Ορχάν Βελή Κανίκ (1914-1950), Δύο ποιήματα

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ I


Απʼ το παράθυρό του,
έβλεπε τις στέγες των άλλων σπιτιών
και στο βάθος το λιμάνι.
Τις Κυριακές χτυπούσαν οι καμπάνες.
Ασταμάτητα.
Τα βράδια, μες στον ύπνο του,
άκουγε το σφύριγμα του τρένου.
Πάντα στη μία ακριβώς.
Με τον καιρό, ερωτεύτηκε ένα κορίτσι
που έμενε στην άκρη του δρόμου.
Παρ’ όλα αυτά,
έφυγε και πήγε σ’ άλλη πόλη.


*


ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ II


Τώρα δεν βλέπει δέντρα
απʼ το παράθυρό του.
Βρέχει ασταμάτητα
όλη τη μέρα πάνω από το κανάλι.
Το φεγγάρι συνεχίζει να βγαίνει τα βράδια
και στην πλατεία, κάθε Τρίτη,
έχει Λαϊκή.
Όμως αυτός,
θες η εξορία, θες τα λεφτά,
θες ένα γράμμα,
σκέφτεται πάντα κάτι άλλο.


*Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας. Δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό “Μανδραγόρας”, τεύχος 30, Σεπτέμβριος 2003.

Leave a comment