Δημήτρης Καφετζής, Δύο ποιήματα

φως

Σε κοφτερά βράχια εισδύει το φως
δίχως διχτάκια ασφαλείας σκαρφαλώνει
ψάχνοντας να τρυπώσει μες στα βράχια
να ριζώσει πλάι-πλάι με την ύλη

Δυναμώνει εντός του ο κόσμος
όσο ενώνει τις ψηφίδες των αιώνων
όσο αντέχει να θροΐζει μέσα στο πέρας
της πλάσης, των θεών και των ανθρώπων

Τρυφερά σκαλίζει τη ζωή
να βλαστήσει σε κολπίσκους θέρους
μαρμαρυγών αδιάκοπες αναπνοές
να χαρίσει στην πρώτη μας μέρα

Φως αθάνατο φως τυραννικό
που φανερώνεις τόση ασχήμια
φώτισε και μένα τον τυφλό
να χωρέσει στις τσέπες μου λίγη ακόμα ελπίδα

***

Welcome!

«Συντρίψτε τα όνειρα, κάθε συναίσθημα,
εδώ κάτω οι σκέψεις σας είναι δικές μας,
εδώ κάτω δεν ακούγονται πλέον οι κραυγές σας,
εδώ κάτω μόνο αριθμοί από σάρκα και αίμα.»

«Οι αμνήμονες μας ανήκουν, οπότε σκοτώστε τη μνήμη,
ό,τι γεννάει και ό,τι μπορεί να γεννηθεί,
ό,τι γράφει και ό,τι έχει τη δύναμη να σβήνει,
ό,τι πονάει, ό,τι ερεθίζει, ό,τι ρέει.»

«Η ήττα πρέπει να εμπεδωθεί οπότε συνθλίψτε τις ελπίδες,
σε κάθε άνοιγμα των ματιών, σε κάθε βήμα προς το αύριο
σε κάθε ποδοπατημένη φωνή συνείδησης,
σε κάθε δρόμο που καταλήγει στο φως.»

«Κάψτε το φως, στάχτες του έρωτα οι μαρμαρυγές,
οι ερωτευμένοι δεν ανήκουν εδώ,
οι ποιητές να θανατωθούν παραδειγματικά
και όσοι ακόμα επιμένουν να τολμούν.»

*Από τη συλλογή «Χαραμάδες», Εκδόσεις Ηριδανός, Αθήνα 2018.

Τάσος Δενέγρης, Ζεν

DENEGRIS2autobiogrBLOG

Ας αφεθούμε λοιπόν
Σε συναισθήματα πιό ακαθόριστα
Σε περιδιάβαση στον ουρανό.

Σύννεφα στάσιμα με αυτοτέλεια
Δεν προμηνύουνε κάτι κακό
Μάλλον υπόσχονται και βεβαιώνουν
Μέρα που άρχισε με καυσαέρια
Πιέσεις συμφέροντα συμβιβασμούς
Ίσως τελειώσει
Με μιά προσήλωση στο πουθενά
Με το κεφάλι
Μαύρου θηρίου
Που για τη χάρη σου
Μεταμορφώθηκε
Σε κατοικίδιο
Και σου γελά.

*Από τη συλλογή “Η κατάσταση των πραγμάτων” (Εκδ. Καστανιώτης, 1989). Παρμένο από το http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=36116.0#ixzz28mHyf6Ve

Αναζήτηση /Search

Τι αναζητούμε μέσα
στις ατέρμονες σιωπές
των παφλασμών των κυμάτων
στοιχειωμένων θαλασσών;

Τι αναζητούμε
σε κανάλια αδιέξοδα,
σε νερά αλυσοδεμένα
σαν τις ευχές μας
που φαντάζουν σημάδια
θολούρας σε καταιγίδες
που φτάνουν;

Search

What do we search for
in the endless silence
of the waves as they wash
in those haunted seas?

What do we search for
in dead-end channels
of chained waters
as our wishes
strike as marks
of haziness
in the upcoming storms?

Βιασύνη / Hastiness

Όλα στον κόσμο τούτο
γίνονται βιαστικά
και κανείς δεν κλαίει
για κανέναν…

Η νύστα της πόλης
μας κυκλώνει
επίσης βιαστικά,

την ώρα που μοιάζει
με ορίζοντα
από το χτες
μέχρι το σήμερα…

Everything in this world
is done hastily
and no one cries
for no one.

The city’s drowsiness
surrounds us
also hastily

at the time it resembles
a horizon
from yesterday
to today…

Χωρίς Προοπτική / Without a perspective


* Τα μικρά αυτά ποιήματα που αποτελούν τη συλλογή αυτή γράφτηκαν στη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας στην Ελλάδα (Καλαμάτα, Αυλώνα, Ρόδος) και έκτοτε τα επεξεργάστηκα κάποιες φορές. Στη μορφή που δίνεται εδώ η συλλογή παρουσιάστηκε σε διάφορες εκδηλώσεις στη Μελβούρνη (Saloni M Dante Upstairs 2004, La Mama Αύγουστος 2007 κ.α.). Περιλαμβάνεται στο ανθολόγιο του Melbourne Poetrs Union που εκδόθηκε το 2008 με τον τίτλο Hidden Treasure – Mutlicultural Voices of Melbourne, ενώ εκδόθηκε επίσης σε ξεχωριστό ένθετο μικρού σχήματος στο τεύχος 14 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2009) του περιοδικού Ένεκεν από τη Θεσσαλονίκη. Η αγγλική μετάφραση είναι δική μου και την επιμέλειά της είχε η Angela Costi.

 

Έρχομαι από το πουθενά.
Τραβώ για το πουθενά.
Όσοι έρχονται από το πουθενά
Δεν είναι γελαστοί
είναι φοβισμένοι.
Τα μερόνυχτα μεγάλα χασματικά κενά.
Θέλω να φωνάξω, μα είμαι πνιγμένος.
Ένα παράδοξο βάρος
μου σφίγγει την αναπνοή.
Ζητώ ένα ψίχουλο βοήθειας.
Ένα νόημα ζεστό κι απάνεμο.

Η σκιά μου βαριά και ράθυμη.
Περιπλανιέται άσκοπα σε θαμπά φώτα.
Κρύβω το τσιγάρο μεσ’ την κάνη του όπλου.
Τα στιγμιαία όνειρα με πλήττουν.
Κομμάτια σ’ αμόνια πυρωμένης λάβας.
Τα χέρια μου ψάχνουν τοίχο
ν’ απλώσουν την έντασή τους.
Το μυαλό μου σε συνεχή ημικύκλια
προς τα πίσω.
Ένα λεπτό θανάτου
όταν οι μεγάλοι μιλάνε για ειρήνη.
Χωλαίνουν οι ανάσες μου.
Νυχτερινές ευαισθησίες ελέγχονται
από μυστικούς δέκτες…

Μου κόλλησαν έναν αριθμό
αντί για όνομα.
Έκλεισαν την καρδιά μου
σ’ ένα συρματόπλεγμα.
Παγίδεψαν την ελπίδα μου
σαν πουλί σε ξόβεργα
Και μ’ ονόμασαν στρατιώτη…

Ελπίδες κολλάνε σε γρανάζια σιωπής.
Λυγμοί άχαροι
στροβιλίζονται στο χρόνο.
Το κρύο σαν λιτανεία σκελετωμένη.
Με τρυπάει κατάσαρκα…
Η νύχτα βογκάει στα σπλάγχνα μου.
Οι δρόμοι της αγρύπνιας στάζουν αίμα.
Κλειστή κοινωνία, ερμητική,
Όπου η ύπαρξή μου δολοφονείται
Σε στενότερο κύκλο.

Ο μεγάλος θάνατος είναι εδώ.
Στα σύνορα που είναι φυλακή.
Στον ήλιο που αρνείται να λάμψει.
Στις καρφωμένες παλάμες στα σίδερα.
Στους τάφους των κραυγών μου.
Στα πέτρινα κύματα της ψυχής μου.
Στις ώρες που αυλακώνω τα χέρια μου.
Στην ερημιά όπου τεμαχίζονται οι ελπίδες μου.

Ο χρόνος αιώνιο κουφάρι.
Στεναγμοί που αυτοκτονούν
στον πάτο ενός ονείρου.
Πνοή κομμένη στα δύο
στην καταιγίδα που έρχεται.
Ούτε ένα ίχνος ανατολής
Στην πρωινή καταχνιά.
Ούτε μια υποψία ηλιαχτίδας
στο μουντό άδειο.
Πίσω απ’ τις παλάμες μου κρύβομαι
τραγικά απροσάρμοστος.
Τρυφερότητες που καίγονται
σε λάκκους γεμάτους ασβέστη.

Δυό γράμματα μισοτελειωμένα
σαν όνειρα πληγωμένα απ’ το χρόνο.
Τα πνευμόνια γεμάτα σκόνη
και μια θλίψη με τριγυρίζει
Το μεσημεριανό φως κιτρινίζει
στις σελίδες του πόνου,
στον απόηχο των εκτελέσεων,
στα βογκητά της θύελλας.
Ξυπόλητος στο χώμα,
Με μια ζάλη από θλιμμένα όνειρα.
Υπάρχω χωρίς προοπτική.
Δεν έχω χαμόγελο.
Δεν έχω δάκρυ.
Δεν έχω τίποτα.

Όλα με μαστιγώνουν κατάσαρκα.
Και τα χάλκινα παραπετάσματα
μιας ανυπόστατης δημιουργίας.
Κι ο πόνος που βαδίζει
σ’ άχαρα μονοπάτια.
Κι οι μεταλλικές μου φλέβες
ξέμακρα απ’ το χαραγμένο μου στήθος.
Κι οι φονιάδες που τριγυρνάνε
με πυρηνικά μαστίγια.
Κι οι τιποτένιοι αγοραστές των άστρων.
Κι οι ηδονές των δημίων
όμοιες με μαύρες φτερούγες
Κι η άχνα απ’ το αίμα.
Όλα με μαστιγώνουν κατάσαρκα.

Ο ύπνος μοιάζει με θάνατο.
Τα χνώτα μυρίζουν θάνατο.
Προσποιούμαι ότι κοιμάμαι.
Ξυπνώ κι αρχίζω να σκίζω
μια φωτογραφία
σε μικρά κομματάκια.
Ο αγέρας τα παίρνει μαζί του.
Χορεύουν για λίγο στο κενό.
Κάποια κολλούν στην λάσπη.
Άλλα τα παρασέρνει
το νερό της βροχής.
Θεατής αδιάφορος είμαι,
Περιμένοντας τον μοναδικό ηθοποιό
Να προσποιηθεί για μένα, τον μοναδικό θεατή.

Οι κάνες των όπλων χάσκουν
σαν αδηφάγες τρύπες.
Μια διέξοδος κλείνεται
Με συρματόπλεγμα.
Δακτυλικά αποτυπώματα από αίμα.
Δεν υπάρχουν άγγελοι.
Δεν υπάρχουν εχθροί και φίλοι.
Νικητές και νικημένοι.
Η σιγή είν’ ο μόνος άρχοντας.
Κόσμος που κατοικείται από τάφους.

Ένας κύκλος χωρίς αρχή και τέλος.
Δεν έχω εχθρούς.
Δεν θέλω να σκοτώσω.
Μια σφαίρα γράφει πάνω της τ’ όνομά μου.
Άστρο που χάνεται στο χάος.
Αφήνει πίσω του λίγο φως.
Μα σβήνει κι αυτό.
Σταυρός χωρίς ταυτότητα.
Τάφος χωρίς όνομα.
Μετάλλιο δείγμα καλού δολοφόνου.
Ξερνάω την ώρα της απονομής.

Έρχομαι από το πουθενά.
Τραβώ για το πουθενά.
Όσοι έρχονται από το πουθενά
Δεν είναι γελαστοί
#############

I’m coming from nowhere.
I’m going nowhere.
All those who come from nowhere
are not smiling,
they are afraid.
Days and nights are big empty chasms.
I want to scream but I am suffocated.
A strange burden
is squeezing my breath.
I ask for a helpful hand.
A meaning warm and ward.

My heavy and indolent shadow
wanders aimlessly in dim lights.
I hide the cigarette into the gun’s barrel.
The instantaneous dreams are striking me.
Pieces in anvils of a heated lava.
My hands are looking for a wall
to spread their stress.
My brain travels in continuous semi circles
backwards.
One minute of death when
the “Big Ones” speak about peace.
My breaths are limping.
Night’s sensitivity is controlled
by secret receivers.

They paste a number on me
instead of a name.
They closed my heart
in a razor wire.
They trapped my hope
as a bird in a lime-wig.
And they named me Soldier.

Hopes stuck in gears of silence.
Ungrateful sobs
are turning the time around.
Cold is a skeleton litany.
That makes holes in my body.
The night is moaning in my bowels.
The streets of wakefulness are dropping blood.
Closed society hermetic
where my existence is killed
in a closed circle.

The great death is here.
At the borders like prison.
In the sun which is refusing to shine.
In my nailed palms in the cages
In the graves of my screams.
In the stone waves of my soul.
In the times when I make groves in my hands.
In the desert where I cut my hopes in pieces.

Time is an eternal skeleton.
Sighs commit suicide
in the bottom of a dream.
My breath is cut in two
in the coming thunder storm.
Neither a trace of sunrise
in the morning fog,
nor a suspicion of sunrays
in the dark emptiness.
I’m hiding behind my palms,
tragically non-adapted.
Tenderness which is burnt
in holes filled with lime.

Two unfinished letters
like dreams wounded by time.
Lungs full of dust
and a grief surrounds me.
The noon light becomes yellow
in the pages of the pain
in the echo of the executions
in the groaning of the storm.
Barefoot in the ground
with a dizziness of sad dreams.
I exist without a perspective.
I have no laughter.
I have no tears.
I have nothing.

Everything flogs me to the skin.
And the copper curtains
of an unfounded creation.
And my pain walking in ungained paths.
And my metal veins
away from my engraved chest.
And the killers who are going around
with nuclear whips.
And the worthless buyers
of the stars.
And the pleasure of the executioners
similar with black wings.
And the steam of the blood…
Everything flogs me to the skin.

Sleep looks like death.
The breath smells of death.
I pretend I’m sleeping.
But I wake up and start tearing
a photograph
in small pieces.
The wind takes with it.
They are dancing for a while in space.
Some stuck in the mud.
Others are carried away
by the rain water.
I’m an indifferent spectator
waiting the only actor
to act for me,
the only one spectator.

The gun’s barrels stand gaping
as voracious holes.
A passage is closed
with a wire netting.
Fingerprints from blood.
There are no angels.
There are no enemies and friends,
winners or losers.
Silence is the only lord.
A world, which is settled by graves.

A circle without a start and end.
I have no enemies.
I don’t want to kill.
A bullet with my name written on it.
A star gets lost in the chaos.
It leaves a small light behind,
but it blows out.
A cross without an identity.
A grave without a name.
A medal proof of a good killer.
I vomit in the awarding time.

I’m coming from nowhere.
I’m going nowhere.
All those who come from nowhere
are not smiling.

Αυτοκριτική / Self-critisism

Ζούμε με κοινότυπους αφορισμούς / We live with common aphorisms

Τα φαντάσματά μας επανέρχονται απρόσκλητα / Our ghosts are coming uninvited

Το σαρκίο μας περιέχει μια περιορισμένη λογική / Our flesh contains a limited logic

Περιφέρει την εκκωφαντική του ασημαντότητα / Carries around its deafening insignificance

Δεν εξαφανιζόμαστε παρά προσδοκούμε / We don’t disappear but expect

Οι κοινοί μας φόβοι είναι σαν εχθρικά πεδία / Our common fears are as hostile fields

Το ιδιωτικό μας κουβούκλι μοιάζει απόρθητο / Our private canopy looks impregnable

Ποιος θα διακυβεύσει τις πράξεις μας; / Who will jeopardize our actions?

Κανένα κίνητρο δεν θα τις ανατρέψει / No motive will overthrow them

Περιφερόμαστε με τον μανδύα της αυτοπραγμάτωσής μας / Wandering around with the cloak of our self-realism

Το είναι μας θρυμματίζεται σε εμπορεύματα / Our being is crumbled into merchandises

Το μέλλον μας είναι η υπεραξία του εγώ μας / Our future is the surplus value of ourself

Εξαπολύουμε πογκρόμ εναντίον μας / We launch a pogrom against us

Υποτίθεται ότι αναστοχαζόμαστε συλλογικά / We supposedly re-consider collectivelly

Αλλά απαξιούμε το παρόν μας / But we scorn our present

Κάποιες προβολές ανατροπής παραμένουν νόθες / Some projections of inversion remain illegitimate

Γιατί κάθε μας δράμα είναι παρελθοντολογικό / Because our every drama belongs to the past

Αλλά κάποια “ιερή” στιγμή κρίσης θα φτάσει  / But some “holy” moment of judgment will come

Ενάντια στους ευτελείς εισαγγελείς / Against the worhless public prosecutors

Ενάντια στους ταξικούς υποτελείς / Against the classist tributaries

Ενάντια στους υπηρέτες της γραφίδας / Against the servants of the quill

Ενάντια στο εξουσιαστικό ξίφος / Against the authoritarian sword

Έτσι που η ιστορία κάνει πάντα κύκλους / As the history makes always circles

Και το τραγούδι γίνεται ποταμός / And the song becomes river

Κι ο ποταμός γίνεται τραγούδι / And the river becomes song

Γυμνάσματα προετοιμασίας αδρά / Rough exercises of preparation

Ενέργειες που μετριούνται με ανάστημα ιδεολογίας / Actions measured by an ideology stature

Πασχαλιές βγαλμένες από νεκρές γαίες / Lilacs came from dead grounds

Ενάντια σε ελιτίστικες πρωτοπορίες στην καταχνιά / Against elitist vanguards in the fog

Ενάντια στην αρχιτεκτονική διάχυση της υποταγής / Against the architectural diffusion of subjugation

Ενάντια σε άκαρπους ηχητικούς πειραματισμούς / Against fruitless sound experimentns

Ενάντια σε ασάλευτες ιδιοτυπίες που επανέρχονται / Against unshaken peculiarities which return

Όμως οι αισθήσεις κεντρίζονται ξανά / But the feelings are stirred again

Συγχορδίες εξέγερσης σε οικείο φως / Chords of revolt in a familiar light

Διάθεση φυγής από μαρτυρικούς χώρους / Feelings of escape from martyrdoms

Πορεία στα χνάρια της επανάστασης / A route in the footpaths of the revolution

Συνειδητή προσπάθεια ανατροπής του παλιού / A conscious effort of overthowing the old

Συνειδητή προσπάθεια να αναδυθεί το νέο / A conscious effort of emerging the new

Σαν να μπολιάζεται ο κορμός του δέντρου / Like grafting the trunke of the tree

Γόνιμο σπέρμα που γεννά νέες μορφές / A fertile sperm that gives birth to new forms