Ήταν γυναίκες και άντρες σκεπτόμενοι
-μια μεγάλη πίστη είχαν-
νέοι ήταν, μα μήτε τα λευκά τους χείλη
μήτε και τα λιτά τους στήθη έμοιαζαν
φτιαγμένα για την αγάπη. Τον οξύ κι αργόσυρτο,
τον μεγαλοπρεπή και σπασμωδικό
πυρετό μες στα σπλάχνα τους ένιωθαν
αυτόν που φθείρει το σώμα κι εξάπτει την ψυχή
-ισχυρότερο από την αγάπη κι από την ίδια τη ζωή:
τον πυρετό της ιδέας.
Με γυμνό το στήθος, μέσα στη μάχη, με εκείνον
τον μοναδικό σκοπό γεννήθηκαν:
απλές απολαύσεις, τα πρώτα δειλά βήματα από την κούνια,
όνειρα, τέρψεις, η γαλήνια ηρεμία
του τίμιου σπιτικού:
τα απέρριψαν όλα· και κρυμμένοι
σε σκοτεινές τρώγλες,
με φλογερό ζήλο, χλωμό το πρόσωπο,
ενάντια στην ατιμία και την αδικία εξύφαιναν
ριψοκίνδυνες συνομωσίες.
Κι από έναν πανίσχυρο Θεό φωτισμένοι,
θεό του πόνου και της οργής,
στα υγρά κελιά έγραψαν
αποσπάσματα της ιστορίας με ροδοκόκκινο αίμα
και με κομμάτια απ΄ την ψυχή τους.
Στοχασμός! ήταν νέοι και με τον βραχνό
ρόγχο του ιερού οδοφράγματος,
ανάμεσα στη σκόνη και τον καπνό και το σφύριγμα
από τις σφαίρες που έπεφταν,
με τεντωμένο το στήθος κι εξαντλημένο το λαρύγγι!
Ήταν τρεμάμενοι γέροι πια χωρίς δυνάμεις,
κι ανάμεσα στα σίδερα ζούσαν·
ήταν σκιές των φθισικών μελλοθάνατων,
και με υπεροψία αψηφούσαν την ατίμωση,
την κρεμάλα και τα βασανιστήρια!
Ήταν παρθένες ξανθές, και στις βρυχώμενες
φλόγες του καμινιού,
όπως σε μια κλίνη με πορφυρά ρόδα,
έντυσαν το ιδανικό με σώμα ενάρετο
και με ψυχή αγνή κι ωραία!
Και κανείς τους δεν υπέφερε. Γελαστοί, τραγουδώντας
ανέβηκαν στο ικρίωμα
και τον λαιμό τους προσέφεραν στην ειδεχθή θηλιά·
στα φονικά μπουντρούμια των φυλακών,
με τα μάτια πια καρφωμένα
από τον άδειο τάφο και τη νεκρική
παγωμάρα των οστών,
στη λαμπρότητα ενός άγνωστου μέλλοντος
δικαιοσύνης και συμπόνιας, αυτοί τον ύμνο
του ιδανικού ψέλλιζαν.
Όχι· κανένας δεν υπέφερε! Απ’ τις αχνιστές
πληγές και τα μαραμένα
στήθη, απ΄ τα συστελλόμενα στόματα,
των οικότροφων θηρίων και των παγωμένων
μελών των νεκρών,
αντηχούσε μια φωνή αγία και φοβερή
ευτυχίας κι ελπίδας,
σπασμού και αγάπης· – καμιά βάρβαρη
δύναμη δεν μπορεί να θάψει τον δύσβατο δρόμο
του ιδανικού που προχωρά.
Ποιος νοιάζεται αν για αυτό πέφτουν κατά χιλιάδες
τα θύματα; … αυτό μένει
σαν ένας πάταγος από αδιάκοπες βροντές,
σαν κάποια μοιραία φλόγα που προαναγγέλλει
νεόκοπες θύελλες.
Φιλί που στιγματίζεται με διακαή φωτιά,
πίστη που που δεν σβήνει,
αιώνιος αετός που χυμά απ΄το βουνό,
ενάντια στον καιρό, το κενό και τα συντρίμμια,
αυτός θριαμβεύει, και παραμένει.
*Το ποίημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ντιέγκο Αμπάδ ντε Σαντιγιάν “Η τραγωδία της Παταγονίας – Οι αιτίες και τα αποτελέσματα της σύγκρουσης στη Σάντα Κρους – Η εκδίκηση του Κουρτ Βίλκενς”, Μετάφραση: Στάθης Κώστογλου, Ελευθεριακές Εκδόσεις Nowa Kultura, Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 2025.
