I
Στη σειρά καθόμαστε και περιμένουμε:
έτοιμες οι βαλίτσες, οι αποσκευές.
Βλέπεις την ώρα, βηματίζεις,
όλο αναμονή ’σαι, ανησυχία,
κι οι μελλοντικοί σύντροφοι, όλοι
σιωπηλοί, μοναχικοί, σαν χαμένοι
μέσα τους, μιλούνε και στη στιγμή
αισθάνεσαι στην αδιάκοπη απουσία:
μόνοι, πικροί και σαν υπνωτισμένοι.
II
Δεν σε αρνούμαι, ζωή, με όσα κι αν φέρνεις
όμως πολύ, με θάνατο, μου έρχεσαι αλλοιωμένη.
Πολλές παραχωρήσεις έκαμα, δείχτηκ’ απέναντί σου
συγκαταβατικός, στην οδύνη κατεύνεσα,
αγάπησα σχεδόν τούτους τους στενούς
λασπωμένους δρόμους, τη νύχτα, την ομίχλη και τα τρωκτικά –
όμως μη με εξαντλείς, στο έσχατο
μη με φέρνεις σημείο.
