Ι
Άγγιξε το κόκκαλο
κόρη με τη λάμψη του ασημιού στο μέτωπο
με τη φωνή που βύθισε στον φάρυγγα
Ω μικρό μου σιωπηλό φέγγος
έλατο στο χιόνι των ανθρώπων
ριζωμένο
με τα κλαδιά σου ν’ αστράφτουν αυθάδικα
στη λάσπη του γέλιου τους
ΙΙ
Τον λογαριάζει δικό της
στέκεται μέσα του κι αχνοπερνά τα χέρια
στριφτά χορεύει
τα σπλάχνα ανοίγουν
παίρνει το μαύρο του ματιού και το δένει στη φλέβα
υψώνει το πόδι
και κλωτσά την πληγή
εκεί
που ο σπόρος
αρνείται να δέσει
ΙΙΙ
Έλα να σ’ αγαπήσω.
Βεντάλια ορθάνοιχτη στα σπλάχνα του σεισμού,
Ο κρατήρας σου φέγγει τη νύχτα
κι οι οδύνες σωσμό πια δεν έχουν.
Ένα να σ’ αγαπήσω.
Με την απόγνωση που σου πρέπει.
Τ’ αστέρια θα χαμηλώνουν να προσκυνήσουν τη δίψα μας.
Και στον βωμό τους
σφαχτάρι ατόφιο μιας ουράνιας μουσικής
που δεν γεννήθηκε ακόμη
και τρόπος να υπάρξει ακόμη δεν βρέθηκε
θα αποθέσω τον λυγμό
να ‘ρθεις
να προσκυνήσεις.
*Από την ενότητα “Η θάλασσα θα μας δικάσει” που περιλαμβάνεται στη συλλογή “Αγέννητο άγαλμα”, Εκδόσεις Βακχικόν, Δεκέμβριος 2024.
