Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου, από “Του Λιναριού τα πάθη”

User comments

Ράψιμο


Με σκουριασμένα βελόνια με στομωμένα ψαλίδια κόβω και ράβω. Η δαχτυλήθρα μου τρύπησε, τρυπιέμαι κι εγώ. Κι οι καρφίτσες μου χαίρονται τα γηρατειά του μαγνήτη. Κόβω και ράβω παρ’ όλ’ αυτά, κόβω και ράβω, να φτιάξω ρούχο να ντυθώ. Γιατί θα ’ρθουνε μέρες κακές και χειρότερες νύχτες, που τα ψαλίδια ολάνοιχτα θα ξαγρυπνούν στα τραπέζια. Θα κλείσουν για πάντα τα μάτια των βελονιών, να μην περνάει πια κλωστή. Στο βαθύ σκοτάδι πίσω απ’ τον μπουφέ, στον αγύριστο, θα ’χει πάει η δαχτυλήθρα μου. Αστραφτερές οι καρφίτσες θα ξεσηκώνονται. Κι ο μαγνήτης μου θα ’χει πεθάνει.


*


Η σβούρα


Μέσα στα δώρα που της φέραν στη γιορτή της, βρήκε μια σβούρα σκοτεινή που δε γυρνούσε. Ώρες την έριχνε πια στο χαλί. Κι έμενε η σβούρα σα νεκρή, σκοτεινιάζοντας γύρω την κάμαρη. Έξω στη λιακαδίτσα, στ’ ωραίο χωματάκι, μόλις που έπαιρνε μισή στροφή και ξανασταματούσε. Και η αυλίτσα έπεφτε μονομιάς στη σκιά.
Τι σβούρα ήταν αυτή; Ποιος της την είχε χαρίσει; Η μαμά της δεν ήξερε να της πει. Μακάρι να ’ξερε, της έλεγε, να του τα ψάλλει. Τις ξαδελφούλες της πια ξεμονάχιαζε, τις συμμαθήτριές της. Και τι μας πέρασες, μωρέ σαχλή; της κάκιωναν εκείνες. Μια παλιοσβούρα, και χαλασμένη, θα σου φέρναμε εμείς στη γιορτή σου;
Μόνη της έπρεπε να βρει την άκρη. Το σχολείο της ήτανε μέσα στα πεύκα. Κάτω απ’ τα πεύκα στεκόταν στο διάλειμμα, με τη σβούρα αγκαλιά, και κοίταζε πέρα.
Κάποια φορά, όταν χτύπησε πια το κουδούνι, κι όλα τα κοριτσάκια χαθήκαν στις τάξεις, αυτή στεκόταν ακόμα εκεί. Συλλογισμένη πήρε να περπατάει. Σε λίγο δεν έβλεπε πια το σχολείο, το σπίτι της, βρέθηκε πολύ πιο μακριά, κι αργότερα κρύφτηκε πίσω της το τελευταίο σπιτάκι, ενώ το δάσος, ατέλειωτο, συνεχιζόταν.
Τότε είδε μπροστά της έναν τεράστιο πύργο. Σκοτεινός και παράξενος υψωνόταν στα σύννεφα, κι είχε την πόρτα του ανοιχτή και την καλούσε.
Χώθηκε μέσα, δισταχτική. Μια σκάλα στενή διακρινόταν στο βάθος. Πού να οδηγούσε; Όσο κι αν κοίταζε ψηλά δεν μπορούσε να δει, γιατί εχτός που ήταν γύρω σκοτάδι, η σκάλα φαινόταν να χάνεται στα ύψη. Περπατώντας δειλά προς τα εκεί, χάιδευε τη σβούρα της ηλεκτρισμένη. Κάτι σα λάμψη πήρε να την τριγυρνά. Έκατσε χάμω, στο πρώτο σκαλάκι, κι ήσυχα ήσυχα, προσεκτικά, χωρίς καθόλου να στρίβει τα δάχτυλά της, άφησε πλάι της, με τη μύτη, τη σβούρα.
Που πήρε όμορφα στριφογυρίζοντας ν’ ανεβαίνει, μέσα σε σπίθες χρυσαφιές χρωματιστές σκαλί σκαλί, με κινήσεις χορεύτριας, με στροβίλους καθώς πάει τ’ αδράχτι.


*Από το βιβλίο «Του Λιναριού τα πάθη – Ο Μέγας Μυρμηκοφάγος» (μικρά πεζά), εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1993. («Του Λιναριού τα πάθη» πρώτη έκδοση: Άγρα, 1986). Εμείς τα αναδημοσιεύουμε από εδώ: https://ppirinas.blogspot.com/2016/04/blog-post_12.html

Leave a comment