
* Τα μικρά αυτά ποιήματα που αποτελούν τη συλλογή αυτή γράφτηκαν στη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας στην Ελλάδα (Καλαμάτα, Αυλώνα, Ρόδος) και έκτοτε τα επεξεργάστηκα κάποιες φορές. Στη μορφή που δίνεται εδώ η συλλογή παρουσιάστηκε σε διάφορες εκδηλώσεις στη Μελβούρνη (Saloni M Dante Upstairs 2004, La Mama Αύγουστος 2007 κ.α.). Περιλαμβάνεται στο ανθολόγιο του Melbourne Poetrs Union που εκδόθηκε το 2008 με τον τίτλο Hidden Treasure – Mutlicultural Voices of Melbourne, ενώ εκδόθηκε επίσης σε ξεχωριστό ένθετο μικρού σχήματος στο τεύχος 14 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2009) του περιοδικού Ένεκεν από τη Θεσσαλονίκη. Η αγγλική μετάφραση είναι δική μου και την επιμέλειά της είχε η Angela Costi.
Έρχομαι από το πουθενά.
Τραβώ για το πουθενά.
Όσοι έρχονται από το πουθενά
Δεν είναι γελαστοί
είναι φοβισμένοι.
Τα μερόνυχτα μεγάλα χασματικά κενά.
Θέλω να φωνάξω, μα είμαι πνιγμένος.
Ένα παράδοξο βάρος
μου σφίγγει την αναπνοή.
Ζητώ ένα ψίχουλο βοήθειας.
Ένα νόημα ζεστό κι απάνεμο.
Η σκιά μου βαριά και ράθυμη.
Περιπλανιέται άσκοπα σε θαμπά φώτα.
Κρύβω το τσιγάρο μεσ’ την κάνη του όπλου.
Τα στιγμιαία όνειρα με πλήττουν.
Κομμάτια σ’ αμόνια πυρωμένης λάβας.
Τα χέρια μου ψάχνουν τοίχο
ν’ απλώσουν την έντασή τους.
Το μυαλό μου σε συνεχή ημικύκλια
προς τα πίσω.
Ένα λεπτό θανάτου
όταν οι μεγάλοι μιλάνε για ειρήνη.
Χωλαίνουν οι ανάσες μου.
Νυχτερινές ευαισθησίες ελέγχονται
από μυστικούς δέκτες…
Μου κόλλησαν έναν αριθμό
αντί για όνομα.
Έκλεισαν την καρδιά μου
σ’ ένα συρματόπλεγμα.
Παγίδεψαν την ελπίδα μου
σαν πουλί σε ξόβεργα
Και μ’ ονόμασαν στρατιώτη…
Ελπίδες κολλάνε σε γρανάζια σιωπής.
Λυγμοί άχαροι
στροβιλίζονται στο χρόνο.
Το κρύο σαν λιτανεία σκελετωμένη.
Με τρυπάει κατάσαρκα…
Η νύχτα βογκάει στα σπλάγχνα μου.
Οι δρόμοι της αγρύπνιας στάζουν αίμα.
Κλειστή κοινωνία, ερμητική,
Όπου η ύπαρξή μου δολοφονείται
Σε στενότερο κύκλο.
Ο μεγάλος θάνατος είναι εδώ.
Στα σύνορα που είναι φυλακή.
Στον ήλιο που αρνείται να λάμψει.
Στις καρφωμένες παλάμες στα σίδερα.
Στους τάφους των κραυγών μου.
Στα πέτρινα κύματα της ψυχής μου.
Στις ώρες που αυλακώνω τα χέρια μου.
Στην ερημιά όπου τεμαχίζονται οι ελπίδες μου.
Ο χρόνος αιώνιο κουφάρι.
Στεναγμοί που αυτοκτονούν
στον πάτο ενός ονείρου.
Πνοή κομμένη στα δύο
στην καταιγίδα που έρχεται.
Ούτε ένα ίχνος ανατολής
Στην πρωινή καταχνιά.
Ούτε μια υποψία ηλιαχτίδας
στο μουντό άδειο.
Πίσω απ’ τις παλάμες μου κρύβομαι
τραγικά απροσάρμοστος.
Τρυφερότητες που καίγονται
σε λάκκους γεμάτους ασβέστη.
Δυό γράμματα μισοτελειωμένα
σαν όνειρα πληγωμένα απ’ το χρόνο.
Τα πνευμόνια γεμάτα σκόνη
και μια θλίψη με τριγυρίζει
Το μεσημεριανό φως κιτρινίζει
στις σελίδες του πόνου,
στον απόηχο των εκτελέσεων,
στα βογκητά της θύελλας.
Ξυπόλητος στο χώμα,
Με μια ζάλη από θλιμμένα όνειρα.
Υπάρχω χωρίς προοπτική.
Δεν έχω χαμόγελο.
Δεν έχω δάκρυ.
Δεν έχω τίποτα.
Όλα με μαστιγώνουν κατάσαρκα.
Και τα χάλκινα παραπετάσματα
μιας ανυπόστατης δημιουργίας.
Κι ο πόνος που βαδίζει
σ’ άχαρα μονοπάτια.
Κι οι μεταλλικές μου φλέβες
ξέμακρα απ’ το χαραγμένο μου στήθος.
Κι οι φονιάδες που τριγυρνάνε
με πυρηνικά μαστίγια.
Κι οι τιποτένιοι αγοραστές των άστρων.
Κι οι ηδονές των δημίων
όμοιες με μαύρες φτερούγες
Κι η άχνα απ’ το αίμα.
Όλα με μαστιγώνουν κατάσαρκα.
Ο ύπνος μοιάζει με θάνατο.
Τα χνώτα μυρίζουν θάνατο.
Προσποιούμαι ότι κοιμάμαι.
Ξυπνώ κι αρχίζω να σκίζω
μια φωτογραφία
σε μικρά κομματάκια.
Ο αγέρας τα παίρνει μαζί του.
Χορεύουν για λίγο στο κενό.
Κάποια κολλούν στην λάσπη.
Άλλα τα παρασέρνει
το νερό της βροχής.
Θεατής αδιάφορος είμαι,
Περιμένοντας τον μοναδικό ηθοποιό
Να προσποιηθεί για μένα, τον μοναδικό θεατή.
Οι κάνες των όπλων χάσκουν
σαν αδηφάγες τρύπες.
Μια διέξοδος κλείνεται
Με συρματόπλεγμα.
Δακτυλικά αποτυπώματα από αίμα.
Δεν υπάρχουν άγγελοι.
Δεν υπάρχουν εχθροί και φίλοι.
Νικητές και νικημένοι.
Η σιγή είν’ ο μόνος άρχοντας.
Κόσμος που κατοικείται από τάφους.
Ένας κύκλος χωρίς αρχή και τέλος.
Δεν έχω εχθρούς.
Δεν θέλω να σκοτώσω.
Μια σφαίρα γράφει πάνω της τ’ όνομά μου.
Άστρο που χάνεται στο χάος.
Αφήνει πίσω του λίγο φως.
Μα σβήνει κι αυτό.
Σταυρός χωρίς ταυτότητα.
Τάφος χωρίς όνομα.
Μετάλλιο δείγμα καλού δολοφόνου.
Ξερνάω την ώρα της απονομής.
Έρχομαι από το πουθενά.
Τραβώ για το πουθενά.
Όσοι έρχονται από το πουθενά
Δεν είναι γελαστοί
#############
I’m coming from nowhere.
I’m going nowhere.
All those who come from nowhere
are not smiling,
they are afraid.
Days and nights are big empty chasms.
I want to scream but I am suffocated.
A strange burden
is squeezing my breath.
I ask for a helpful hand.
A meaning warm and ward.
My heavy and indolent shadow
wanders aimlessly in dim lights.
I hide the cigarette into the gun’s barrel.
The instantaneous dreams are striking me.
Pieces in anvils of a heated lava.
My hands are looking for a wall
to spread their stress.
My brain travels in continuous semi circles
backwards.
One minute of death when
the “Big Ones” speak about peace.
My breaths are limping.
Night’s sensitivity is controlled
by secret receivers.
They paste a number on me
instead of a name.
They closed my heart
in a razor wire.
They trapped my hope
as a bird in a lime-wig.
And they named me Soldier.
Hopes stuck in gears of silence.
Ungrateful sobs
are turning the time around.
Cold is a skeleton litany.
That makes holes in my body.
The night is moaning in my bowels.
The streets of wakefulness are dropping blood.
Closed society hermetic
where my existence is killed
in a closed circle.
The great death is here.
At the borders like prison.
In the sun which is refusing to shine.
In my nailed palms in the cages
In the graves of my screams.
In the stone waves of my soul.
In the times when I make groves in my hands.
In the desert where I cut my hopes in pieces.
Time is an eternal skeleton.
Sighs commit suicide
in the bottom of a dream.
My breath is cut in two
in the coming thunder storm.
Neither a trace of sunrise
in the morning fog,
nor a suspicion of sunrays
in the dark emptiness.
I’m hiding behind my palms,
tragically non-adapted.
Tenderness which is burnt
in holes filled with lime.
Two unfinished letters
like dreams wounded by time.
Lungs full of dust
and a grief surrounds me.
The noon light becomes yellow
in the pages of the pain
in the echo of the executions
in the groaning of the storm.
Barefoot in the ground
with a dizziness of sad dreams.
I exist without a perspective.
I have no laughter.
I have no tears.
I have nothing.
Everything flogs me to the skin.
And the copper curtains
of an unfounded creation.
And my pain walking in ungained paths.
And my metal veins
away from my engraved chest.
And the killers who are going around
with nuclear whips.
And the worthless buyers
of the stars.
And the pleasure of the executioners
similar with black wings.
And the steam of the blood…
Everything flogs me to the skin.
Sleep looks like death.
The breath smells of death.
I pretend I’m sleeping.
But I wake up and start tearing
a photograph
in small pieces.
The wind takes with it.
They are dancing for a while in space.
Some stuck in the mud.
Others are carried away
by the rain water.
I’m an indifferent spectator
waiting the only actor
to act for me,
the only one spectator.
The gun’s barrels stand gaping
as voracious holes.
A passage is closed
with a wire netting.
Fingerprints from blood.
There are no angels.
There are no enemies and friends,
winners or losers.
Silence is the only lord.
A world, which is settled by graves.
A circle without a start and end.
I have no enemies.
I don’t want to kill.
A bullet with my name written on it.
A star gets lost in the chaos.
It leaves a small light behind,
but it blows out.
A cross without an identity.
A grave without a name.
A medal proof of a good killer.
I vomit in the awarding time.
I’m coming from nowhere.
I’m going nowhere.
All those who come from nowhere
are not smiling.
Like this:
Like Loading...