Σοφία Πολίτου-Βερβέρη, Δύο ποιήματα

ΑΚΑΤΑΠΑΥΣΤΑ


Το σκοτάδι ανάβει και όλα γίνονται
η ίδια μαύρη σάρκα.
Τα σπίτια μαζεύουν τα μωρά τους,
οι γάτες ανοίγουν τα μάτια τους,
ενώ η ζωή αναπαράγεται ακατάπαυστα.
Τα ανθρώπινα επιτεύγματα εξοικονομούν ενέργεια
από το φεγγαρόφωτο που σκαλώνει στοργικά
στα παιδικά χείλη.
Τα τελεσίγραφα των αδιόρθωτων εχθρών
εφημερίδες που καίγονται για να καπνίσουν ρέγκες,
ενώ η ζωή αναπαράγεται ακατάπαυστα.
Η τέχνη της επίμονης προσπάθειας ανήκει στις γυναίκες.
Όταν τα χέρια των ανδρών βρίσκονται μονίμως στη σκανδάλη
αυτές, μόνο με μια καλή τους σκέψη, γεμίζουν τις χύτρες φαγητό
κι αυτό το λένε ειρήνη,
ενώ η ζωή αναπαράγεται ακατάπαυστα.
Τα παιδιά με μια καρδιά στο στόμα
προετοιμάζονται για την απώλεια
και νιώθουν τη δύναμη πρώτα στα πέλματα,
μετά πετούν,
ενώ η ζωή αναπαράγεται ακατάπαυστα.
Οι σειρήνες όλου του γνωστού κόσμου προειδοποιούν
ότι μπορούμε να ξανοιχτούμε στα άστρα
την ίδια ώρα που βομβαρδίζουμε τους νέους κόσμους με παλιούς,
ενώ η ζωή αναπαράγεται ακατάπαυστα.
Η ζωή αναπαράγεται ακατάπαυστα.


*


ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΙΜΑΝΙ


Ψάχνουν οικόπεδα να στήσουν
νέο παράδεισο,
κι εδώ στα μέρη μας
ο έρωτας βασανισμένος
χάνεται στα άσυλα
κι ο θάνατος, σαν το ψωμί που κόβω,
μοιράζεται δίχως να τελειώνει,
όλοι παίρνουν το κομμάτι τους.
Το σπίτι μου δεν έχει χέρια
και κλειδιά, μα πάει καιρός
που δεν έχει πια και πόρτα.
Πάνω σε χαρτί γυαλιστερό
με κόκκινα γράμματα
θα γράψω ίσα ίσα
για το βλέμμα που ανασαίνει
και το τραγούδι που με λύγισε
θα το παγιδέψω στην αιωνιότητα
με μια λούπα.


*Από τη συλλογή “Στον τόπο που έχει φύγει από τον τόπο του”, Έναστρον Εκδόσεις, 2024.

Leave a comment