των δημόσιων νοσοκομείων
οι Άγγελοι χασμουριούνται
στρώνουν τη τσόχα
στο τραπέζι του χειρουργείου
και παίζουν τις ψυχές στην πόκα.

*Από τη συλλογή “Οδηγίες χρήσης ιπτάμενης ραπτομηχανής”, Εκδόσεις Οδός Πανός, 2020.

Autumn Royal, Transplants, III / Μεταμοσχεύσεις, III

—For Shin Hae-uk

This is no small thing—the borders glossing the room
are large enough for her to visualise being placed somewhere
other than this location. Room for error, she figures, while
performing her daily stretches to increase muscle and joint
mobility—mostly to relieve the pain pre-existing in her current
situation. A report submitted to the board specified that no one
knew her well enough to befriend her, and she now understands
that this was a mistake. Lying with her back against the floor,
knees bent, she rotates her hips and the knots in her lower back
loosen. Inhaling a deep breath, smelling the dirt beneath her,
she whispers—even though I have been stripped of installation
I know I deserve money in my life. Tracing the beads of sweat
beneath her bustline, she trembles with the conviction that she,
in the centre of the room, is embodying her ultimate address.

Μεταμοσχεύσεις, III

Αυτό δεν είναι μικρό πράγμα – τα σύνορα που γυαλίζουν το δωμάτιο
είναι αρκετά μεγάλα ώστε να μπορεί να φανταστεί ότι τοποθετείται κάπου…
εκτός από αυτή την τοποθεσία. Περιθώριο λάθους, σκέφτεται, ενώ
εκτελώντας τις καθημερινές της διατάσεις για την αύξηση των μυών και την κινητικότητα των αρθρώσεων -κυρίως για να ανακουφίσει τον πόνο που προϋπήρχε στην τωρινή της κατάσταση. Σε έκθεση που υποβλήθηκε στο συμβούλιο διευκρινίζεται ότι κανείς δεν τη γνώριζε αρκετά καλά ώστε να την κάνει φίλη, και τώρα καταλαβαίνει ότι αυτό ήταν λάθος. Ξαπλωμένη με την πλάτη της στο πάτωμα,
τα γόνατα λυγισμένα, περιστρέφει τους γοφούς της και οι κόμποι στο κάτω μέρος της πλάτης της χαλαρώνουν. Εισπνέει μια βαθιά ανάσα, μυρίζοντας το χώμα κάτω από το κεφάλι της, ψιθυρίζει- ακόμα αν και μου έχουν αφαιρέσει την εγκατάσταση ξέρω ότι αξίζω χρήματα στη ζωή μου. Ακολουθώντας τις χάντρες του ιδρώτα
κάτω από τη γραμμή του στήθους της, τρέμει στην πεποίθηση ότι αυτή,
στο κέντρο του δωματίου, ενσαρκώνει την απόλυτη διεύθυνσή της.

*Η Autumn Royal γράφει δράμα, ποίηση και κριτική στην ιθαγενή γη των Wurundjeri Woi Wurrung. Είναι υπεύθυνη των συνεντεύξεων στο Cordite Poetry Review. Οι ποιητικές της συλλογές περιλαμβάνουν τα “She Woke and Rose”, “Liquidation” και “The Drama Student”, η οποία συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα για το βραβείο Judith Wright Calanthe 2023 του πρωθυπουργού του Κουίνσλαντ

**Το παρόν δημοσιεύτηκε εδώ: http://cordite.org.au/chapbooks-features/invisible/transplants-iii/ Απόδοση: Δημήτρης Τρωαδίτης.

Gherasim Luca, Στίχοι

I am forced to invent
one way to get around
of breathing
to exist
in a world that is not even water
neither air nor earth nor fire
how to know in advance
if i need to swim
fly , walk or burn
Inventing the fifth element
the sixth
I’m forced to check my ticks
my habits, my sureties
for wanting to pass through an aquatic life
to an earthly life without changing destination
from your respirator
is death

[…]

Everything needs to be reinvented
there is nothing else in the world

*

Αναγκάζομαι να εφεύρω
έναν τρόπο για να τριγυρίζω
αναπνέοντας
να υπάρχω.
σε έναν κόσμο που δεν είναι καν νερό.
ούτε αέρας ούτε γη ούτε φωτιά.
πώς να ξέρω εκ των προτέρων
αν πρέπει να κολυμπήσω
να πετάξω, να περπατήσω ή να καώ
Εφευρίσκοντας το πέμπτο στοιχείο
το έκτο
Αναγκάζομαι να ελέγξω τα τσιμπούρια μου.
τις συνήθειές μου, τις βεβαιότητές μου.
που θέλω να περάσω μέσα από μια υδρόβια ζωή.
σε μια γήινη ζωή χωρίς να αλλάξω προορισμό
από τον αναπνευστήρα σου
είναι ο θάνατος.

[…]

Τα πάντα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν.
Δεν υπάρχει τίποτα άλλο στον κόσμο.

Τάκης Σινόπουλος, Δύο ποιήματα

Klimt, Tree of life

ΑΝ

Απ’ το πρωί ο άνεμος ξεκάρφωνε τον ουρανό.
Απ’ το πρωί ο ήλιος κάπνιζε
ανάμεσα στα ερείπια.
Αν το πρόσωπό σου, το πρόσωπο ασπίδα. Και το σύν-
νεφο εκείνο κι ο τόπος τοπίο, και τα μάτια σου στρέ-
φοντας ξαφνικά δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που
κοίταζαν λίγο πιο πριν.
Αν το χέρι σου ήταν.
Αν τα μάτια σου.
Αν το χέρι σου.
Αν η λέξη που πήγες να πεις.
Λοιπόν όλη τη μέρα ο άνεμος.
Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς σου.

Από τη συλλογή “Πέτρες”, 1972.

*

Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ

Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

*Από τη συλλογή “Μεταίχμιο Β”, 1957.

Fivos Delfis, A bird

Bird with hurt wings,
I hide my deep sorrow;
you have sometimes felt my stone
with your hand
and the corn and lily are born,
the song of the lark
at the dawn of my first life.
Apollo’s flute
and then the noon fire comes
and the heart’s hammering
on life’s anvil.
Iron collar
warm as your neck,
I’ll open the window of slavery
where gold murmurs.
Pure as crystal I am those springs
that you have poured in me
with aerial promise
that your fleeting vision brings.
You disturb the springs.
O the tears that loving
memory now distills
are heard to fall silent
in the empty hour-glass.

II

The resurrection of the dead
with the swallows I tend
cannot happen
without your presence
when the gay hour of Dionysious
and young springtime strikes.
You will bring as bright leaf for me-
your token
your page, your heart,
the hope of resurrection.
Now bird with hurt wings
I tend you,
Hide myself in the world.
See, desire transforms your pure body
like a serpent;
I’ve forsaken all the old past!
Old age has approached your green bough,
the may bells
in the year of seven candles
ring in the wilderness;
wings unfolded
on sick naked bodies
haunted by phantoms
and eternal fear.

*Translated from the Greek by Charles Guenther. Δημοσιεύτηκε στο “Yugen” που εξέδιδαν οι LeRoi Jones και Hettie Cohen, τεύχος 3, Νέα Υόρκη, 1958.



**Ο Φοίβος Δέλφης (1909 – 15 Φεβρουαρίου 1988 ) ήταν ποιητής, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (ΠΕΛ), του Δελφικού Οργανισμού και της Ένωσης Ελλήνων Λογοετχνών (ΕΕΛ). Γεννήθηκε στους Δελφούς και το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Κανέλλος. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είχε φιλικές σχέσεις με τον Σικελιανό,που επηρέασε και το έργο του. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα σε ηλικία 28 ετών με την ποιητική του συλλογή “Ειδύλλια”. Παρότι ζούσε στην Αθήνα από το 1929, δεν έπαψε ποτέ να διατηρεί στενές σχέσεις με την πατρίδα του. Σ’ αυτόν ανήκει η σύλληψη της ιδέας ενός πρώιμου ανοικτού Πανεπιστημίου, του «Δελφικού Περιπατητικού Πανεπιστημίου», που περιόδευε στα χωριά του Παρνασσού και η λειτουργία ενός ορειβατικού συλλόγου. Τη δεκαετία του ‘40 ήταν ένας από τους πρωτεργάτες των πολιτιστικών εκδηλώσεων που πραγματοποιούνταν στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών. Για το συνολικό του έργο βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών με τον α΄ έπαινο. Έγραψε πολλά ποιήματα και ποιητικές συλλογές, όπως τα “Βουκολικά” (1938), “Όργος Οργής” (1948), “Η μοναξιά του λιθαριού” (1948), “Αχαοί” (1951), “Άνθρωπος της Γης” (1943), “Ρόδα του Απόλλωνα”, “Θλιμμένο Πάσχα”, “Ο γερο-Θωμάς”, “Αγροτική συμφωνία” , “Πεσταλότσι” και άλλα. Μερικά έργα του βραβεύτηκαν και στο εξωτερικό.

Phoebe Giannisi, Earth and Sky 


Photo: Alexandra Siougkari

I.

Clouds have enveloped the mountain
losing its peak in the sky
which like an embroidered dress
covers everything
encircling with its holy
the body of the earth
humming ceaselessly
and us mortals below
with friendship joy
joining limbs
like our works when we look upon them
and when they are complete

Strife stands apart
parting one into many

II.

Sky dark
sea grey blue
trees acquiescing to gusts of wind
everything obeys the sky
bowing, rooted to the earth
only a ship in motion
has volition to resist
a machine’s volition
invisible to us
propels it onward
life is that which leaves
motion volition
forward
what parts the volition of others
from the sky?
what parts it
from its roots in the earth?

III.

Is the departure
the journey
just a working
of sky?

if fate is the sky
one which
comes from somewhere overhead
one which
like war or earthquakes
finds you.
The name of the unknown was always Sky.

*From “Cicada”, New Directions. Translated from Greek by Brian Sneeden.

Ηρώ Νικοπούλου, Ο χρόνος που περνά και χάνεται

πάει εκδρομή στις λαϊκές
με παπούτσια αθλητικά
και ψαθάκι του ήλιου
γεμίζει χρώματα το καροτσάκι
γλαρωμένα ψάρια μεσημεριάτικα
Με το μούχρωμα τραβά κατά τα νερά
κι επιβλέπει τον άνεμο
από τους σιωπηλούς γερανούς
των ναυπηγείων
Στις μεγάλες αντάρες
τεμπελιάζει ο χρόνος τού παίρνει καιρό
όμως αποκαθιστά τον ορίζοντα
σαν το νερό στ’ αλφάδι
Τα καλοκαίρια ασβεστώνει ξωκλήσια
Το μαρτιάτικο ξημέρωμα
παραδίδει ωδική στα πουλιά
Σαβανώνουν οι αράχνες του
κοιμητήρια και χαμοσπηλιές
γεφύρια κι ουρανοξύστες
τον αντιγράφουν οι καλλιτέχνες
και ξιπάζονται ανεπανόρθωτα
άλλοτε πάλι αργοπορεί σαν ξένοιαστος
πάνω σ΄ οργωμένο χώμα
ποδοποτάει την σοδιά και χάνεται
Πού πάει ο χρόνος όταν φεύγει
Βάζει τα παπούτσια του και σε κυνηγά
γαλαξιακό γίνεται φως
στο μάτι μακρινού τηλεσκοπίου
σύνθημα γίνεται στο στόμα
εκ γενετής αλάλων
Κάνει την πρωινή γυμναστική του
στο πρώτο κλάμα ενός μωρού
Κόλουρος είναι και φυσά
μέσ’ απ΄ την ουρά του
κι όλο επιστρέφει
μέσα από παλιά σπασμένα
Ζενίθ μεγαλόπρεπα
Ο Μέγας Ωρολογοποιός που
κουρδίζει τον υπερφίαλο πετεινό
και τα ταπεινά του πάγκου ρολόγια
με βήματα ανεπαίσθητα αθόρυβα
ανύπαρκτα
και πάντα πέφτει ύστερα απαλά
χιονίζει τρυφερή καρβουνόσκονη
στις απορημένες μας πλάτες

Κατερίνα Φλωρά, Περαστικό 

Τον ερχομό σαν άνοιξης κάλεσμα
τα γκρίζα σύννεφα στη σκιά του βλέμματος
που χαμηλώνει στης χαράς το πέρασμα

Στιγμή που αναβλήθηκε σε χρόνο αόριστο
σε μελλοντικής κουκίδας πιθανότητα
χαρτάκι που το πήρε ο αέρας και χάθηκε

Άτεγκτος ο χρόνος
σαν δειλιάσουμε να κινήσουμε