Έμαθα να ζω απλά και με σοφία,
Τον ουρανό να βλέπω και να δοξάζω το Θεό,
Να γυρίζω ώρα πολλή στου δειλινού την ησυχία,
Την αχρείαστή μου αγωνία να ξεχνώ.
Όταν θροΐζουν οι κολλιτσίδες στην κοιλάδα
Και μαραίνονται τα μούρα στις μουριές,
Στίχους γράφω εύθυμους αράδα
Για της φθαρτής ζωής τις ομορφιές.
Επιστρέφω σπίτι. Μου γλείφει την παλάμη
Ο πουπουλένιος γάτος και με νάζι νιαουρίζει.
Λαμπρό ένα φωτάκι στην κορυφή ανάβει
Του πύργου, πίσω από τη λίμνη και φωτίζει.
Μόνο πού και πού στην ησυχία τη βαθιά
Του πελαργού προσμένω τη φωνή ν’ ακούσω.
Κι αν έρθεις και την πόρτα μου χτυπάς
Μου φαίνεται πως ούτε θα σε ακούσω.
1912
*
Όχι, μαζί σου δε θα πιω κρασί,
Γιατί είσαι αγόρι αδιόρθωτο.
Ξέρω, συνήθεια έχετε κακή
Μ΄ όποια λάχει να φιλιέστε στο φεγγαρόφωτο.
Αλλά εμείς, ούτε στεναγμός ούτε φωνή,
Ησυχία θεϊκή.
Αλλά σ’ εμάς, νόμος δεν υπάρχει
Να σηκώνουμε τα μάτια σ’ όποιον λάχει.
Δεκέμβριος 1913
*
Ώρες βραδινές μπροστά από το τραπέζι.
Αδιόρθωτα λευκή η σελίδα με κοιτά.
Η μιμόζα Νίκαια και ζεστασιά μυρίζει,
Στο φεγγαρόφωτο πουλί μεγάλο φτερουγά.
Και τις κοτσίδες μου πλέκοντας σταθερά,
Σάμπως να μη γίνεται αύριο δίχως αυτές,
Κοιτάζω απ’ το παράθυρο με δίχως θλίψη πια
Τη θάλασσα, τις αμμουδερές πλαγιές.
Τι εξουσία έχει ο άνθρωπος, ωστόσο,
Που ούτε τρυφερότητα δε θέλει!
Δεν μπορώ τα βλέφαρά μου να σηκώσω
Τ΄ όνομά μου όταν προφέρει.
Καλοκαίρι 1913
*
Στο σμίξιμο υπάρχει των ανθρώπων μια κρυφή γραμμή,
Που δεν την ξεπερνά ο έρωτας μήτε τα πάθη,
Ακόμη κι όταν στην σκληρή κολλούν τα χείλη σιωπή
Και πάει να σπάσει η καρδιά από αγάπη.
Ανήμπορη σε τούτο και η φιλία μένει
Και τα χρόνια της χαράς της δυνατής,
Όταν η ψυχή είναι ελεύθερη και ξένη
Απ’ την αργόσυρτη χαύνωση της ηδονής.
Είναι τρελοί όσοι την κυνηγούν, κι αληθινά,
Όποιος την έχει φτάσει από πλήξη υποφέρει.
Τώρα ξέρεις γιατί και η δική μου η καρδιά
Δε χτυπά τρελά κάτω απ’ το δικό σου χέρι.
1915
*
Από την ποιητική σύνθεση «Μυστικά της μαστοριάς»
Οι νικητήριες ωδές δε μου χρειάζονται.
Ούτε και ελεγειακοί γλυκοί ρυθμοί.
Όλα στους στίχους πρέπει να αντιτάσσονται
Στα πράγματα που φέρνει η καθημερινή ζωή.
Ω! Αν ξέρατε από ποια σκουπίδια
Γεννιούνται τα ποιήματα δίχως ντροπή.
Πλάι στο φράχτη σαν κίτρινα πικραλίδια.
Βρομόχορτα και κολλιτσίδες στην αυλή.
Κραυγή οργισμένη, της πίσσας μύρισμα στυφό,
Μυστηριώδης μούχλα μες στην κάμαρή μου…
Και το ποίημα ακούγεται ευχάριστο και τρυφερό
Για τη δική σας τη χαρά και τη δική μου.
1936 – 1960
*
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ
Θα μπορούσε η Βεατρίκη σαν το Δάντη να δημιουργήσει,
Είτε η Λάουρα το πάθος της αγάπης να υμνήσει;
Τις γυναίκες εγώ δίδαξα πώς να μιλούν,
Αλλά, Θεέ μου, πώς να τις μάθω να σιωπούν;
1960
*Μετάφραση: Γιώργος Μολέσκης.
