Διαβαίνοντας το νωπό από τη βροχή μονοπάτι
γνώριμη φιγούρα ακίνητη από καιρό
κουρασμένη απ ’του καιρού την απληστία
το χέρι της προτάσσει με μια φούχτα νερό
στην αποκαμωμένη περιπατήτρια
Το βλέμμα στάθηκε σε εκείνο το ψυχρό μέταλλο
το γδαρμένο από τον χρόνο
που σμιλεύτηκε από χεριού εμπνευσμένο άγγιγμα
να θυμίζει την αέναη κίνησή μας
στο άχρονο μα περατό μας πέρασμα
