Μα επί τέλους τι είμαι
Εγώ που έψαυσα ένα χάρτινο πρόσωπο
Στημένο στην αμφιβολία των δρόμων
Στα σταυροδρόμια της σιωπής
Πάνω σε τόσες αφίσες το κοίταξα
Ν’ αλλάζει χρώματα ν΄ αλλάζει στάσεις
Να τού σχεδιάζουν ματογυάλια
Να τού προσθέτουν υπογένεια
Ερυθρά και γλυκά μάτια
Σκισμένες παρειές και μέτωπα
Αύριο ένα καινούριο πρόσωπο
Στο πρόσωπό μου θα επικολληθεί
Στιλπνό κι ακέραιο μες στη νύχτα
Για να ξυπνήσει και ν΄ αντιληφθεί
Πως πάλι έβρεξε πως πάλι πέρασε
Το νύχι το μαχαίρι
Σκισμένες παρειές
Σκισμένα μέτωπα
*Από την ενότητα “Οι μικρές μέρες” που περιλαμβάνεται στην ομότιτλη συλλογή (1973). Το ποίημα το πήραμε από την έκδοση ¨Φύλακας ερειπίων Τα ποιήματα”, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 1991.
